Με την υπ' αριθμ. 29/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι ειδικευόμενοι ιατροί του "Γ.Ν.Α. ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ" που εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και με το οποίο συνδέονται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου νομίμως αιτούνται την επιδίκαση της μισθολογικής παροχής του άρθρου 35 ν. 3329/2005 επικαλούμενοι σαν μέτρο σύγκρισης συναδέλφους τους υπαλλήλους του εν λόγω Υπουργείου. Η μη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος καθιερώνει δυσμενή μεταχείριση, ανεπίτρεπτη μισθολογική διάκριση και είναι αντίθετη με την αρχή της ισότητας.
Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του π.δ/τος 95/2000, ορίστηκε η βασική διάρθρωση των Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι οποίες διακρίνονται σε Κεντρική Υπηρεσία και σε αποκεντρωμένες Υπηρεσίες. Με το νόμο 3329/2005 "Εθνικό Σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις", ανασυγκροτήθηκε η περιφερειακή διάρθρωση του ΕΣΥ. Με το άρθρο 1 παρ. 2 του νόμου αυτού, ορίστηκε ότι στην έδρα κάθε Υγειονομικής Περιφέρειας συνιστάται ΝΠΔΔ με την επωνυμία "..." που συμπληρώνεται από το όνομα της οικείας περιφέρειας.
Με το άρθρο 35 του ιδίου νόμου, ορίστηκε ότι στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους αποσπασμένους σε αυτή και στο μετακλητό προσωπικό, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης που ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 και εφεξής, 2) Το επίδομα αυτό δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003...».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, τόσο από την γραμματική, όσο και την εννοιολογική διατύπωση του άρθρου 35 του ν. 3329/2005, με το οποίο χορηγήθηκε το ανωτέρω επίδομα «ειδικής απασχόλησης», δεν προκύπτει οποιαδήποτε αιτιολόγηση περί της αναγκαιότητας του εξαιρετικού χαρακτήρα της χορήγησης του. Αντιθέτως, προκύπτει ότι η εν λόγω χρηματική παροχή εισάγεται εξαιρετικά και πέραν των γενικότερων πλαισίων μισθοδοσίας, τόσο του υπαλληλικού προσωπικού, όσο και του ιατρικού (μόνιμου και με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου), χωρίς να εδράζεται σε αιτιάσεις αντικειμενικής πειστικότητας. Παράλληλα, είναι προφανές ότι το επίδομα «ειδικής απασχόληση» προβλέπεται ως καταβλητέο και σε μισθωτούς, οι κατηγορίες και οι ειδικότητες των οποίων (λ.χ. καθαρίστριες, κλητήρες νυκτοφύλακες, μαίες, νοσηλεύτριες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, κηπουροί κ.λ.π.) δεν επιβαρύνονται με «άσκηση επιτελικών και εποπτικών καθηκόντων...» ή με «συντονισμό δραστηριοτήτων» κλπ.
Δηλαδή η επίδικη μισθολογική παροχή προφανώς ουδόλως συναρτάται προς ειδικότερες συνθήκες απασχόλησης των ορισθέντων ως δικαιούχων αυτής μισθωτών (ιατρών και υπαλλήλων), γεγονός το οποίο προκύπτει από τη γενικόλογη και αόριστη διατύπωση της σχετικής διάταξης που την καθιερώνει, χορηγώντας σε αυτούς ανεξαρτήτως από την υπηρεσιακή τους θέση και τα κατ' ιδίαν υπαλληλικά τους καθήκοντα και με μοναδικό κριτήριο την οργανική τους ένταξη στο (εν γένει) «προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Επομένως, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, η εν λόγω παροχή πρέπει να χορηγηθεί και σε ειδικευόμενους ιατρούς, οι οποίοι συνδέονται με τα εποπτευόμενα από το Υπουργείο Υγείας νοσηλευτικά ιδρύματα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Σχετικές Αποφάσεις: ΕιρΙωαν 132/2007 και 133/2007, contra ΔιοικΠρΑθ 7010/2009
Σχετικές Αποφάσεις: ΕιρΙωαν 132/2007 και 133/2007, contra ΔιοικΠρΑθ 7010/2009