Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μία μνημειώδης απόφαση υπέρ του δικαιώματος της απεργίας (ΜονΠρΑθ 343/2011)

Με την απόφαση 343/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφορά στις στάσεις εργασίας των εργαζομένων του ΗΛΠΑΠ κατά τον Φεβρουάριο 2011, λύθηκαν πολλά ακανθώδη νομικά ζητήματα του δικαίου της απεργίας, και μάλιστα υπέρ των φορέων της άσκησής του (δηλ. υπέρ των απεργών). Η σημασία της απόφασης αυτής καθίσταται ακόμη μεγαλύτερη, αν αναλογιστεί κανείς ότι μετά την μεταπολίτευση η συντριπτική πλειονότητα των κάθε μορφής απεργιών κρίνονται παράνομες ή καταχρηστικές ή συνηθέστερα και υπό καθεστώς ερμηνευτικής σύγχυσης και παράνομες και καταχρηστικές. Το παράλογο (όπως σημειώνει σε σχετικό άρθρο του στην ΕΕργΔ και ο καθηγητής Α. Καζάκος) είναι ότι "απεργούν με διάφορες μορφές (στάση εργασίας, διακοπή συνεδριάσεων κλπ.) οι δικαστές, για τους οποίους υπάρχει ρητή απαγόρευση στο Σύνταγμα (άρθρο 23 παρ. 2) και κρίνονται από τα δικαστήρια παράνομες οι απεργίες εργαζομένων σε ποσοστό που ξεπερνά το 95% των υποθέσεων".
Ποια είναι τα σημαντικά στοιχεία και η ερμηνευτική συμβολή της σχολιαζόμενης απόφασης στις διατάξεις του δικαίου της απεργίας: Με αφετηρία τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ν. 1264/1982, η οποία ορίζει ότι δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, η εν λόγω απόφαση θεωρεί πειστικότερη με βάση το Σύνταγμα και το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας, την άποψη ότι απαγορεύεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας και με οριστική απόφαση επί αγωγής εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Το μόνο που μπορεί να κάνει το δικαστήριο είναι να αναγνωρίσει τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα μιας απεργίας άλλά όχι να φτάσει μέχρι του σημείου να επιβάλει την απαγόρευσή της. 
Για τη θεμελίωση της άποψης αυτής η απόφαση κάνει χρήση τελολογικών επιχειρημάτων, πάντοτε υπό το φως των κρίσιμων συνταγματικών διατάξεων. Το σκεπτικό της ενισχύουν  επιχειρηματολογικοί τύποι "a fortiori", δηλαδή επικαλείται επιχειρήματα από το έλασσον στο μείζον, ενώ, πολύ ορθά, απορρίπτει ως ερμηνευτικά αλυσιτελές το επιχείρημα της περίφημης "σιωπής του νομοθετή¨. Ο συλλογισμός είναι περίπου ο εξής: Μία τόσο αυστηρή κύρωση κατά του δικαιώματος της απεργίας, όπως είναι η δικαστική της απαγόρευση, μπορεί να επιβληθεί μόνο αν προβλέπεται ρητά στο νόμο. Και τούτο διότι στην περίπτωση ενός συνταγματικού δικαιώματος, όπως είναι η απεργία, δεν μπορούμε να συνάγουμε επιχειρήματα από τη σιωπή του νομοθέτη, που θα οδηγούσαν στον περιορισμό του δικαιώματος. Δηλαδή το ότι ο νομοθέτης δεν απαγορεύει ρητά τη δυνατότητα δικαστικής απαγόρευσης της απεργίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στο ερμηνευτικό συμπέρασμα ότι την επιτρέπει κιόλας. Μάλιστα, ακόμα και στην περίπτωση που καταλείπονται ερμηνευτικές αμφιβολίες, η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να αποφαίνεται "υπέρ του εργαζομένου¨ ως του κοινωνικά και οικονομικά αδύναμου μέρους (πρόκειται εδώ για την επίκληση μίας κλασικής αλλά τελευταία ξεχασμένης αρχής του δικαίου της εργασίας).
Η επίκληση από το δικαστήριο του τεκμηρίου νομιμότητας της απεργίας (που είχε υιοθετήσει ο ΑΠ με την απόφαση 27/2004) σημαίνει ότι οι απεργοί καλύπτονται από κάθε είδους κυρώσεις μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης που διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα της απεργίας.
Συμπερασματικά, τα στοιχεία που πρέπει να συγκρατήσουμε από τη σχολιαζόμενη απόφαση είναι: α) Ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο μόνο σε αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα μίας απεργίας μπορεί να αχθεί, χωρίς να έχει δυνατότητα να επιβάλει απαγόρευσή της (και παράλειψή της στο μέλλον) με καταψηφιστική διάταξη και β) Από το τεκμήριο νομιμότητας της απεργίας συνάγεται ότι δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις στους φορείς του δικαιώματος πριν την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου