1. Είδη δανεισμού
Έχει επικρατήσει στη θεωρία και τη νομολογία να διακρίνονται δύο μορφές δανεισμού εργαζομένων: ο γνήσιος και ο μη γνήσιος.
Ο γνήσιος δανεισμός σημαίνει ότι ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αρχικό εργοδότη και απασχολείται κατά κύριο λόγο στην επιχείρηση του τελευταίου. Αλλά λόγω μίας πρόσκαιρης και έκτακτης ανάγκης (π.χ. προσωρινή έλλειψη προσωπικού) παραχωρείται για κάποιο χρονικό διάστημα στον δανειζόμενο εργοδότη. Πολύ συχνό είναι το φαινόμενο δανεισμού μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών.
Ο μη γνήσιος δανεισμός είναι η περίπτωση κατά την οποία ο αρχικός εργοδότης (που εδώ καλείται “άμεσος”) παραχωρεί κατ' επάγγελμα εργαζομένους σε άλλους εργοδότες (τους “έμμεσους”), για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, που καθορίζεται από το νόμο. Η μορφή αυτή δανεισμού συνδέεται με το φαινόμενο της προσωρινής απασχόλησης. Γι' αυτό και θα αναπτυχθεί στη θεματική ενότητα “Ελαστικές Σχέσεις Εργασίας”, προσεχώς. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με ορισμένα ζητήματα του γνήσιου δανεισμού.
2. Είναι νόμιμη η συμφωνία δανεισμού;
Η συμφωνία γνήσιου δανεισμού των υπηρεσιών του μισθωτού είναι νόμιμη και βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του Αστικού Κώδικα. Σύμφωνα με τις τελευταίες, είναι νόμιμη η συμφωνία με την οποία ο εργοδότης παραχωρεί (δανείζει) τις υπηρεσίες κάποιου μισθωτού του – κατόπιν σχετικής συναίνεσης του τελευταίου – σε άλλον εργοδότη, προς τον οποίο ο μισθωτός θα παρέχει την εργασία του.
3. Προϋποθέσεις έγκυρου δανεισμού
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, προϋποθέσεις έγκυρου δανεισμού είναι:
α) Συμφωνία μεταξύ δανείζοντος και δανειζόμενου εργοδότη
β) Συναίνεση του μισθωτού (ρητή ή σιωπηρή). Αν ο μισθωτός αναλάβει εργασία στον δανειζόμενο εργοδότη, χωρίς να φέρει αντίρρηση, τότε έχουμε σιωπηρή συναίνεση.
γ) Προσωρινότητα του δανεισμού
4. Χρόνος δανεισμού
Ο γνήσιος δανεισμός μπορεί να συμφωνείται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (σε αντίθεση με τον μη γνήσιο που είναι πάντοτε ορισμένου χρόνου, εκ του νόμου). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα δηλ. κι αν συμφωνηθεί για αόριστο χρόνο, πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, ώστε να διασφαλίζεται η επάνοδος του μισθωτού στον αρχικό εργοδότη. Διαφορετικά, θα πρόκειται είτε για σύναψη νέας σύμβασης εργασίας με ταυτόχρονη λύση της παλαιάς ή για μεταβίβαση της σχέσης εργασίας από την μία επιχείρηση στην άλλη με μεταβολή του προσώπου του εργοδότη.
5. Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Εργοδοτών
α) Δανείζων εργοδότης: Ο αρχικός (δανείζων) εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του μισθού, στην χορήγηση της κανονικής άδειας και στην καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης.
β) Δανειζόμενος εργοδότης: Είναι υπόχρεος στην καταβολή των πρόσθετων αμοιβών του μισθωτού, δηλ. νόμιμων και παράνομων υπερωριών, υπερεργασίας, αμοιβής για την απασχόληση κατά τις Κυριακές και τις αργίες κλπ. Επίσης, οφείλει να τηρεί τους όρους δημόσιας τάξης που ισχύουν για την εκτέλεση της εργασίας και τις υποχρεώσεις πρόνοιας (π.χ. τα μέτρα για την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων). Όσο διαρκεί η δανειστική σύμβαση ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα ως προς τον έλεγχο και τον καθορισμό του τόπου, του χρόνου και του τόπου εργασίας.
6. Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Μισθωτών
Ο μισθωτός δικαιούται καταρχάς να μην συναινέσει στον δανεισμό – παραχώρησή του σε τρίτο. Αν ο εργοδότης του το επιβάλει, έχει δικαίωμα να αρνηθεί και να θεωρήσει την παραχώρηση ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας. Αν τυχόν απολυθεί για το λόγο ότι δεν συναίνεσε, τότε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη ως καταχρηστική.
Από την άλλη, είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του δανειζόμενου εργοδότη, αφού κατά τη διάρκεια της δανειστικής σχέσης αυτός είναι που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα.
Και φυσικά διατηρεί το δικαίωμα επανόδου στον αρχικό ή δανείζοντα εργοδότη, μετά τη λήξη της σύμβασης δανεισμού. Αν ο δανείζων εργοδότης, αρνηθεί να τον επαναπασχολήσει στην επιχείρησή του, θα πρόκειται για άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
7. Άλλα ενδιαφέρονται ζητήματα
α) Κατά κανόνα ο δανείζων εργοδότης είναι υποχρεωμένος να επαναφέρει τον παραχωρηθέντα μισθωτό στη θέση στην οποία προσέφερε την εργασία του πριν τον δανεισμό του. Αν, όμως αυτό είναι αδύνατο (π.χ. γιατί έχει καταργηθεί το τμήμα της επιχείρησης, στο οποίο παρείχε την εργασία του ο μισθωτός), έχει δικαίωμα ο εργοδότης να αναθέσει σε αυτόν άλλη εργασία, υπό προϋποθέσεις και υποδεέστερη. Σε κάθε περίπτωση η τοποθέτηση σε νέα θέση μετά την επάνοδο δεν πρέπει να είναι κακόπιστη ή καταχρηστική.
β) Αν η θέση του εργαζομένου έχει βελτιωθεί κατά τη διάρκεια του δανεισμού του (π.χ. λάμβανε μεγαλύτερο μισθό από τον δανεισθέντα εργοδότη), αυτό ανάγεται στις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ του μισθωτού και του δανεισθέντος εργοδότη και δεν επηρεάζει τη σχέση του με τον αρχικό εργοδότη. Έτσι, αν π.χ. μετά την επιστροφή του στον αρχικό εργοδότη βρεθεί σε δυσμενέστερη μισθολογική θέση (σε σχέση με εκείνη στην οποία βρισκόταν κατά τη λειτουργία της δανειστικής σχέσης), δεν έχει σχετική αξίωση κατά του αρχικού εργοδότη. Η δυσμενέστερη αυτή θέση δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή ούτε επιφέρει ηθική μείωση του εργαζομένου.
γ) Αν ο αρχικός εργοδότης ανακαλέσει την παραχώρηση πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, αυτή η ανάκληση δεν είναι δεσμευτική για τον εργαζόμενο και τυχόν μη συμμόρφωσή του δεν συνιστά εκδήλωση βούλησης για λύση της σχέσης εργασίας του με τον αρχικό εργοδότη. Αρκεί, φυσικά, η διάρκεια του δανεισμού να αποτέλεσε αντικείμενο τριμερούς συμφωνίας (δανείζοντος, δανειζόμενου και μισθωτού).