Όπως είναι ευρέως γνωστό, το Υπουργείο Υγείας προωθεί σχέδιο νόμου υπό τον τίτλο «Δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων και άλλες διατάξεις», το οποίο έρχεται να τροποποιήσει το ισχύον νομικό πλαίσιο που αφορά στις μεταμοσχεύσεις και κυρίως το ν. 2737/1999, που αναφέρεται ειδικά στις μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων. (Τα άλλα νομοθετήματα που συγκαθορίζουν το κανονιστικό πλαίσιο των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα είναι η Διεθνής Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2619/1998, καθώς και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, που τέθηκε σε ισχύ με το ν. 3418/2005).
Το σημείο που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον, νομικό και κοινωνικό, στο προτεινόμενο σχέδιο και έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις (θετικές ή αρνητικές) είναι η εισαγωγή ενός αμιγούς συστήματος εικαζόμενης συναίνεσης της βούλησης του θανόντος δότη, στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν είχε εκφράσει ρητά την επιθυμία του σχετικά με την μετά θάνατο τύχη οργάνων του σώματός του. Ας σημειωθεί απλώς εδώ ότι πανομοιότυπη ρύθμιση περιείχαν δύο προγενέστερα προσχέδια νόμων το 2005 και το 2007, τα οποία τελικά δεν ψηφίστηκαν.
Μέχρι σήμερα και υπό το ρυθμιστικό πλαίσιο του ισχύοντος ν. 2737/1999 η αφαίρεση οργάνων από θανόντα δότη, με σκοπό τη μεταμόσχευση είναι δυνατή υπό τις εξής τρεις προϋποθέσεις: α) Την επέλευση εγκεφαλικού θανάτου του δότη, έστω και αν οι λειτουργίες ορισμένων οργάνων διατηρούνται με τεχνητά μέσα, β) Την έγγραφη συναίνεση του δυνητικού δότη και, αν ο τελευταίος δεν είχε εκφράσει όσο ζούσε συναίνεση ή άρνηση, τη μη αντίθεση στην αφαίρεση του σύζυγου, των ενήλικων τέκνων, των γονέων ή των αδέλφών του και γ) Τη διενέργεια της αφαίρεσης μόνο για θεραπευτικούς σκοπούς.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου παραμένει άθικτη μόνο η τρίτη από τις παραπάνω προϋποθέσεις, δηλ. η διενέργεια της αφαίρεσης οργάνων αποκλειστικά για θεραπευτικούς σκοπούς. Αντιθέτως, ως προς το πρόβλημα της συναίνεσης επιχειρείται να εισαχθεί μία ρύθμιση, η οποία βρίσκεται περίπου στον αντίποδα της ήδη ισχύουσας. Μέχρι σήμερα ισχύει ένα ενδιάμεσο σύστημα: Εάν ο δυνητικός δότης δεν έχει παράσχει την έγραφη συναίνεσή ή άρνησή του για την αφαίρεση οργάνων του, η βούλησή του υποκαθίσταται κατά κάποιον τρόπο από τον σύζυγο ή στενούς συγγενείς του (τούτο βέβαια είναι ήδη προβληματικό, αφού: α. ακόμα κι αν ο θανών είχε εκφράσει ρητά οποιαδήποτε βούλησή του στους οικείους του, είναι ιδιαίτερα δυσαπόδεικτο το αληθές περιεχόμενό της και β. σε περίπτωση που δεν είχε εκφράσει ρητά οποιαδήποτε θεση του, είναι εξίσου αμφίβολη η επιτυχής ανίχνευση μίας υποθετικής βούλησης από την πλευρά των συγγενών και εν τέλει ο σεβασμός των τελευταίων στο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του θανόντος). Πάντως, στην πράξη εάν δεν υπάρχει ρητά εκπεφρασμένη βούληση του θανόντος προς τους συγγενείς, οι τελευταίοι ερμηνεύουν τη σιωπή μάλλον ως άρνηση παρά ως συναίνεση στη δωρεά. Εν αμφιβολία, δηλαδή, αποφασίζουν κατά της αφαίρεσης οργάνων.
Με τη νέα ρύθμιση η αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων οργάνων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζού́σε δεν είχε εκφράσει εγγράφως την αντίθεσή του, με σχετική δήλωση στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων. Με άλλα λόγια έχουμε εδώ ουσιαστικά μία αντιστροφή του τεκμηρίου της βούλησης του νεκρού: Οποιοσδήποτε καθίσταται εν δυνάμει δότης, όχι αν είχε εκφράσει σχετική επιθυμία προς τούτο, αλλά αν δεν είχε εκφράσει (και μάλιστα ρητά και εγγράφως) όσο ζούσε την αντίθεσή του.
Όσο κι αν μία τέτοια ρύθμιση είναι κοινωνικά επαινετέα, νομίζω ότι προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές και συνταγματικά προστατευόμενα έννομα αγαθά, με κυριότερα την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2 παρ. 1 Σ.), την ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης, η οποία βρίσκει κανονιστικό έρεισμα στο άρθρ. 5 παρ. 1 Σ και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει θετικά για την τύχη του σώματός του μετά θάνατον και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και την ελευθερία της συνείδησης, με την έννοια ότι είναι δυνατό να προσβάλλονται οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις του ατόμου. Το ότι η νέα ρύθμιση παρέχει τη δυνάτοτητα στον εν δυνάμει δότη να δηλώσει την αντίθεσή του στην αφαίρεση των οργάνων του, θεωρώ ότι δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Ας έχουμε πάντα κατά νού ότι πρόκειται για δώρεα, δηλαδή για μία χαριστική πράξη που υπαγορεύεται από την αίσθηση ενός ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος και εξαρτάται από τη διάθεση αλτρουισμού κάθε άνθρωπου. Μπορούμε να μιλάμε για υποχρέωση από κοινωνική ή ηθική σκοπιά, αλλά σίγουρα μιλάμε για ένα ατομικό δικαίωμα – και μάλιστα θεμελιώδες – από νομικής πλευράς. Έτσι, είναι ευπρόσδεκτη και ευκταία η «διενέργεια ενημερωτικής εκστρατείας του κοινού σχετικά με τη δωρεά οργάνων και τις μεταμοσχεύσεις», που εξαγγέλλει το άρθρ. 7 του προσχεδίου, αλλά δεν μπορεί να είναι συνταγματικά ανεκτή η άνωθεν επιβολή (έστω και υπό όρους) συγκεκριμένων προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς, ακόμα κι αν αυτά αποβλέπουν στο κοινό καλό. Σε δημοκρατική και πολιτικά φιλελεύθερη κοινωνία, όπως (πρέπει να) είναι η δική μας, οφείλουμε σε περίπτωση αμφιβολίας να αποφαινόμαστε υπέρ της ελευθερίας του ατόμου, δηλ. της ευχέρειάς του να ασκεί (ή να μην ασκεί) ένα δικαίωμά του κατά τρόπο αυτόνομο και χωρίς εξωτερικούς καταναγκασμούς, και όχι υπέρ της υποκατάστασης της βούλησής του και μάλιστα από κρατικά όργανα, προς εξυπηρέτηση οποιούδηποτε σκόπου (ακόμη και αξιέπαινου, όπως εν προκειμένω). Η άσκηση των δικαιωμάτων επιτρέπεται στους φορείς τους, δεν επιβάλλεται από το Κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου