
Πρόκειται αναμφίβολα για μία φιλεργατική και ορθή απόφαση του ΑΠ. Πράγματι, θα αρκούσε επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για να επιβεβαιωθεί ότι σχεδόν πάντοτε η καθυστέρηση στη δικαστική επιδίωξη παρόμοιων αξιώσεων οφείλεται αποκλειστικά στην επιφυλακτικότητα και τον εύλογο φόβο κάθε μισθωτού μήπως μία δικαστική διένεξη με τον εργοδότη του θέσει σε κίνδυνο την ίδια την εργασία του. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται και από μία απλή εμπειρική παρατήρηση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στο πεδίο της αγοράς εργασίας, όπου η αυξανόμενη ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια τείνουν να μορφοποιηθούν σε μία ιστορικά επανεμφανιζόμενη κοινωνική μάστιγα. Θα ήταν αδύνατο λόγω της ίδιας της κοινωνικοοικονομικά ετεροβαρούς - σε βάρος του μισθωτού - φύσης της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης και μέσα σε ιστορικές συνθήκες πλήρους εργασιακής ανασφάλειας να διεκδικεί ο μισθωτός τις αξιώσεις του απέναντι στον εργοδότη κατά τον ίδιο τρόπο που αξιώνει την εκπλήρωση μιας οποιασδήποτε ενοχικής σύμβασης το ένα συμβαλλόμενο μέρος έναντι του ισότιμου και ισοδύναμου αντισυμβαλλομένου του.
Η καλή πίστη απαιτεί, ακριβώς, ο εργοδότης όχι μόνο να προβλέπει, αλλά και να αποφεύγει τις δυσμενείς γι' αυτόν συνέπειες από τη μη εκπλήρωση των ανειλημμένων και εκ του νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεών του απέναντι σε κάθε εργαζόμενο που εκμεταλλεύεται. Σε διαφορετική περίπτωση, επιβραβεύεται η κακόπιστη και αντισυμβατική συμπεριφορά του απέναντι στους μισθωτούς του. Επομένως, εάν εμφιλοχωρεί καταχρηστική συμπεριφορά σε παρόμοιεσ περιπτώσεις, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην πλευρά της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς του εργοδότη και όχι στην δικαιολογημένη καθυστέρηση των μισθωτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου