Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Άρειος Πάγος: Μη καταχρηστική η διεκδίκηση δεδουλευμένων μετά 13 χρόνια


Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε εργαζόμενη σε εστιατόριο - μπαρ ξενοδοχείου και απέκρουσε τον ισχυρισμό της εργοδότριας εταιρείας ότι η αξίωσή της ήταν καταχρηστική επειδή δεν αντέδρασε στις αποδοχές αυτές επί 13 χρόνια. Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση, η μακρόχρονη αδράνεια του εργαζομένου να διεκδικήσει τις νόμιμες αποδοχές του, ο κίνδυνος διεκδίκησης παρόμοιων αξιώσεων από άλλους εργαζομένους αλλά και το γεγονός ότι ο εργαζόμενος είχε συμφωνήσει στην καταβολή μειωμένων αποδοχών, είτε σιωπηρά (αποδεχόμενος παθητικά τις μη νόμιμες αποδοχές) είτε ρητά, δεν καθιστούν καταχρηστικές τις οικονομικές διεκδικήσεις. Η καθυστερημένη αντίδραση μπορεί να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με το δικαστήριο, αφού η αδυναμία άμεσης ικανοποίησης των νόμιμων αξιώσεων, οφείλεται στην επαγγελματική του εξάρτηση από τον εργοδότη. Κατά τον Άρειο Πάγο, για να κριθεί μία αγωγή καταχρηστική, δεν αρκεί ο κίνδυνος υποβολής και άλλων παρεμφερών που θα δημιουργούσαν πρόβλημα στην επιχείρηση, πολύ περισσότερο όταν εκείνη εμφανίζει κέρδη, αλλά ούτε όταν ουσιαστικά υπολειτουργεί, παρουσιάζοντας ασήμαντη κερδοφόρα πορεία. Βέβαια, για παρόμοιες αξιώσεις εξακολουθεί να ισχύει η πενταετής παραγραφή. 
Πρόκειται αναμφίβολα για μία φιλεργατική και ορθή απόφαση του ΑΠ. Πράγματι, θα αρκούσε επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για να επιβεβαιωθεί ότι σχεδόν πάντοτε η καθυστέρηση στη δικαστική επιδίωξη παρόμοιων αξιώσεων οφείλεται αποκλειστικά στην επιφυλακτικότητα και τον εύλογο φόβο κάθε μισθωτού μήπως μία δικαστική διένεξη με τον εργοδότη του θέσει σε κίνδυνο την ίδια την εργασία του. Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται και από μία απλή εμπειρική παρατήρηση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στο πεδίο της αγοράς εργασίας, όπου η αυξανόμενη ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια τείνουν να μορφοποιηθούν σε μία ιστορικά επανεμφανιζόμενη κοινωνική μάστιγα. Θα ήταν αδύνατο λόγω της ίδιας της κοινωνικοοικονομικά ετεροβαρούς - σε βάρος του μισθωτού - φύσης της εξαρτημένης εργασιακής σχέσης και μέσα σε ιστορικές συνθήκες πλήρους εργασιακής ανασφάλειας να διεκδικεί ο μισθωτός τις αξιώσεις του απέναντι στον εργοδότη κατά τον ίδιο τρόπο που αξιώνει την εκπλήρωση μιας οποιασδήποτε ενοχικής σύμβασης το ένα συμβαλλόμενο μέρος έναντι του ισότιμου και ισοδύναμου αντισυμβαλλομένου του.
Η καλή πίστη απαιτεί, ακριβώς, ο εργοδότης όχι μόνο να προβλέπει, αλλά και να αποφεύγει τις δυσμενείς γι' αυτόν συνέπειες από τη μη εκπλήρωση των ανειλημμένων και εκ του νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεών του απέναντι σε κάθε εργαζόμενο που εκμεταλλεύεται. Σε διαφορετική περίπτωση, επιβραβεύεται η κακόπιστη και αντισυμβατική συμπεριφορά του απέναντι στους μισθωτούς του. Επομένως, εάν εμφιλοχωρεί καταχρηστική συμπεριφορά σε παρόμοιεσ περιπτώσεις, αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην πλευρά της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς του εργοδότη και όχι στην δικαιολογημένη καθυστέρηση των μισθωτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου