Είχα αναφερθεί στο θέμα (
εδώ), αλλά υποσχέθηκα να επανέλθω, όταν θα έχω στα χέρια μου την δικαστική απόφαση. Δημοσιεύω, λοιπόν, εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης, για την οποία έγινε πολύς ντόρος και η οποια έκρινε έγκυρη την καταγγελία σύμβασης εργασίας υπαλλήλου αεροπορικής εταιρίας, λόγω "υπερβολικής χρήσης του facebook". Το ιστορικό έχει περίπου ως εξής: Υπαλλήλος αεροπορικής εταιρίας προσέφερε τις υπηρεσίες της στο τμήμα έκδοσης εισιτηρίων και κρατήσεων από το 1989. Το 2009 απολύθηκε από την εταιρία με ταυτόχρονη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της. Η βασική αιτίαση εναντίον της ήταν η καθυστερημένη προσέλευσή της στο χώρο εργασίας και η ενασχόλησή της με ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια και σε βάρος της εργασίας της. Η εργαζόμενη προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να αναγνωριστεί οτί η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη, διότι - σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της - έλαβε χώρα από εχθρότητα και για λόγους εκδίκησης, εξαιτίας της συνδικαλιστικής της δράσης και της αντίθεσής της στο πάγωμα μισθών που επέβαλε η εταιρία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και έγινε δεκτή η ένσταση της εργοδότριας περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
Στα αξιοσημείωτα της εν λόγω απόφασης είναι ότι δεν υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός ή οποιαδήποτε νομική σκέψη που να αφορά στο ζήτημα της προστασίας της ιδιωτικότητας του μισθωτού, δηλαδή στην ανάγκη ύπαρξης ενός αυστηρά ιδιωτικού χώρου, εντός του περιβάλλοντος της εργασίας και κατά τη διάρκεια της παροχής της, στον οποίο ο εργοδότης απαγορεύεται να επεμβαίνει. Η ύπαρξη αυτού του χώρου είναι θεμελιώδες δικαίωμα και υπαγορεύεται από την αρχή της προστασίας της προσωπικότητας του εργαζομένου, που βρίσκει και συνταγματικό έρεισμα, κυρίως στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Θεωρώ ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του εργαζομένου να επισκέπτεται ελεύθερα ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια παροχής της εργασίας του, αρκεί αυτό να μην αποβαίνει σε βάρος της αποδοτικότητάς του. Σημειωτέον ότι, αν η εν λόγω εταιρία ήθελε να αποτρέψει τις επισκέψεις εργαζομένων της σε ιστοσελίδες παρόμοιου περιεχομένου, θα μπορούσε ευχερώς να το κάνει με ένα απλό "κλικ".
Τίποτα από τα παραπάνω δεν διαλαμβάνει στο σκεπτικό της η σχολιαζόμενη δικαστική απόφαση. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει την επίσκεψη ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης περίπου ως έγκλημα: Διαβάζουμε λ.χ. ότι η εργαζόμενη "καταλήφθηκε από τον Γενικό Διευθυντή της να επισκέπτεται ιστοσελίδα στο Facebook", σα να λέμε ότι "η ασφάλεια συνέλαβε επ' αυτοφώρω ύποπτο ηλεκτρονικής διακίνησης πορνογραφικού υλικού"! Καλό θα είναι οι δικαστές να μην χρησιμποποιούν τους υπολογιστές τους μόνο ως γραφομηχανές... (Είναι αυτονόητο ότι για τα ζητήματα απόδειξης της απόφασης, δεν μπορώ να έχω άποψη).
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 34/2011
Δικαστής η Πρωτοδίκης κυρία Ελένη Στεργίου
Δικηγόροι ο κ. Π. Μουτζουρώνης - η κυρία Γεωργία Ιατρού- Νικητιάδη
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 του Α.Κ., 1 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει τον χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και χωρεί ελευθέρως, εκτός αν περιοριστεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., της οποίας η παράβαση επάγεται απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως που θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ. (Α.Π. 283/2009 1, Α.Π. 1747/2008, Α.Π. 414/2008 δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. Nomos). Τέτοια περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος συντρέχει, εκτός των άλλων, και όταν η καταγγελία έγινε από τον εργοδότη από λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς τού μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, όπως είναι η διεκδίκηση από τον μισθωτό των δικαιωμάτων του από την εργασιακή σχέση (Α.Π. 869/2009 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos, Α.Π. 414/2008 ΔΕΕ 2009, 630, Α.Π. 1140/2006 ΔΕΕ 2007, 371, Α.Π. 115/2006 ΕλλΔνη 2007, 160, Α.Π. 1117/2005 ΔΕΕ 2006, 429). Ο ενάγων δε μισθωτός που απολύθηκε, ισχυριζόμενος ότι η απόλυσή του είναι άκυρη ως καταχρηστική, οφείλει, ζητώντας την αναγνώριση της ακυρότητας με την αγωγή (ή προτείνοντας αυτήν κατ' αντένσταση, βλ. Α.Π. 216/2002 ΕλλΔνη 44, 1202, Εφ.Αθ. 5913/2002 ΔΕΕ 2004, 324), να επικαλεσθεί και να αποδείξει (Α.Π. 1689/2006 ΕΕργΔ 2007, 1031, Α.Π. 704/2006 ΔΕΕ 2007, 1102, Α.Π. 1763/1999 ΔΕΝ 56, 1445) τα πραγματικά περιστατικά (τους λόγους εκδίκησης κ.λπ.) που την θεμελιώνουν (Α.Π. 1689/2006, Α.Π. 704/2006 ό.π., Α.Π. 677/2004 ΔΕΝ 60, 1597 3, Εφ.Λαμ. 8/2010 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos), αλλιώς ο ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ' ουσία, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της απόλυσης, ως εκ του αναιτιώδους, κατά τα παραπάνω, της καταγγελίας (βλ. Α.Π. 704/2006, Α.Π. 1689/2006 ό.π., Α.Π. 1901/2005 ΕλλΔνη 2006, 1036 4, Εφ.Λαμ. ό.π.). Ο εναγόμενος εργοδότης αρνούμενος αιτιολογημένα (Εφ.Αθ. 5993/2002 ό.π.) τον ισχυρισμό του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικής, μπορεί να επικαλεσθεί ως αιτία της καταγγελίας συγκεκριμένους σοβαρούς λόγους που τον οδήγησαν στη μονομερή λύση της σύμβασης, οι οποίοι (λόγοι), αν αποδειχθούν αληθινοί, δικαιολογούν την καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον τού εργοδότη (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554, Α.Π. 913/2006 ΔΕΝ 2006, 1654, Α.Π. 953/2005 ΕΕργΔ 2006, 100), όπως, εκτός των άλλων, συμβαίνει
όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή
καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη. Τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την καταγγελία είναι και εκείνοι που έχουν ως κίνητρο το καλώς νοούμενο συμφέρον τού εργοδότη (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554, Α.Π. 913/2006 ΔΕΝ 2006, 1654, Α.Π. 953/2005 ΕΕργΔ 2006, 100), όπως, εκτός των άλλων, συμβαίνει όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή άσκηση των συμβατικών καθηκόντων ή την μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του μισθωτού (Ολ.Α.Π. 707/1985 ΔΕΝ 42, 22 5, Α.Π. 869/2009 ό.π., Α.Π. 1679/2007 ΔΕΝ 2007, 1565) ή όταν έγινε (η καταγγελία) για συμπεριφορά του μισθωτού που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας και στις ανάγκες της επιχείρησης (Α.Π. 1115/2007 ΔΕΝ 2007, 1554) και κλονίζουν την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του (Α.Π. 1437/2006 ΔΕΕ 2007, 1108). Ακόμη προφανής υπέρβαση των ορίων της Α.Κ. 281 υπάρχει και εάν ο εργοδότης καταφεύγει στην καταγγελία μολονότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση της αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του μισθωτού με άλλα ηπιότερα μέσα, οπότε η προσφυγή στο επαχθέστερο για τον μισθωτό μέτρο, δηλαδή η απόλυση, δεν είναι θεμιτή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που εκφράζει μια γενική αρχή του εργατικού δικαίου -εκείνη της ultima ratio- βασιζόμενη και στην αρχή της καλής πίστης του άρθρου Α.Κ. 288, κατά την οποία η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκομένων με την καταγγελία σκοπών το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο (Α.Π. 279/1996 ΕλλΔνη 37, 1082 6), και ειδικότερα εάν το παράπτωμα του μισθωτού μπορεί κατ' αντικειμενική κρίση να αντιμετωπισθεί με τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό εργασίας πειθαρχικές ποινές (Α.Π. 878/1992 ΔΕΝ 48, 11647, Εφ.Αθ. 4401/2006 ΔΕΕ 2007, 239) και δεν δικαιολογείται απόλυση του, όταν, εν όψει της άριστης διαγωγής αυτού από την πρόσληψη του μέχρι τη διάπραξη του παραπτώματος, συνιστά αντίδραση του εργοδότη δυσανάλογη με το συγκεκριμένο παράπτωμα (Α.Π. 1443/1979 ΝοΒ 28, 10458, Εφ.Αθ. 1851/1983 ΕΕργΔ 1983, 339), εκτός εάν αποδειχθεί ότι από υπαίτια συμπεριφορά του μισθωτού εξέλιπε το απαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας (Α.Π. 643/ 1988 ΕΕργΔ 1989, 709, Εφ.Αθ. 6449/2002 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Ενώ δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία χωρίς προηγούμενη τήρηση της προβλεπόμενης πειθαρχικής διαδικασίας από τον εργοδότη, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο τής εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη, και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως, επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να
συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη (Ολ.Α.Π. 43/ 2002 ΕΕργΔ 2003, 220, Α.Π. 1117/2007 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos, Α.Π. 703/ 2006 Αρμ 2006, 1244 9, Α.Π. 112/2004 ΕΕργΔ 2004, 1495). Εάν συντρέχει περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθ' υπέρβαση του άρθρου 281 Α.Κ., τότε αυτή είναι άκυρη κατά τα άρθρα 174, 180 Α.Κ. και ο μισθωτός μπορεί να απαιτήσει την υπό τους αυτούς όρους απασχόλησή του από τον εργοδότη (άρθρο 23 παρ. 2 ν. 1264/1982), την καταβολή μισθών υπερημερίας κατά τα άρθρα 349, 350 Α.Κ., μέχρι να καταγγείλει εγκύρως τη σύμβαση ή προσκαλέσει τον μισθωτό να επαναλάβει την εργασία του (Α.Π. 1093/1993 ΔΕΝ 50, 576 10), και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον η καταγγελία έγινε παράνομα και υπαίτια και υπό συνθήκες προσβολής τής προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 932, 57, 59 Α.Κ. (Α.Π. 1540/2006 δημοσίευση σε Τ.Ν.Π. Νόμος11, Εφ.Αθ. 5592/1999 ΕλλΔνη 2000, 1402), ενώ κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 69 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει να του επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας και για το μετά την συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, αφού αυτοί δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας του, την οποία ο εργοδότης απέκρουσε με την άκυρη καταγγελία της σύμβασης (Α.Π. 1710/2007 ΕΕργΔ 2008, 950, Α.Π. 752/ 2007 ΕλλΔνη 2007, 807, Εφ.Αθ. 6449/2002 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 656 εδ. β' Α.Κ., ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας καθετί που ο μισθωτός ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή την παροχή της αλλού, για να είναι δε ο σχετικός ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση του εργοδότη κατά της αγωγής του μισθωτού, ορισμένος, πρέπει να αναφέρονται οι συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες του μισθωτού και οι αμοιβές που εισέπραξε ο τελευταίος από τις δραστηριότητες αυτές (βλ. Α.Π. 1004/ 2004 ΔΕΝ 61, 185 12, Α.Π. 1093/2003 ΕΕργΔ 2004, 12, Εφ.Δωδ. 267/2007 δημοσιευμένη σε Τ.Ν.Π. Nomos). Εν προκειμένω, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη αεροπορική εταιρεία στις 1.1.1989 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλος γραφείου με καθήκοντα τις κρατήσεις θέσεων και την έκδοση εισιτηρίων, ενώ από το έτος 2000 η εναγομένη την απασχολούσε ως ανώτερη υπάλληλο στον τομέα των κρατήσεων εισιτηρίων. Ότι καθ' όλα τα έτη της απασχολήσεώς της στην εναγομένη εταιρεία, από την πρόσληψη της μέχρι και το έτος 2008, η αξιολόγηση της ως προς την απόδοση της ως υπαλλήλου ήταν άριστη, λαμβάνοντας έτσι, ως αναγνώριση εκ μέρους της εναγομένης της ποιότητας της παρεχομένης εργασίας της, χρηματικό ποσό πλέον του μισθού της ως bonus, ενώ πλήθος ήταν και τα θετικά σχόλια που ελάμβανε για την εργασία της τόσο η ίδια όσο και η εναγομένη από τους πελάτες της. Ότι από το θέρος του 2006 η εναγομένη, διά του Διευθυντή
της στην Ελλάδα, προσπάθησε να επιτύχει την αλλαγή των κλιμάκων μισθοδοσίας και κυρίως να επιτύχει τη μείωση των αυξήσεων των μισθών τού προσωπικού της, πρόταση στην οποία δεν συγκατατέθηκε τόσο η ίδια όσο και ο σύλλογος των υπαλλήλων όπου αυτή ήταν εγγεγραμμένη. Οτι στις 3.4.2009, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η εναγομένη συνέταξε πρακτικό συμφωνίας με 16 υπαλλήλους της, στο οποίο προβλεπόταν ότι θα παραμείνουν αμετάβλητες οι αποδοχές των εργαζομένων της για τη χρονική περίοδο από 1.4.2009 μέχρι και 31.3.2010, χωρίς υποχρέωση της εναγομένης για χορήγηση αναδρομικών αυξήσεων για την ανωτέρω περίοδο, μετά το πέρας αυτής και με αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας του εκάστοτε διευθυντή της εναγομένης, για χορήγηση τυχόν αυξήσεων, από 1.4.2010. Οτι η ίδια ουδέποτε συμφώνησε στο ανωτέρω επαχθές για τις αποδοχές των υπαλλήλων τής εναγομένης μέτρο, γεγονός το οποίο οδήγησε την τελευταία στην επίδειξη εχθρικής και εκδικητικής συμπεριφοράς στο πρόσωπο της, η οποία εκδηλώθηκε με τις προσχηματικές και αναληθείς αιτιάσεις, τόσο στην από 25.5.2009 επιστολή του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης προς την ίδια, περί του ότι, δήθεν, δεν ήταν συνεπής ως προς την τήρηση του ωραρίου εργασίας της και ότι πραγματοποιούσε πολλά προσωπικά τηλεφωνήματα με αποτέλεσμα να μην απαντά σε κλήσεις πελατών, όσο και στην από 18.6.2009 όμοια επιστολή, όπου κατηγορούνταν, αναληθώς για απαράδεκτη και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά. Οτι, κατόπιν τούτων, η εναγομένη προέβη στις 18.6.2009 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία όμως είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθόσον υπαγορεύθηκε από λόγους εχθρότητας και εκδίκησης στο πρόσωπο της, επειδή αντιτάχθηκε στην ανωτέρω προτεινόμενη μισθολογική πολιτική της. Οτι, περαιτέρω, η από 18.6.2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της τυγχάνει καταχρηστική, καθόσον η εναγομένη, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, της επέβαλε την εσχάτη των ποινών, ήτοι την απόλυση της και χωρίς να καταφύγει σε ηπιότερα μέτρα, παραβλέποντας δε το γεγονός ότι υπήρξε, μέχρι τότε, άριστη υπάλληλος. Οτι λόγω των περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ετρώθη η προσωπικότητά της στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, καθώς οι αιτιάσεις που αναφέρονται στο έγγραφο της καταγγελίας αφενός είναι αναληθείς και ανυπόστατες, αφετέρου προκάλεσαν σε βάρος της ιδιαίτερα υποτιμητικά και δυσάρεστα σχόλια στον επαγγελματικό της χώρο, με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, μετά από νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της και τροπής μέρους αυτού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις της (άρθρα 223
παρ. 1 και 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ζητεί: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 18.6.2009 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της και να της καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές της στην ίδια θέση και με τα αυτά καθήκοντα, όπως και πριν την απόλυσή της, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα που αυτή θα αρνηθεί να την απασχολήσει, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.560,82 ευρώ για οφειλόμενες αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την άκυρη απόλυση της μέχρι και 30.4.2010 (ήτοι 11 μηνών, συμπεριλαμβανομένων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων 2009 και Πάσχα 2010), νομιμοτόκως και μέχρις εξοφλήσεως από τότε που κάθε επιμέρους αγωγική αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής της, και δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 250.000 ευρώ, νομιμοτόκως και μέχρις εξοφλήσεως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά της έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως φέρεται, καθ' ύλην και κατά τόπον, ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9 10, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2, 664 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 Κ.Πολ.Δ.) και είναι ορισμένη (άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ.) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5, 7 του ν. 3198/1955, 648, 655, 656, 669, 180, 281, 341, 345, 346, 349, 350, 281, 57, 59, 914, 932 Α.Κ., 176, 191 αρ. 2, 69, 70, 907, 908, 946 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. [...] Η εναγομένη εταιρεία με δήλωσή της στο ακροατήριο και με τις προτάσεις της αρνήθηκε αιτιολογημένα την ένδικη αγωγή και περαιτέρω προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας αναφορικά με την καταβολή σε αυτήν μισθών υπερημερίας για τον λόγο ότι η τελευταία παρέβαινε συστηματικώς τις συμβατικές της υποχρεώσεις με σκοπό να την εξαναγκάσει να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας της, προκειμένου να εισπράξει υψηλή αποζημίωση απόλυσης, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επίσης, προέβαλε την ένσταση εκπτώσεως από τους αιτούμενους από την ενάγουσα μισθούς υπερημερίας του ποσού των 6.480 ευρώ, που αυτή αποκόμισε από την εργασία της σε άλλον εργοδότη, και συγκεκριμένα στην εταιρεία με την επωνυμία «W.S.L.» (ένσταση εκπτώσεως των αλλαχού κερδηθέντων), η οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 656 εδ.
β' Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί, ακολούθως, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. [...] Αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη αεροπορική εταιρεία στις 1.1.1989, αρχικά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία από τις 23.1.1991 μετατράπηκε σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, διεπόμενη από τους όρους αμοιβής και εργασίας της σ.σ.ε. των Υπαλλήλων Αεροπορικών Εταιρειών, ως απλή υπάλληλος γραφείου κρατήσεων και έκδοσης εισιτηρίων, με αντικείμενο την εξυπηρέτηση μεμονωμένων επιβατών και γραφείων ταξιδιών για οργανωμένες εκδρομές, ενώ από την 1.7.2000 προήχθη στη θέση της υπεύθυνης εισιτηρίων και κρατήσεων. Εν συνεχεία και από τον Οκτώβριο του έτους 2008 της ανατέθηκαν από την εναγομένη τα καθήκοντα της εξυπηρέτησης μόνο των μεμονωμένων επιβατών, τόσο των προσερχόμενων στα γραφεία της εναγομένης όσο και εκείνων που καλούσαν μέσω τηλεφωνικής γραμμής. Η ενάγουσα προσέφερε τις ανωτέρω υπηρεσίες της στην εναγομένη μέχρι τις 18.6.2009, οπότε η τελευταία και κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας της, καταβάλλοντάς της παράλληλα τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως της, εκ ποσού 73.821,30 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, καθόσον από το έτος 2006 άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι τα γραφεία της εναγομένης στην Αθήνα παρουσίαζαν έντονο οικονομικό πρόβλημα, λόγω μείωσης του εύρους των πωλήσεων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων σε αυτά, άρχισαν από το έτος 2008 διαπραγματεύσεις μεταξύ του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης και του πλέον αντιπροσωπευτικού Σωματείου των εργαζομένων σε αυτήν «* Union», στο οποίο ανήκε και η ενάγουσα (μαζί με δέκα άλλους από τους συνολικά δεκαέξι υπαλλήλους της εναγομένης, πέντε από τους οποίους ανήκαν στον «Σύλλογο Εναέριων Μεταφορών»), που αφορούσαν τόσο την αλλαγή των μισθολογικών κλιμάκων, βάσει του οποίου αμείβονταν το προσωπικό της εναγομένης, όσο και τη διαμόρφωση της ετήσιας αύξησης του μισθού, η οποία βάσει σχετικής πρόβλεψης στην σ.σ.ε. των Ξένων Αεροπορικών Εταιρειών 2008-2009 είχε καθοριστεί στο ποσό των 22,72 ευρώ. Στις διαπραγματεύσεις αυτές παρουσιάζονταν οι προτάσεις από την πλευρά της εναγομένης και οι αντιπροτάσεις του ανωτέρω Σωματείου, προκειμένου να υπάρξουν οι λιγότερες δυνατές απώλειες για τους εργαζομένους, με την ενημέρωση πάντα από το Σωματείο όλων των εργαζομένων της εναγομένης. Τελικώς, υπεγράφη μεταξύ της εναγομένης, του πρωτοβάθμιου Σωματείου «* Union» και των δεκαέξι εργαζομένων της εναγομένης μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, το από 3.4.2009 πρακτικό συμφωνίας, στο προοίμιο του οποίου γινόταν δεκτό ότι υπάρχει από τα μέρη επίγνωση της οικονομικής κρίσης που έχει επηρεάσει την εναγομένη εταιρεία και ότι οι εργαζόμενοι της και το ανωτέρω Σωματείο, εν όψει της αντιμετώπισης της παραπάνω κρίσης, αναγνωρίζουν ότι
πρέπει να συνεργαστούν με αυτήν με βάση την καλή πίστη και να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια για να ξεπεραστούν τα υπάρχοντα προβλήματα. Βάσει δε του συμφωνητικού αυτού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υφιστάμενη κατάσταση, τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι, για την περίοδο ισχύος του, ήτοι από την 1.4.2009 έως και 31.3.2010, οι αποδοχές των συμβαλλομένων εργαζομένων της εναγομένης θα παραμείνουν αμετάβλητες και μόνο κατ' εξαίρεση θα καταβληθεί στους εργαζομένους το τυχόν οικογενειακό επίδομα ή/και πρόσθετο επίδομα τριετιών του οποίου θα καταστούν δικαιούχοι κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της σ.σ.ε. των Ξένων Αεροπορικών Εταιρειών, και ότι μετά το πέρας της περιόδου ισχύος του η εναγομένη δεν υποχρεούταν να χορηγήσει καμία αύξηση αναδρομικά (ήτοι για την περίοδο ισχύος αυτού). Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι αρνήθηκε και δεν συμφώνησε στην αναγκαιότητα της λήψης, για όλους τους εργαζομένους της εναγομένης της απόφασης να παραμείνουν αμετάβλητες για την ανωτέρω χρονική περίοδο οι μισθοί, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ αυτών και η ενάγουσα, συμφώνησαν κατά την υπογραφή του ότι η εναγομένη αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα εν όψει της οικονομικής κρίσης και των δυσκολιών του κλάδου των αεροπορικών μεταφορών. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέγραψε το ανωτέρω πρακτικό συμφωνίας, το οποίο άλλωστε και όριζε ρητά ότι δεν πρόκειται να ισχύσει και καθίσταται άκυρο, αν δεν υπογραφεί από το Σωματείο και όλους τους εργαζομένους της εναγομένης. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έλαβε την, με ημερομηνία 25.5.2009, επιστολή του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης στην Ελλάδα W.K.V., με την οποία της γίνονταν συστάσεις για μη προσήκουσα εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην ανωτέρω επιστολή, αργούσε συστηματικά να προσέλθει στην εργασία της στις 9 π.μ., χρησιμοποιούσε τις τηλεφωνικές γραμμές της εναγομένης για να πραγματοποιεί προσωπικές της κλήσεις και δη όχι αναγκαίες κατά την ώρα της εργασίας της, καθώς και (χρησιμοποιούσε) το Διαδίκτυο, όπου πραγματοποιούσε επισκέψεις σε ιστοσελίδες άσχετες με την εργασία της, όπως ιστοσελίδες για κοινωνική δικτύωση και ιστοσελίδες συνομιλίας για συναντήσεις ανθρώπων, γεγονός το οποίο, όπως αναφέρονταν στην επιστολή, έγινε αντιληπτό παρουσία του Γενικού Διευθυντή και του Διευθυντή Πωλήσεων της εναγομένης, στις 29.4.2009, οπότε και καταλήφθηκε από αυτούς να επισκέπτεται ιστοσελίδα στο Face- book, με την παράλληλη γνωστοποίηση στην επιστολή ότι εάν η ενάγουσα συνεχίσει την ίδια αντισυμβατική συμπεριφορά, η εναγομένη δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να προβεί στη λήξη της σύμβασης εργασίας της, χωρίς καμία περαιτέρω προειδοποίηση.
Σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής, η ενάγουσα απέστειλε στον ως άνω Γενικό Διευθυντή της εναγομένης, στις 4.6.2009, ηλεκτρονική επιστολή, στην οποία αρνούνταν τα όσα αυτός της καταλόγιζε, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ποτέ δεν υπήρξαν παράπονα από προηγούμενους Γενικούς Διευθυντές για την εργασία της, αλλά τουναντίον την συνέχαιραν για τον επαγγελματισμό της και ότι επιπρόσθετα καμία από τις πράξεις της δεν είναι διαφορετική από αυτές των συναδέλφων της, εντούτοις επιλεκτικά απειλείται η ίδια και προσβάλλεται βαθύτατα μετά από 20 χρόνια άψογης παροχής υπηρεσιών, καταλήγοντας στα εξής: «Σε περίπτωση που δεν λάβω μια γραπτή απολογία, εντός 10 ημερών από σήμερα, για την προσβλητική, ντροπιαστική, συκοφαντική και υπερβολική επιστολή σας, δεν μου μένει άλλη επιλογή από το να την εκλάβω ως μια πράξη εκδίκησης εναντίον της νόμιμης αντίδρασης μου στις πρόσφατες προθέσεις σας να παραβιάσετε το CLA στο όνομα της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης και επίσης εναντίον της έννομης προσπάθειας μου να προστατεύσω την απώλεια της εργασιακής μου ασφάλισης». Κατόπιν δε της ανωτέρω επιστολής τής ενάγουσας, η εναγομένη τής απέστειλε την από 18.6.2009 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωνε ότι, εκλαμβάνοντας τα αναφερόμενα στην ως άνω επιστολή της ως συνεχιζόμενη εκ μέρους της αντιεπαγγελματική συμπεριφορά που είναι επιζήμια για τα συμφέροντά της ως εταιρεία, θα προχωρήσει στη νόμιμη λήξη της σύμβασης εργασίας της, γεγονός το οποίο και έπραξε (η εναγομένη) στις 18.6.2009, ως ήδη προεκτέθηκε. Όπως δε αποδείχθηκε, η ενάγουσα από το έτος 2008 άρχισε να μην εκπληρώνει προσηκόντως τα εργασιακά της καθήκοντα, καθ' όσον αργούσε όντως να προσέλθει στην εργασία της, η οποία ξεκινούσε στις 9 π.μ., γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από τον εξετασθέντα ενόρκως στο ακροατήριο μάρτυρα της εναγομένης και Διευθυντή Πωλήσεων αυτής Π.Δ. και από τις μάρτυρες και συναδέλφους της ενάγουσας, Ε.Ν. και Π.Ζ., στις προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 7294/2010 και 7106/2010 αντίστοιχες ένορκες βεβαιώσεις τους, παρ' ότι ήδη από το έτος 2007 η εναγομένη είχε επιστήσει την προσοχή στους υπαλλήλους της να προσέρχονται άπαντες στην εργασία τους στις 9:00 π.μ. και να «κτυπούν» την κάρτα εργασίας τους. Σημειωτέον δε ότι όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη καταστάσεις προσέλευσης, η ενάγουσα, σε σχέση με τις συναδέλφους της Ε.Ν. και Τ.Ι., ήταν εκείνη που παρουσίαζε τη μεγαλύτερη συνολικά καθυστέρηση κατά την προσέλευση στην εργασία της. Περαιτέρω, η ενάγουσα κατά τις ώρες εργασίας της ελάμβανε συχνά προσωπικές κλήσεις συγγενών και φίλων της, τους οποίους εν συνεχεία καλούσε στα τηλέφωνα τους χρησιμοποιώντας τις τηλεφωνικές γραμμές της εναγομένης, γεγονός το οποίο δημιουργούσε πρόβλημα στην εξυπηρέτηση των πελατών της. Επίσης, παρ' ότι η εναγομένη είχε αποστείλει ήδη από τις 16.12.2008 γενικό ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο
απαγόρευε στο προσωπικό της να επισκέπτεται ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, ήτοι ιστοσελίδες με περιεχόμενο άσχετο με την εργασία του, η ενάγουσα, όπως καταθέτει στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση της η μάρτυρας της εναγομένης Ε.Ν., καθημερινά κατά τη διάρκεια της εργασίας της επισκέπτονταν την ανωτέρω ιστοσελίδα, προκειμένου να διαβάσει και να γράψει σχόλια, ενώ αρκετές φορές, όταν την καλούσαν πελάτες για να προβούν σε κράτηση εισιτηρίων, τους απαντούσε ότι το σύστημα κρατήσεων δεν λειτουργεί και τους ζητούσε να ξανακαλέσουν αργότερα, προκειμένου να έχει περισσότερο χρόνο για να ασχοληθεί με την περιήγηση στο Facebook. Μάλιστα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όντως κατελήφθη στις 29.4.2009 από τον Γενικό Διευθυντή της εναγομένης και τον Διευθυντή Πωλήσεων αυτής και εξετασθέντα στο ακροατήριο ως άνω μάρτυρα της, κατά την ώρα της εργασίας της, να έχει επισκεφθεί την παραπάνω ιστοσελίδα κοινωνικής διαδικτύωσης, γεγονός το οποίο αναφέρεται στην ως άνω από 25.5.2009 επιστολή της εναγομένης προς την ενάγουσα. Με βάση, επομένως όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως ήδη προεκτέθηκε, η ενάγουσα συμφώνησε στην υπογραφή του από 3.4.2009 πρακτικού συμφωνίας, χωρίς να αποδειχθεί ότι επέδειξε κάποια ιδιαίτερη και εκτεταμένη αντίδραση σε σχέση με τους λοιπούς εργαζομένους συναδέλφους της ως προς το πάγωμα των αυξήσεων των αποδοχών του προσωπικού της εναγομένης, που συμφωνήθηκε με το ανωτέρω πρακτικό, η από 18.6.2009 έγγραφη καταγγελία τής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας δεν έλαβε χώρα καταχρηστικά, και δη για τους επικαλούμενους με την ένδικη αγωγή της λόγους εχθρότητας και εκδίκησης της εναγομένης στο πρόσωπο της, για την άσκηση νομίμων εργασιακών της δικαιωμάτων, αλλά, αντιθέτως, έλαβε χώρα νομίμως και στα πλαίσια του καλώς νοούμενου συμφέροντος της εναγομένης εργοδότριας της, καθ' όσον το πραγματικό κίνητρο της τελευταίας ήταν η πλημμελής και μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας, η οποία και δημιουργούσε προβλήματα στην ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας της και στις ανάγκες της επιχείρησης της εναγομένης και επέφερε, ακολούθως, κλονισμό της εμπιστοσύνης της εναγομένης στο πρόσωπο της. Για το γεγονός δε ότι η ενάγουσα προσπάθησε να αποδώσει την αιτία της απόλυσης της από την εναγομένη στην ισχυριζόμενη αλλά μη αποδειχθείσα εναντίωσή της στο ανωτέρω πρακτικό (το οποίο άλλωστε συμφωνήθηκε κατόπιν προηγηθεισών διαπραγματεύσεων) και όχι στην πραγματική αιτία, που ήταν η αποδειχθείσα ως άνω πλημμελής άσκηση των εργασιακών της καθηκόντων, έχει βαρύνουσα σημασία το ότι η ίδια, στις 4.6.2009, ημερομηνία κατά την οποία απέστειλε την ως άνω ηλεκτρονική της επιστολή στον Γενικό Διευθυντή της εναγομένης (στην οποία και ανέφερε ότι θεωρούσε την προηγηθείσα επιστολή που έλαβε από
αυτόν ως πράξη εκδίκησης εναντίον της νόμιμης αντίδρασης της στο πάγωμα των αυξήσεων των αποδοχών του προσωπικού της εναγομένης), διεγράφη από τη δύναμη του Σωματείου «* Union», στο οποίο μέχρι τότε ανήκε και εγγράφηκε στον «Σύλλογο Εναέριων Μεταφορών», κάτι το οποίο όμως, εάν όντως είχε αντιδράσει στην ανωτέρω συμφωνία που επιτεύχθηκε με το ανωτέρω Σωματείο, θα είχε πράξει ήδη από τις 3.4.2009 (ημερομηνία υπογραφής του σχετικού πρακτικού) και όχι μετά τη λήψη της σχετικής επιστολής, όπου της γίνονταν συστάσεις για την εργασιακή της συμπεριφορά. Εξάλλου, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της λόγω αντίθεσης αυτής (καταγγελίας) στην αρχή της αναλογικότητας, εν όψει της άριστης διαγωγής της από την πρόσληψη της, καθόσον, εν όψει και του περιεχομένου των ανωτέρω επιστολών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αποδείχθηκε ότι εξέλιπε, από υπαιτιότητα της ενάγουσας, το απαιτούμενο πνεύμα συνεργασίας, ώστε να μην μπορούσε να αξιωθεί από την εναγομένη, υπό τις ανωτέρω συνθήκες έλλειψης αγαστής συνεργασίας, να συνεχίσει να απασχολεί την ενάγουσα. Ενώ, επίσης, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθ' όσον δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία από την εναγόμενη-εργοδότριά της, διότι, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, με την πειθαρχική διαδικασία επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί σε σχέση με την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσεως επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, εν προκειμένω δε, όπως προεκτέθηκε, εξέλιπε οποιοδήποτε πνεύμα συνεργασίας, μεταξύ των διαδίκων, ώστε να μπορεί με την επιβολή πειθαρχικού μέτρου (το οποίο άλλωστε δεν εξειδικεύει η ενάγουσα στην υπό κρίσιν αγωγή της), να συνεχιστεί η μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Κατ' ακολουθίαν, επομένως των ανωτέρω, καθ' όσον δεν αποδείχθηκε ότι η από 18.6.2009 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος της εναγομένης, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε η ύπαρξη σπουδαίου λόγου στο πρόσωπο της τελευταίας για την ανωτέρω καταγγελία, τυγχάνει απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η ένδικη αγωγή στο σύνολο της (ήτοι τόσο αναφορικά με τα αιτήματα της που συνδέονται με την αναγνώριση της ακυρότητας της από 18.6.2009 καταγγελίας όσο και με το αίτημα της περί επιδίκασης στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητας της). Τέλος, τα δικαστικά
έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας τής τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.