Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ 983/2009 - Άκυρη η απόλυση εργαζομένου όταν γίνεται για λόγους εκδίκησης

Αριθμός 983/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο και Σαράντη Δρινέα, Αρεοπαγίτες.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[...]
Επειδή κατά τις διατάξεις των άρθρ. 57 και 59 του ΑΚ, αν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέσθηκε υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της προσωπικής και επαγγελματικής υπόληψης και αξίας), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον τελευταίο, εκτός από την αποζημίωση απολύσεως και χρηματική ικανοποίηση (άρθρ. 932 του ΑΚ). Η χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να καταβληθεί στον εργαζόμενο λόγω της ηθική βλάβης που υπέστη στην προσωπικότητά του από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη συνίσταται στην πληρωμή ενός ορισμένου χρηματικού ποσού, που καθορίζεται από το δικαστήριο κατ' εύλογη κρίση, ύστερα από εκτίμηση των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας, του είδους, του τόπου, του χρόνου και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας, του επαγγέλματος, της περιουσιακής καταστάσεως και των συνθηκών ζωής των διαδίκων μερών (ΑΠ 1730/2002, 542/1999). Εξάλλου, κατά το άρθρ. 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της αποφάσεως τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διατάξεως, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλειπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, διότι στην κρίση τους αυτή προβαίνει το δικαστήριο ανέλεγκτα, κατά το άρθρ. 561§1 του Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για τον λόγο αυτό καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου δυνάμει της οποίας ο αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα εταιρεία την 1-4-1994 ως ανειδίκευτος εργάτης στην επιχείρηση παραγωγής αφρώδους πλαστικού πολυουρεθάνης (αφρολέξ), που διατηρεί η τελευταία στο .... Μέχρι τον Μάρτιο του 2001 ο αναιρεσίβλητος απασχολείτο ως ελαιοχρωματιστής αλλά και ως εργάτης στην παραγωγή του αφρολέξ, πολλές φορές δε και ως χειριστής πριονοκορδέλας για την κοπή των κομματιών που προορίζονταν για τον μύλο. Από τον Μάρτιο του 2001 έως τον Μάϊο του 2003 απασχολήθηκε ως ελαιοχρωματιστής και χειριστής μύλου, καθώς και ως εργάτης στην παραγωγή αφρολέξ , ενώ από τον Ιούνιο του 2003 απασχολήθηκε ως χειριστής μύλου και στην παραγωγή αφρολέξ. Μέχρι τον Ιούλιο του 2005 οι σχέσεις του με τα αρμόδια όργανα της εταιρείας και ιδίως με τον νομικό εκπρόσωπο αυτής ..., ήταν καλές. Έκτοτε όμως, η εμμονή του αναιρεσιβλήτου να επιδιώξει την ένταξή του στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσείουσας και ειδικότερα του νόμιμου εκπροσώπου της, οι οποίοι μετέβαλαν στάση απέναντί του, αναφερόμενοι με αρνητικά σχόλια για το πρόσωπο του και την παραγωγικότητά του. Στα πλαίσια αυτής της τακτικής ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρείας του αφαίρεσε τα καθήκοντα του χειριστή μύλου που ασκούσε μέχρι τότε και τον απασχολούσε στη θέση του βοηθού χειριστή πριονοκορδέλας, δηλαδή σε εργασία αν όχι υποδεέστερη, τουλάχιστον πιο κοπιαστική από εκείνη του χειριστή μύλου. Περαιτέρω, συνεχίζει το Εφετείο, δεν αποδείχθηκε ότι η αλλαγή αυτή της εργασίας του αναιρεσιβλήτου οφείλεται στη "δικαιολογημένη αγανάκτηση" του νόμιμου εκπροσώπου της, λόγω δήθεν απρεπούς και υβριστικής συμπεριφοράς του εργαζομένου και των προβλημάτων που δημιουργούσε την επιχείρηση. Αντίθετα, ο τελευταίος εξακολουθούσε να εργάζεται κανονικά μέχρι την 18-10-2005, που ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας από εκδικητικότητα και εχθρική διάθεση προς τον αναιρεσίβλητο, οφειλομένη αποκλειστικά αφενός μεν στην επιδίωξη του τελευταίου να υπαχθεί στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ασκώντας προς τούτο όλα τα ένδικα βοηθήματα που του παρείχε ο νόμος και αφετέρου στο ότι την προηγουμένη της καταγγελίας ο αναιρεσίβλητος έδωσε ένορκη κατάθεση υπέρ του συναδέλφου του ..., ο οποίος είχε ασκήσει αγωγή κατά της εταιρείας προβάλλοντας αξιώσεις από εργατικό ατύχημα. Κατόπιν αυτών, κατέληξε το Εφετείο, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου, που έγινε από έχθρα και εκδικητικότητα της αναιρεσείουσας προς το πρόσωπό του, είναι καταχρηστική και με τις προδιαληφθείσες ενέργειές της η εταιρεία προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητά του, αφού εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του και ότι λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ηθικής βλάβης, το είδος και το μέγεθος του πταίσματος της αναιρεσείουσας, καθώς και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, από τους οποίους ο αναιρεσίβλητος είναι ηλικίας 63 ετών, ευρισκόμενος πλησίον της συνταξιοδότησής του, από τον μισθό δε της εργασίας του συντηρεί την τετραμελή οικογένειά του, ενώ η εργοδότρια εταιρεία είναι μια εύρωστη επιχείρηση με σημαντικό αριθμό εργαζομένων και σημαντικά κέρδη, η επιδικαστέα χρηματική ικανοποίηση ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο περιέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο περιστατικό ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες συντελέσθηκε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου και τις οποίες αναλυτικά αναφέρει, συνιστούν μείωση της κοινωνικής και επαγγελματικής του υπόστασης και δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας να εκτίθενται περαιτέρω περιστατικά αποδεικτικά της μείωσης της επαγγελματικής και κοινωνικής του υπόστασης. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., δεν είναι βάσιμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου