Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

ΕιρΕλευσ 5/2009 - Μηνιαίο Επίδομα Ειδικής Απασχόλησης 200 Ευρώ σε Ειδικευόμενους Γιατρούς


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 5/2009
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χριστοφίλη Ασημάκου και τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Νέου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5-2-2009 [...]
Σκέφτηκε κατά το Νόμο.
Με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου, καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, που δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη επιβάλλοντας του, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις, καταστάσεις ή κατηγορίες προσώπων να μη νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα Δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους. Αν με διάταξη νόμου γίνει δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση υπέρ ορισμένης κατηγορίας προσώπων και εξαιρεθεί από την ειδική αυτή ρύθμιση κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευμενούς μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση και τούτο διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1,26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, με τα οποία θεσπίζεται η διάκριση των εξουσιών, δημιουργούμενη ανισότητα.
Όλα αυτά ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου, παροχές για τις οποίες το άρθρο 80 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει ότι δεν εγγράφονται στον Προϋπολογισμό του Κράτους ούτε χορηγούνται χωρίς οργανικό ή άλλο νόμο, διότι και τότε εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας που προστατεύει θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα των Ελλήνων, χωρίς να παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεσπίζεται με τα άρθρα 1, 26, 73 και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα Δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ.2, 93 παρ.4 και 120 παρ.2 του Συντάγματος να ασκήσουν έλεγχο του έργου της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη της την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Επίσης με το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ. 537/74 και σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει δε αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας .Στην κατά τα ανωτέρω έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ' όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ολ ΑΠ 40/1998 Αρμ. 1999 τόμος 40 σελ. 46).
Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1γ του Ν. 3205/2003 «Μισθολόγιο λειτουργών υπαλλήλων Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κλπ» «στις διατάξεις του Α Μέρους του νόμου αυτού υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι των ΟΤΑ και λοιπών νομικών προσώπων». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις του Α' Μέρους του νόμου αυτού κατηγορίες υπαλλήλων που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν 2470/1997, ενώ ακόμη σύμφωνα με ΚΥΑ 2026439 /3480/0022/30.5 - 6.6-1997 (ΦΕΚ Β462) οι διατάξεις του Ν.2470/1997 επεκτάθηκαν στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Περαιτέρω με το άρθρο 6 του Π.Δ/τος 95/2000(ΦΕΚ Α76) ορίστηκε η βασική διάρθρωση των Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, το οποίο με το άρθρο 49 του Ν. 3370/2005 συνιστάται σε Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και οι οποίες υπηρεσίες διακρίνονται σε Κεντρική Υπηρεσία και σε αποκεντρωμένες Υπηρεσίες. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 3 αριθμ. 1 του Ν 3527/2007 που αντικατέστησε την παρ.1 του άρθρου 1 του Ν 3329/2005 «Η επικράτεια διαιρείται σε επτά Υγειονομικές Περιφέρειες »Κατά δε την παραγρ. 1 του άρθρου 7 του Ν 3329/2005 ορίζεται ότι «τα Νοσοκομεία του ΕΣΥ που είχαν μετατραπεί σε αποκεντρωμένες μονάδες των Πε. ΣΥΠ με τη διάταξη της παρ 4 του αρθρ 1 του Ν 2889/2001, μετατρέποντας σε ΝΠΔΔ, τα οποία υπόκεινται στον έλεγχο και την εποπτεία του Διοικητή της αντίστοιχης Υγειονομικής Περιφέρειας, διέπονται δε από τις διατάξεις του παρόντος νόμου...» Στη συνέχεια με το άρθρο 35 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι «1. Στο προσωπικό που υπηρετεί στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθώς και τους αποσπασμένους σε αυτή και στο μετακλητό προσωπικό, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης που ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 και εφεξής.
2. Το επίδομα αυτό δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και κοινωνικής Αλληλεγγύης το επίδομα αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται». Στη συνέχεια με την υπ'αριθμ. 2/52281/0022/27-8-2007 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αποφασίστηκε η αναπροσαρμογή του ως άνω επιδόματος ως ακολούθως: «Αναπροσαρμόζουμε το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης που χορηγείται στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και στους αποσπασμένους σε αυτήν και στο μετακλητό προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 3329/2005 από το ποσό των 200 ευρώ στο ποσό των 300 ευρώ. Η απόφαση αυτή ισχύει από 1-9-2007 και εφεξής. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3329/2005.» Στη συνέχεια με το άρθρο 13 παρ.1 του Ν. 3627/2007 ορίζεται ότι « Δικαιούχοι του επιδόματος ειδικής απασχόλησης του άρθρου 35 του Ν 3329/2005, όπως αυτό ισχύει είναι και όσοι υπηρετούν στις Κεντρικές Υπηρεσίες των Υγειονομικών Περιφερειών».
Επειδή περαιτέρω, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» ( Φ 247 Α'), ορίζει τα εξής: Αρθρο 86: « 1.. ..2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή έννοια και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. 3............» ’ρθρο 90: «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2............3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ'αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της». Αρθρο 91: « Επιφυλασσομένης κάθε ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής.....» Αρθρο 93: « Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον: α) .......γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους................». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές θεσπίζεται σε βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερούμενων αποδοχών ή άλλων απολαβών ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων του δημοσίου, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας και για το λόγο αυτό δεν είναι εφαρμοστέα. Επομένως, ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω χρηματικών αξιώσεων είναι αυτός της πενταετίας, όπως ισχύει, κατά την παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 κατ' αρχήν, για όλες τις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου αλλά και για τις αξιώσεις του Δημοσίου έναντι τρίτων, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 86 του ίδιου νόμου (ΣΤΕ 3428/2006, ΔΕφ. Θεσ. 850/2008 ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται ότι το εναγόμενο υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 3329/2005 « Εθνικό Σύστημα Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης », υπαγόμενο στον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας, και ότι οι ενάγοντες απασχολούνται ή απασχολούνταν σε αυτό ως ειδικευόμενοι ιατροί, σε διάφορες ειδικότητες, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην αγωγή, υπαγόμενοι όλοι μισθολογικά όπως οι μόνιμοι υπάλληλοι αυτού στο καθεστώς του Ν. 3205/2003 « Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου ΝΠΔΔ κλπ ». Ότι το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης, ποσού 200,00 ευρώ, που προβλέπεται από το άρθρο 35 του Ν 3329/2005 για το προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθώς και στους αποσπασμένους σε αυτή και το μετακλητό προσωπικό, χορηγήθηκε κατά τρόπο ενιαίο σε όλες τις κατηγορίες μονίμων υπαλλήλων και υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του αυτού Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αδιακρίτως συνθηκών εργασίας, ειδικών προϋποθέσεων, είδους και εύρους παρεχομένης εργασίας, όχι όμως και στους ίδιους, στους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αυτού, πράγμα που συνιστά παράβαση της αρχής της ισότητας σε συνδυασμό με την αρχή της ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία (άρθρ. 22 παρ.1 περ. β. του συντάγματος). Ότι με την υπ' αριθμ. 2/52281/0222/17-8-2007 ΥΑ Υπ. Οικ. και Υπ. Υγείας & Κοιν. Αλλ. το επίδομα αυτό αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 300,00 ευρώ από 1-9-2007 και εφεξής. Ζητούν δε προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας να αναγνωριστεί ότι δικαιούνται το ανωτέρω επίδομα αναδρομικώς για το χρονικό διάστημα από της προσλήψεως ενός εκάστου έως τις 30-11-2008, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στην 1η το ποσό των 10.100 ευρώ, στον 2° το ποσό των 10.000 ευρώ, στον 3° το ποσό των 10.900 ευρώ , στην 4η το ποσό των 10.700 ευρώ, στον 5° το ποσό των 9.500 ευρώ, στην 6η το ποσό των 6.800 ευρώ, στον 7° το ποσό των 8.100 ευρώ, στον 8° το ποσό των 7.900 ευρώ, στον 9° το ποσό των 6.700 ευρώ, στον 10° το ποσό των 6.300 ευρώ, στην 11η το ποσό των 6.100 ευρώ, στην 12η το ποσό των 4.900 ευρώ, στον 13° το ποσό των 4.700 ευρώ, στον 14° το ποσό των 4.500 ευρώ και για κάθε ένα από τους 15η έως και 23° το ποσό των 3.900 ευρώ, για καθένα από τους 24°, 25° και 26° το ποσό των 3600 ευρώ και για τον 27° το ποσό των 3.300 ευρώ, για καθένα από τους 28° έως και 31° το ποσό των 3.000 ευρώ, για 32° το ποσό των 2.700 ευρώ για 33° το ποσό των 2.400 ευρώ, για καθένα από τις 34η ,35η και 36η το ποσό των 2.100 ευρώ, για καθένα από τους 39° και 40° το ποσό των 1.500 ευρώ, για καθένα από τους 41° και 42° το ποσό των 1.200 ευρώ, για 43° το ποσό των 900 ευρώ, για 44° το ποσό των 3900 ευρώ, για 45° το ποσό των 2.400 ευρώ για το χρονικό διάστημα από της προσλήψεως ενός εκάστου μέχρι 30-1 1-2008 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Η αγωγή αυτή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 7, 9,10, 14 παρ.1, 25 παρ.2, 663 και 664 ΚΠολΔ), το οποίο έχει τη σχετική προς τούτο δικαιοδοσία (ΟλΑΠ 7/2001 Ελ Δνη 42, 381), μη απαιτουμένης εν προκειμένω της καταβολής δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 του Εισ Ν ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 17 του Ν. 2479/1997, για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ.ΚΠολΔ, είναι δε και νόμιμη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις και με τη διάταξη του άρθρου 22 του Συντάγματος, με τη ρήτρα 4 της οδηγίας 1 990/70 ΕΚ, που προσαρμόστηκε στην Ελληνική Νομοθεσία για τους συμβασιούχους του Δημόσιου τομέα και με αυτές των άρθρων 648 επ, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν.Δ/τος 496/1974, που ορίζει ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής ΝΠΔΔ ορίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω ως αντικείμενος στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 α και β, 14 παρ 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους τους, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣΤΕ 3651/2002 Δ Πρ. Καλ. 38/2004 ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια η κρινόμενη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την άλλη πλευρά το εναγόμενο, αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων, προτείνει την ένσταση της παραγραφής των άρθρων 48παρ.3 και 49 ΝΔ.496/74 και υποστηρίζει ότι ούτε ο τρόπος της αμοιβής τους με το ειδικό μισθολόγιο των γιατρών του ΕΣΥ, ούτε το γεγονός ότι είναι υπάλληλοι του εναγομένου τους καθιστά δικαιούχους του ενδίκου επιδόματος. Οι ενστάσεις αυτές πρέπει να ελεγχθούν ως προς την νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες υπηρετούν ως υπάλληλοι του εναγομένου, που διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ/τος 2592/1953, όπως ισχύουν σήμερα, το άρθρο 6 του Ν. 2889/2001 και τις διατάξεις του ΕΣΥ (Ν.3 106/2003 και Ν 3329/2005) και απασχολούνται σε αυτό δυνάμει συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ειδικευόμενοι γιατροί ως ακολούθως: η 1η τούτων Κ. Ε. από την 25/1 1/03 έως την 31/12/08 με την ειδικότητα της αναισθησιολογίας, ο 2ος Κ. Δ. από την 30/6/04 έως την 12/7/08 με την ειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής, ο 3ος Μ. Ι. από 2/8/2004 έως 16/10/2008 με την ειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής η 4η Α. Κ. από 11/2005 έως 8/2010 με την ειδικότητα παιδιατρικής, ο 5ος Τ. Γ. από 20/9/2005 έως 20/9/2010 με την ειδικότητα της ορθοπαιδικής, η 6η Π. Π. από 15/2/2006 έως 7/7/2008 με την ειδικότητα μαιευτικής-γυναικολογίας ο 7ος Α. Κ. από 7/3/2006 έως 7/3/2010 με την ειδικότητα της ωτορινολαρυγγολογίας, ο 8ος Ρ. Δ. από 3/4/2006 έως 3/4/2010 με την ειδικότητα της ωτορινολαρυγγολογίας ο 9ος Κ. Μ. από 21/9/2006 έως 21/9/2010 με την ειδικότητα πλαστικής χειρουργικής, ο 10ος Τ. Δ. από 21/11/2006 έως 21/11/2010 με την ειδικότητα της ωτορινολαρυγγολογίας η 11η Κ. Α. από 15/1/2007 έως 17/1/2011 με την ειδικότητα της γενικής ιατρικής, η 12η Τ. Μ. από 12/7/2007 έως 12/1/2012 με την ειδικότητα της πνευμονολογίας, ο 13ος Ζ. Α. από 25/7/2007 έως 25/7/2009 με την ειδικότητα της μαιευτικής -γυναικολογίας ο 14ος Η. Κ. από 27/8/2007 έως 27/2/2012 με την ειδικότητα της νευροχειρουργικής, η 15η Δ. Α. από 17/10/2007 έως 17/1/2009 με την ειδικότητα της ψυχιατρικής, ο 16ος Α. Π. από 24/1/2007 έως 24/4/2013 με την ειδικότητα χειρουργικής, η 17η Σ. Π. από 31/10/2007 έως 30/4/2011 με την ειδικότητα Ακτινοδιαγνωστικής, ο 18ος Κ. Χ. από 2/11/2007 έως 2/5/2010 με την ειδικότητα της καρδιολογίας, η 19η Ζ. Χ.-Γ. από 5/11/2007 έως 5/8/2009 με την ειδικότητα της παιδιατρικής, η 20η Μ. Κ. από 5/11/2007 έως 5/8/2009 με την ειδικότητα της ακτινοδιαγνωστικής, ο 21ος Π. Κ. από 7/11/2007 έως 7/11/2011 με την ειδικότητα της καρδιολογίας, η 22η Λ. Α. από 8/11/2007 έως 8/8/2012 με την ειδικότητα της αναισθησιολογίας, ο 23ος Π. Ν. από 8/11/2007 έως 8/8/2012 με την ειδικότητα της ακτινοδιαγνωστικής, ο 24ος Μ. Γ. από 10/11/2007 έως 17/11/2010 με την ειδικότητα της καρδιολογίας, ο 25ος Κ. Ι. από 3/12/2007 έως 3/9/2011 με την ειδικότητα της παιδιατρικής ο 26ος Φ.-Χ. Χ. από 14/12/2007 έως 14/6/2010 με την ειδικότητα της χειρουργικής, ο 27ος Χ. Α. από 4/1/2008 έως 4/7/2012 με την ειδικότητα της πνευμονολογίας , η 28η Π. Β. από 18/1/2008 έως 3/11/2011 με την ειδικότητα της οφθαλμολογίας, ο 29ος Κ. Κ. από 30/1/2008 έως 30/4/2010 με την ειδικότητα της ιατρικής-βιοπαθολογίας, ο 35ος Π. Ε. από 4/2/2008 έως 4/2/2013 με την ειδικότητα της ορθοπαιδικής, ο 31ος Α. Γ. από 6/2/2008 έως 6/5/2009με την ειδικότητα της ψυχιατρικής, ο 32οςΟικονομίδης Βασίλειος από 15/2/2008 έως 14/8/2012 με την ειδικότητα της νευροχειρουργικής, η 33η Έ. Ό. από 31/3/2008 έως 30/9/2009 με την ειδικότητα της παθολογίας, η 34η Σ. Μ. από 24/4/2008 έως 3/2/2009 με την ειδικότητα της ψυχιατρικής, η 35η Κ. Ε. από 2/5/2008 έως 1/12/2008 με την ειδικότητα της ψυχιατρικής, η 36η Μ. Α. από 8/5/2008 έως 8/5/2009 με την ειδικότητα της νευρολογίας, η 37η Κ. Α. Μ. από 23/5/2008 έως 23/11/2012 με την ειδικότητα της Παθολογίας, η 38η Κ. Ε. από 7/7/2008 έως 7/7/2010 με την ειδικότητα της μαιευτικής-γυναικολογίας, ο 39ος Τ. Γ. από 10/7/2008 έως 10/7/2011 με την ειδικότητα της ουρολογίας, ο 40ος Γ. Ι. από 10/7/2008 έως 10/1/2010 με την ειδικότητα της ουρολογίας, ο 41ος Χ. Ι. από 13/8/2008 έως 13/3/2009 με την ειδικότητα της χειρουργικής, ο 42ος Κ. Β. από 14/8/2008 έως 4/5/2012 με την ειδικότητα της παιδιατρικής, ο 43ος Κ. Ι. από 18/8/2008 έως 18/8/2013 με την ειδικότητα της παθολογίας, ο 44ος Τ. Δ. από 19/10/2007 έως 19/10/2009 με την ειδικότητα της παθολογογικής-ανατομικής, ο 45ος Κ. Λ. από 6/6/2005 έως 6/6/2006 με την ειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής, σύμφωνα με τις από 3/3/2009 υπηρεσιακές βεβαιώσεις του Διοικητικού Διευθυντή του εναγομένου και έτσι όλοι διέπονται από τις διατάξεις του Ν.3329/2005. Στη συνέχεια με το άρθρο 35 του ίδιου Νόμου 3329/2005 χορηγήθηκε στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθώς και στους αποσπασμένους σε αυτή και στο μετακλητό προσωπικό μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης ποσού 200,00 ευρώ, το οποίο με την υπ' αριθμ. 2/52281/0022/27-8-2007 κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Υγείας και κοινωνικής Αλληλεγγύης αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 300,00 ευρώ από 1-9-2007 και εφεξής και το οποίο με το άρθρο 13 παρ.1 Ν 3627/2007 ορίστηκε ότι δικαιούχοι αυτού (άρθρου 35 Ν. 3329/2005) όπως αυτό ισχύει είναι και όσοι υπηρετούν στις κεντρικές Υπηρεσίες των Υγειονομικών Περιφερειών.
Με την προαναφερόμενη διάταξη, όπως συνάγεται ευθέως από το περιεχόμενο της, θεσπίστηκε νέα παροχή επιδοματικού χαρακτήρα, η οποία χορηγήθηκε κατ' αρχήν στο σύνολο αδιακρίτως του προσωπικού που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (τακτικό προσωπικό και μετακλητοί υπάλληλοι) και στους αποσπασμένους σε αυτή και κατόπιν κατά τον ίδιο τρόπο σε όσους υπηρετούν στις κεντρικές υπηρεσίες των Υγειονομικών Υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας που τους συνέδεε με το Δημόσιο, την ειδικότητα και τον κλάδο απασχόλησης, αποβλέπουσα, κατά συνέπεια ουσιαστικά στην αύξηση του εισοδήματος του συγκεκριμένου προσωπικού χωρίς τούτο να υπαγορεύεται και να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος. Τούτο διότι, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μόνο το προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου και δη το σύνολο αυτού αδιακρίτως αντιμετώπισε αυξημένο φόρτο εργασίας και αυξημένες ευθύνες μετά τις αλλαγές στο ΕΣΥ με την κατάργηση των Π.ε.Σ.Υ.Π. τη Δημιουργία των ΔΥ.ΠΕ και την αναμόρφωση των νοσοκομείων σε Ν.Π.Δ.Δ, λόγοι που, κατά την εισηγητική έκθεση του Ν. 3329/2005 αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για τη χορήγηση από αυτόν της παραπάνω νέας παροχής στο εν λόγω προσωπικό και μόνο, παρότι κατά τα κοινώς γνωστά, οι ως άνω επιχειρούμενες αλλαγές στο χώρο της Υγείας επηρέασαν κυρίως το προσωπικό των νοσοκομείων και των μονάδων κοινωνικής φροντίδας και δη το ιατρικό προσωπικό, το οποίο βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των παρεχομένων υπηρεσιών Υγείας κάτω από ιδιαίτερες εργασιακές συνθήκες, τόσο από τη φύση της απασχολήσεως τους (επαφή με ασθενείς, ωράριο εργασίας) όσο και εργασιακού περιβάλλοντος (έκθεση σε μικρόβια, φάρμακα, ακτινοβολία κλπ) ώστε συμπερασματικά αυτές οι συνθήκες εργασίας είναι τουλάχιστον ταυτόσημες και ανάλογες αν όχι επαχθέστερες με εκείνες των συναδέλφων τους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 35 του Ν. 3329/2005, το επίδομα ειδικής απασχόλησης καταβάλλεται ως κίνητρο για την αύξηση της παραγωγικότητας των παραπάνω εργαζομένων, ενόψη του φόρτου εργασίας και των αυξημένων ευθυνών, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση, διότι λόγω της νομικής, λειτουργικής και περιουσιακής ανεξαρτητοποίησης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν πλέον ως ΝΠΔΔ, επήλθε σημαντική αύξηση στην αρμοδιότητα και στα καθήκοντα των διοικητικών και οικονομικών υπαλλήλων των νοσοκομείων και των μονάδων κοινωνικής φροντίδας (Ειρ. Ιωαν. 132/2007 ΝΟΜΟΣ) και κατά συνέπεια εξίσου σημαντική αύξηση του χρόνου εργασίας και των καθηκόντων του ιατρικού προσωπικού αυτών και αυτό συνεπικουρείται από το γεγονός της καθιέρωσης ιδιαίτερου μισθολογικού καθεστώτος για τους γιατρούς του ΕΣΥ με την ρύθμιση του Β μέρους του Γ Κεφαλαίου του Ν 3205/2003 και όχι το αντίθετο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εναγόμενο.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω και τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ερμηνεύτηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και δεδομένου ότι ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας αποτελεί η μισθολογική ισότητα δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου που δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω ρύθμιση επιδοματικού χαρακτήρα που εισήγαγε το άρθρο 35 του Ν 3329/2005 καθιερώνει δυσμενή μεταχείριση, ανεπίτρεπτη μισθολογική διάκριση και αντισυνταγματική ρύθμιση σε βάρος του ιατρικού προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ, όπως το εναγόμενο. Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη ότι συνέτρεχαν και για τους ενάγοντες οι ίδιοι λόγοι για τη χορήγηση και σε αυτούς του επιδόματος ειδικής απασχόλησης, όπως αναπροσαρμόστηκε, σύμφωνα με τα ανωτέρω και αφού απορριφθούν ως αβάσιμα όλα όσα ισχυρίζεται το εναγόμενο, το Δικαστήριο κρίνει ότι για να αποκατασταθεί η συνταγματική αρχή της ισότητας το επίδομα αυτό πρέπει να χορηγηθεί και στους ενάγοντες. Έτσι αυτοί δικαιούνται να λάβουν το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης και μάλιστα αναδρομικά από την 1-1-2005 μέχρι 31-8-2007 200 ευρώ το μήνα και από 1-9-2007 μέχρι 30-11-2008 300 ευρώ το μήνα και αναλυτικά ο καθένας από αυτούς τα ακόλουθα ποσά: [...]
Κατά συνέπεια η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία, να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες δικαιούνται το ανωτέρω επίδομα από της προσλήψεως ενός εκάστου έως 30-11-2008 και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα ποσά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής τους. Πρέπει τέλος να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω του ότι η ερμηνεία του κανόνος δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν δυσχερής (άρθ. 179 ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται την αγωγή εν μέρει
Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες δικαιούνται το μηνιαίο επίδομα ειδικής απασχόλησης καθένας από της προσλήψεως του έως 30-11-2008 Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες τα παρακάτω ποσά ως εξής:[...] Και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στις 3-4-2009, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων αυτών.
Σχετικές Αποφάσεις: ΕιρΙωαν 132/2007 και 133/2007, contra ΔιοικΠρΑθ 7010/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου