Αριθμός 10/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη 765/6-6-2006 αίτηση αναιρέσεως, ο πρώτος κατά σειρά λόγος της οποίας παραπέμφθηκε με την 1/2008 απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου στην Τακτική αυτού Ολομέλεια και οι λοιποί απορρίφθηκαν, προσβάλλεται η 8388/14-12-2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561§ 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.
Ειδικότερα, με την 52383/1248/15-4-2002 αγωγή εφέροντο προς διάγνωση αξιώσεις του δι'αυτού ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης από (α) διαφορές αποδοχών, (β) υπερεργασία/ιδιόρρυθμη υπερωρία, (γ) παράνομη υπερωριακή εργασία, (δ) απλή νυκτερινή εργασία, (ε) κατά Κυριακές εργασία, (στ) κατά Κυριακές παράνομη υπερωριακή εργασία, (ζ) κατά Κυριακές νυκτερινή εργασία, (η) απασχόλησή του κατά τις ημέρες των αργιών, (θ) παράνομη υπερωριακή εργασία κατά τις ημέρες των αργιών και (ι) νυκτερινή εργασία κατά τις ημέρες των αργιών και επιπρόσθετα χρηματικής του ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, απορρέουσες από τις συνδέουσες τους διαδίκους διαδοχικές, από 12-4-1999 και 21-11-2000, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση των οποίων πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως φύλακας παροπλισμένων πλοίων εκμεταλλεύσεως της εναγομένης μέχρι καταγγελίας της από την τελευταία στις 7-6-2001. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η απορριπτική αυτής 849/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνέπεια με την περί πραγμάτων κρίση της ότι πρόκειται περί απλής ετοιμότητας προς εργασία, και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από την 262/14-1-2004 έφεση του ενάγοντος, η 8388/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επ' αυτής, με την αυτή αιτιολογία, κατ' ουσίαν κρίση, την οποία στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή τους. "Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη εταιρία την 12-4-1999 ως φύλακας στο παροπλισμένο στον κόλπο της Ελευσίνας υπό σημαία Μάλτας πλοίο Μ/Τ ...... κυριότητας της εταιρίας με την επωνυμία "SPEAR SHIPPING LTD", ακολούθως δε από 21-11-2000 με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επαναπροσλήφθηκε από την ίδια εναγομένη ως φύλακας στο ίδιο πλοίο, το οποίο μετονομάστηκε σε Μ/Τ ...... υπό σημαία Μάλτας και ήταν ακόμη παροπλισμένο στον Κόλπο της ...... . Ο ενάγων συνδεόταν με την εναγομένη, η οποία εκμεταλλευόταν για λογαριασμό της το πλοίο αυτό και ετύγχανε εργοδότης αυτού, με σύμβαση χερσαίας εργασίας, η οποία διήρκεσε μέχρι την 7-6-2001, οπότε και καταγγέλθηκε από την εναγομένη λόγω αναχωρήσεως του πλοίου. Ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο εναλλάξ με έναν άλλο φύλακα και ανάλογα με τη συμφωνία που είχε με αυτόν, όπως καταθέτει και ο μάρτυρας της εναγομένης, παρέμεινε στο πλοίο συνεχώς 48 ή 72 ώρες και άλλες τόσες ώρες παρέμενε στην οικία του. Ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανήρχετο σε 194.000 δρχ. από 2/1999 έως 12/2000 σε 212.000 δρχ. από 1/2001 έως 4/2001 και 255.000 δρχ. από 5/2001 μέχρι την απόλυσή του, πλέον αναλογιών δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος να παρευρίσκεται στο πλοίο όλο το διάστημα της κάθε βάρδιας, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 του υπ' αριθμ. 43 Ειδικού κανονισμού Λιμένα Ελευσίνας (ΦΕΚ 449 B της 16ης Ιουνίου του 1994), με την ευθύνη της φύλαξης αυτού από ενδεχόμενη κλοπή εξαρτημάτων και την επιτήρηση αυτού για αποφυγή ρύπανσης, κλίσης και πυρκαγιάς. Όφειλε δηλαδή να περιφέρεται κατά καιρούς (πάντα κατά την κρίση του) στα εξωτερικά μέρη του πλοίου προκειμένου να εποπτεύει αυτό και σε περίπτωση κινδύνου να ειδοποιεί τη Λιμενική αρχή, να ελέγχει την ασφαλή πρόσδεση του πλοίου, ώστε να μην προκαλούνται ζημιές μεταξύ αυτού και των άλλων παραπλεύρως παροπλισμένων πλοίων και να φροντίζει για τη διαρκή λειτουργία των φώτων αγκυροβολιάς, αλλάζοντας τις μπαταρίες κάθε τέσσερις ή πέντε ημέρες περίπου. Στα καθήκοντά του ήταν επίσης να ελέγχει μια φορά την εβδομάδα τα βυθίσματα του πλοίου, σημειώνοντας τα στο ημερολόγιο του πλοίου. Άλλες εργασίες, όπως καθαρισμούς κ.λ.π. δεν αποδείχτηκε ότι έκανε ο ενάγων στο πλοίο, διότι πολύ τακτικά όπως προκύπτει από τα ημερολόγια, επέβαινε αυτού συνεργείο, το οποίο φρόντιζε για όλες τις εργασίες και τη συντήρηση της μηχανής. Κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του ο ενάγων δεν αποδείχτηκε ότι διατηρούσε σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις όλες τις ώρες της κάθε βάρδιας, όπως ισχυρίζεται. Αντιθέτως αποδείχτηκε ότι από τα παραπάνω καθήκοντα, τον έλεγχο για την ασφαλή πρόσδεση (έλεγχο κάβων), για την κλίση (έλεγχο βυθισμάτων) και για την εν γένει κατάσταση του πλοίου, πραγματοποιούσε ο ενάγων κάθε ημέρα της κάθε βάρδιας στο νόμιμο ωράριο του, ενώ μετά τη λήξη του νομίμου ωραρίου του, τις υπόλοιπες ώρες του 24ώρου παρέμενε στην "καμπίνα" του, όπου ήταν και το κρεβάτι του και διανυκτέρευε στο πλοίο, κατά τα συμφωνηθέντα, για τη φύλαξη και εποπτεία αυτού, έχοντας τη δυνατότητα να κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας μετά τον έλεγχο της λειτουργίας των φώτων της αγκυροβολιάς (εργασία που δεν απαιτούσε εγρήγορση παρά μόνο κάθε τέσσερις με πέντε ημέρες αλλαγή μπαταριών), εκτελώντας τα καθήκοντα φύλαξης μόνο με την παρουσία αυτού πάνω στο πλοίο, χωρίς να υποχρεούται να βρίσκεται σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών του λειτουργιών, όπως βάσιμα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι η αφή των φώτων αγκυροβολιάς απαιτεί ολονύκτια εγρήγορση, αποδείχτηκε ότι τα παροπλισμένα πλοία ήταν δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο (σε ντάνα) και συνεπώς αν καιγόταν μια λάμπα σε ένα πλοίο δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα, διότι άναβαν τόσο οι λάμπες των άλλων πλοίων όσο και οι υπόλοιπες λάμπες του συγκεκριμένου πλοίου και έτσι το πλοίο δεν έπαυε να διακρίνεται με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Επίσης αποδείχτηκε ότι το πλοίο λόγω του μεγέθους που είχε, δεν κινδύνευε να μετακινηθεί, αλλά ούτε να υποστεί ζημίες από θαλασσοταραχή μέσα στον υπήνεμο κόλπο της ...... . Οι καταθέσεις του μαρτύρα αποδείξεως - ο οποίος καταθέτει ότι ήταν ξύπνιος ο ενάγων, είτε 48 είτε, 72 ώρες - και εκείνες των ενόρκως - βεβαιούντων - οι οποίοι καταθέτουν ότι όλη νύκτα ήταν στο πόδι - δεν κρίνονται αληθείς (σημειωτέον ότι ο πρώτος έχει ασκήσει και ο ίδιος αγωγή κατά της εναγομένης) προβάλλοντας παρόμοιες αξιώσεις, αναιρούνται δε από εκείνες του μάρτυρα αποδείξεως... Ο ενάγων εξάλλου δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι πλην των παραπάνω αναφερθεισών εργασιών, κάποιες συμφωνηθείσες συγκεκριμένες εργασίες που απαιτούσαν συνεχή εγρήγορση των πνευματικών ή σωματικών του εργασιών, ώστε να κριθεί ότι συντρέχει περίπτωση ενδιάμεσης μορφής ετοιμότητας, πέραν του νομίμου ωραρίου". Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ο ηττηθείς εκκαλών με την 765/6-6-2006 αίτηση αναιρέσεως, με προβαλλόμενη με τον πρώτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 § 1 ΚΠολΔ, με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 2 του π.δ. 88/1999, όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 76/2005, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία με τις 89/391/ΕΟΚ και 93/104/ΕΚ Οδηγίες. Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε κατά πλειοψηφία, με διαφορά μίας ψήφου, η 1/2008 απόφαση του Β1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία ο λόγος αυτός αναιρέσεως αρνητικά αξιολογήθηκε ως αβάσιμος, σε συνέπεια με την νομική παραδοχή της γνώμης που πλειοψήφισε ότι επί απλής ετοιμότητας προς εργασία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις στις οποίες εφέροντο να θεμελιώνονται οι αξιώσεις του αναιρεσείοντος και ότι στην περίπτωση αυτή οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και σε κάθε περίπτωση ο ειθισμένος κατά την έννοια του άρθρου 653 ΑΚ, μισθός, ακολουθώντας την πάγια περί τούτου νομολογία. Αντίθετα, κατά την μειοψηφούσα γνώμη με το π.δ. 88/1999 καταργήθηκε η διάκριση της απλής και γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία και ως εκ τούτου η απλή ετοιμότητα προς εργασία εξομοιώνεται πλήρως με την κανονική εργασία, με παράλληλη παραπομπή περί τούτου στις μνημονευόμενες αποφάσεις του ΔΕΚ. Λόγω της λήψεως της αποφάσεως αυτής αναφορικά με τη βασιμότητα του πρώτου λόγου αναιρέσεως με πλειοψηφία μίας ψήφου, παραπέμφθηκε κατά τούτο η υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την εν λόγω απόφαση, ανταποκρινόμενη στην απορρέουσα από το άρθρο 563 § 2 εδ. β' ΚΠολΔ δικονομική της υποχρέωση, και με την έννοια αυτή ερευνάται στη συνέχεια. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 559 § 1α ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός εφαρμόσθηκε, ενώ δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή δεν εφαρμόσθηκε, ενώ έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Εξάλλου, κατά κανόνα, η εργασιακή σχέση προϋποθέτει ενεργό ή θετική παραδοχή πνευματικής ή σωματικής ανθρώπινης δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν απλώς δεσμεύεται η ελευθερία του μισθωτού, με την υποχρέωσή του να παραμένει στον καθοριζόμενο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο, για να είναι έτοιμος προς παροχή της εργασίας του, αν από τις περιστάσεις παραστεί ανάγκη. Όπως συνάγεται από τα άρθρα 648, 649 και 653 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των ν. 3239/1933, 1876/1990 και 3755/1957, η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικώς την ελευθερία των κινήσεων του υπέρ του άλλου, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή, φέρει μεν το χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας, λόγω όμως της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις ειδικών νόμων ή συλλογικών συμβάσεων, αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυκτερινή, υπερωριακή ή άλλη εργασία σε ημέρα γιορτής ή αναπαύσεως, γιατί αυτές, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση πλήρους απασχολήσεως ή πάντως διατηρήσεως σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για "σχέση ετοιμότητας για εργασία", η οποία ανάλογα με το βαθμό ετοιμότητας, διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: (α) μία πρώτη κατηγορία που είναι και η πιο συνηθισμένη στην πρακτική, συνιστά η λεγόμενη "γνήσια ετοιμότητα για εργασία", στην οποία έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και στην οποία ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο (της επιχείρησης ή και εκτός αυτής από όπου καλούμενος να έχει την δυνατότητα να προσέλθει στον τόπο εργασίας) και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, οπότε σε αυτήν τη μορφή ετοιμότητας θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα αν θα παρουσιασθούν περιστατικά για την παροχή εργασίας και έτσι η ετοιμότητα εξομοιώνεται ολότελα με την κανονική εργασία, γιατί, εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας, υπάρχει και εγρήγορση των δυνάμεων του μισθωτού, (β) μία δεύτερη κατηγορία είναι η λεγόμενη "μη γνήσια ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης", κατά την οποία ο μισθωτός δεν υποχρεούται να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, έχοντας τη δυνατότητα να κοιμάται ή να βρίσκεται έξω από τον τόπο εργασίας, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή άλλης εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο και (γ) μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας ετοιμότητας μπορούν να υπάρχουν "ενδιάμεσες βαθμίδες ετοιμότητας" και μερική εγρήγορση του μισθωτού, οπότε ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα υπολογίζονται και οι αποδοχές του μισθωτού. Το ζήτημα για το είδος της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ετοιμότητα ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα κλήσης ή κάποια άλλη ενδιάμεση μορφή, είναι θέμα αποδείξεως των πραγματικών εκείνων περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στη μία ή άλλη κατηγορία. Η πάγια αυτή θέση της νομολογίας για την διάκριση, κατά την προδιαληφθείσα των όρων έννοια, μεταξύ της γνήσιας και της μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία αναφορικά με το θέμα αμοιβής του μισθωτού δεν διαφοροποιείται με το π.δ. 88/1999, με το οποίο εναρμονίσθηκε το εσωτερικό δίκαιο με την 93/104 ΕΚ Οδηγία του Συμβουλίου της 23-11-1993, η οποία τροποποιήθηκε με την επακολουθήσασα 2000/34 ΕΚ του Συμβουλίου της 22-6-2000 και σε συμμόρφωση προς αυτήν το π.δ. 88/1999 τροποποιήθηκε με το π.δ. 76/2005. Τέλος με την 2003/88/ΕΚ του Συμβουλίου της 4-11-2003 κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας. Ειδικότερα κατά τους ορισμούς του π.δ. 88/1999 για την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος νοούνται ως 1. Χρόνος εργασίας: Κάθε περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας ο εναγόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στην διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, για κάθε κατηγορία εργαζομένων. 2. Περίοδος ανάπαυσης: Κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας (άρθρο 2 §§1,2 αυτού και της 93/104/ΕΚ Οδηγίας). Από την αναφορά στο προοίμιο της οδηγίας ότι στο άρθρο 118Α της Συνθήκης προβλέπει ότι το Συμβούλιο θεσπίζει, με οδηγία, τις ελάχιστες προδιαγραφές για να προωθήσει την καλυτέρευση, ιδίως, του χώρου της εργασίας, με στόχο την εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και στις διατάξεις της 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, τον γενικό τίτλο αυτής ("σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας") και το όλο περιεχόμενο των λοιπών διατάξεων αυτής, στις οποίες γίνεται λόγος, κατ' ενδεικτική αναφορά, για ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση, διαλείμματα, ετήσια άδεια και διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, προκύπτει ότι με τις οδηγίες αυτές ο κοινοτικός νομοθέτης αποβλέπει στην εξασφάλιση της καλύτερης προστασίας της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων με την χορήγηση εις αυτούς των καθοριζομένων κατ' ελάχιστο όριο περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και επαρκών διαλειμμάτων και τον ορισμό κατ' ανώτατο όριο των οκτώ ωρών νυκτερινής εργασίας ανά εικοσιτετράωρο, και των 48 ωρών εργασίας κατά μέσο όρο ανά επταήμερο, χωρίς παράλληλα με τις ρυθμίσεις αυτές να συνδέεται και η οφειλόμενη για τον χρόνο εργασίας του μισθωτού αμοιβή του. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τις καθιερούμενες παρεκκλίσεις (άρθρα 14 του π.δ/τος 88/1999 και 17 της οδηγίας), κατά τους ορισμούς των οποίων τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3 (ημερήσια ανάπαυση), 4 (διαλείμματα), 5 (εβδομαδιαία ανάπαυση), 8 (διάρκεια νυκτερινής εργασίας), εφόσον, πλην άλλων, η διάρκεια του χρόνου εργασίας δεν υπολογίζεται, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, με ενδιαφέρουσα μεταξύ των ενδεικτικώς αναφερομένων περιπτώσεων εκείνη των δραστηριοτήτων φύλαξης, επίβλεψης και εικοσιτετράωρης παρουσίας που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη εξασφάλισης της προστασίας των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης (άρθρο 14 § 2.1 περ. β του π.δ./τος 88/1999 και 17 § 2.1. περ. β της Οδηγίας). Η νομική παραδοχή ότι η εμβέλεια των ρυθμίσεων αυτών και ο επιδιωκόμενος δι' αυτών σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη εντοπίζεται και περιορίζεται στην καλύτερη προστασία της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων, χωρίς σύνδεση του χρόνου εργασίας με την οφειλόμενη αμοιβή, γίνεται δεκτή και από την από 1-12-2005 απόφαση C -14/04 (υπόθεση DELLAS), κατά τις σχετικές, με αριθμούς 37 και 38 αιτιολογίες της οποίας, "Τόσο με την απόφαση περί παραπομπής όσο και με τις περισσότερες από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο επισημαίνεται ότι ένα τέτοιο σύστημα ισοδυναμίας επηρεάζει όχι μόνον το ωράριο εργασίας των ενδιαφερομένων μισθωτών, αλλά και το ύψος της αμοιβής τους" (άρθρ. 37) "Ωστόσο, όσον αφορά το ζήτημα των αμοιβών, πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει τόσο από τον σκοπό όσο και από το γράμμα των διατάξεών της, η οδηγία 93/104 δεν έχει εφαρμογή στις αμοιβές των εργαζομένων". Επομένως δεν διαφοροποιείται από τις από Ι. 14-7-2005 C-52/04 (υπόθεση Feuerwehr Hanbarg), II. 5-10-2004 C - 397 (υπόθεση Pleiller), III. από 9-9-2003 C-151/02 (υπόθεση Jeager) και IV. από 3-10-2000 C-303/98 (υπόθεση Simap) αποφάσεις του ΔΕΚ, με τις οποίες αποφάνθηκε ότι κατά την έννοια των οδηγιών αποτελεί χρόνο εργασίας ή παρουσία στον χώρο εργασίας και ειδικότερα των πυροσβεστών στους πυροσβεστικούς σταθμούς του Αμβούργου (με στοιχ. Ι), νοσοκόμων πληρώματος παροχής υπηρεσιών και μεταφοράς ασθενών (με στοιχ. ΙΙ), ιατρών στο νοσοκομείο (με στοιχ. ΙΙΙ) και ιατρών των ομάδων πρώτων βοηθειών στο κέντρο υγείας (με στοιχ. IV), οι συνθήκες απασχολήσεως των οποίων, σε κάθε περίπτωση, είναι εντελώς διάφορες από εκείνες του φύλακα παροπλισμένου πλοίου, όπως διαλαμβάνονται στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Άλλωστε και πριν από τα π.δ. 88/1999 το ερμηνευόμενο θέμα δεν ήταν ο προσδιορισμός του χρόνου εργασίας του μισθωτού υπό συνθήκες απασχολήσεώς του απλής ετοιμότητας προς εργασία, αλλά ο τρόπος αμοιβής αυτού, η οποία και μετά τις κοινοτικές οδηγίες και το προς συμμόρφωση προς αυτές εκδοθέν π.δ. 88/1999 επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να καθορισθεί. Σε συνέπεια με τις νομικές αυτές παραδοχές και τις διαλαμβανόμενες στην αρχή της παρούσης αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της ορθά εκτιμήθηκε ότι η παροχή των υπηρεσιών του αναιρεσείοντος ως φύλακα παροπλισμένου πλοίου υπό τις αναφερόμενες εις αυτές συνθήκες αποτελεί απλή ετοιμότητα προς εργασία, με την έννοια ότι ήταν υποχρεωμένος να περιορίσει μερικώς την ελευθερία του με την παραμονή του στο παροπλισμένο πλοίο, χωρίς παράλληλα να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές αυτού δυνάμεις στην διάθεση της αναιρεσίβλητης, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή άλλης εργασίας κατά Κυριακές και αργίες, στις οποίες θεμελιώνοντο οι φερόμενες προς διάγνωση αξιώσεις του ενάγοντος και κατ' ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων απέρριψε την 262/2004 έφεσή του κατά της απορριπτικής κατ' ουσίαν επί της αγωγής του, με την αυτή αιτιολογία, 849/2003 πρωτοβάθμιας αποφάσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια ο πρώτος κατά σειρά λόγος, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική αιτίαση του άρθρου 559 § 1α ΚΠολΔ, με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του π.δ. 88/1999, σε συνδυασμό με τις εν λόγω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αρνητικά να αξιολογείται, ως αβάσιμος. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Τέλος εκτιμάται ότι τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που παρουσιάζει η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 183, 179).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου