Αριθμός Απόφασης 21178/2009
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Πολύζου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον
Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και τη Γραμματέα
Ιωάννα Παυλίδου.
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, 1 και 3 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς δεν χρειάζεται αιτιολογία, για να είναι όμως έγκυρη, και συνακόλουθα να επιφέρει τη λύση της σύμβασης, από την πλευρά του εργοδότη, πρέπει να είναι έγγραφη και, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου είχε υπερβεί
τους δύο μήνες, να συνοδεύεται από την ανάλογη αποζημίωση απολύσεως. Περαιτέρω, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του εργοδότη καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπόκειται, όπως άλλωστε και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, από το οποίο προκύπτει ότι δεν πρέπει αυτό να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού. Η μη τήρηση των ανωτέρω όρων ή η προφανής υπέρβαση των προαναφερθέντων ορίων καθιστά την καταγγελία παράνομη και άκυρη και θεωρείται αυτή σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 178,180 ΑΚ), και συνεπώς δεν επιφέρει τη λύση της σύμβασης, ο δε εργοδότης που αρνείται να δεχθεί την παροχή της εργασίας, καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου και -όσο διαρκεί η υπερημερία του, ήτοι η μη αποδοχή της εργασίας- υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, σαν να τον απασχολούσε κανονικά.
Το δικαίωμα, ωστόσο, του εργοδότη να προβεί στην καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του μισθωτού δεν ασκείται καταχρηστικά, όταν αυτή οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν, με γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, τη
λήξη αυτής. Δεν είναι επομένως, καταχρηστική η καταγγελία που οφείλεται, μετάξυ στην πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του μισθωτού ( μισθωτό, η δε μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών δεν έχει άλλες συνέπειες από εκείνες που ορίζει το άρθρο 656 του ΑΚ. Η απόκρουση όμως των προσφερόμενων υπηρεσιών, όταν γίνεται υπό περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, είναι παράνομη. Επίσης, είναι παράνομη η απόκρουση αυτή, όταν γίνεται υπό περιστάσεις που συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ) ή εκ προθέσεως ζημιώνουν κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τον εργαζόμενο (άρθρο 919 ΑΚ) ή υπαιτίως προσβάλλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος). Στις περιπτώσεις αυτές, γεννάται αξίωση του εργαζομένου για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον.
Από τα ανωτέρω έπεται, ότι για το ορισμένο της αγωγής, που διώκει να υποχρεωθεί ο εργοδότης να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό, πρέπει ν' αναφέρονται σ' αυτήν: α) Η ύπαρξη σε λειτουργία έγκυρης σύμβασης, β) η άρνηση του εργοδότη να δέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του ενάγοντος με τους συμβατικούς ή νόμιμους όρους, γ) ότι από τη μη πραγματική απασχόληση του προσβάλλεται η προσωπικότητα του με αναφορά στους συγκεκριμένους λόγους που συνιστούν την προσβολή, ή δ) ότι η συμπεριφορά του εργοδότη αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών και να προσδιορίζονται οι ειδικές περιστάσεις από τις οποίες επέρχεται η προσβολή της προσωπικότητας και προξενείται στον ενάγοντα ηθική ή υλική βλάβη, λόγω της φύσεως της εργασίας, από την οποία προσδοκά την προβολή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του…
Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι έγινε χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, δηλαδή χωρίς έγγραφο (ή) και χωρίς καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, ήτοι καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη. Ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεστεί και τους δύο αυτούς λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, έστω και αν ο ένας μόνο, επαρκώς ορισμένος, ώστε να καθιστά την αγωγή επιδεκτική εκτιμήσεως, τη θεμελιώνει (βλ. ΑΠ 548/2000, ΕλλΔνη 2000.1615)….
...Αποδείχτηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:…Την 31-3-1999 ο ενάγων ζήτησε τη μετάθεση του από το τμήμα τεχνικής υποστήριξης στο τμήμα επιτραπέζιων παιχνιδιών, με την ιδιότητα του κρουπιέρη, η οποία εγκρίθηκε από την εναγομένη εταιρία την 21-4-1999. Έκτοτε και μέχρι την 17-7- 2007, ημερομηνία καταγγελίας της συμβάσεως ο ενάγων εργάστηκε στο τμήμα τεχνικών επιτραπέζιων παιχνιδιών, με αυξημένες αποδοχές λόγω των φιλοδωρημάτων που εισπράττουν οι κρουπιέρηδες από τους πελάτες της επιχείρησης. Κατά τη μετάθεσή του ενημερώθηκε ότι υφίσταται γραπτή πολιτική της εναγομένης εταιρίας, αντίγραφο της οποίας του παραδόθηκε. Η πολιτική της επιχείρησης της εναγομένης όπως διατυπώνεται εγγράφως αναφέρεται στην ευπρεπή εμφάνιση των υπαλλήλων που συναλλάσσονται με τους πελάτες της επιχείρησης, και εξειδικεύει κανονισμούς που αφορούν στην ένδυση τους (ειδική στολή σε κάθε τμήμα), την προσωπική υγιεινή και καθαριότητα τους, την περιποίηση των νυχιών, το μήκος, χρώμα και κόμμωση των μαλλιών (ανδρών και γυναικών), την μη χρήση κοσμημάτων κλπ. Η πολιτική αυτή της επιχείρησης είναι σύμφωνη με την διεθνή πρακτική για υπαλλήλους πολυτελών ξενοδοχείων και χώρων αναψυχής ή καζίνο, έτσι ώστε να εξασφαλίζει ότι οι υπάλληλοι θα εμφανίζονται πάντοτε καθαροί, περιποιημένοι, ευπρεπείς, χωρίς ιδιαίτερες παρεκκλίσεις από ένα αποδεκτό για την κοινή αντίληψη στάνταρτ εμφάνισης, έτσι ώστε να διαμορφώνουν την καλή εικόνα μιας εύρυθμης λειτουργίας, τάξης και διακριτικής πολυτέλειας στην επιχείρηση. Οι ανωτέρω κανονισμοί αποτελούν θεμιτούς περιορισμούς των προσωπικών επιλογών των εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν νομίμως να επιβληθούν κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος.
Οι υπάλληλοι του τμήματος επιτραπέζιων παιχνιδιών…και κάθε μέλος του προσωπικού εναγομένης που προστήνεται σε θέσεις επικοινωνίας με το κοινό συμμετέχουν πριν από την πρόσληψη τους υποχρεωτικά σε τμήματα εκπαίδευσης, όπου, μεταξύ των θεμάτων για τα οποία ενημερώνονται συμπεριλαμβάνονται και ζητήματα εμφάνισης και γενικής συμπεριφοράς του. Η αποδοχή των παραπάνω όρων αποτελεί προϋπόθεση για την σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας οι οποίες συνάπτονται με τον όρο της αποδοχής από τον προσλαμβανόμενο των όρων του παραδιδόμενου Κώδικα Δεοντολογίας και Συμπεριφοράς που καθίσταται αναπόσπαστο τμήμα της συμβάσεως. Ο ενάγων τήρησε αδιαμαρτύρητα την πολιτική της επιχείρησης από τη μετάθεση του στο τμήμα επιτραπέζιων παιχνιδιών μέχρι και το έτος 2007, ενώ τον Μάρτιο του 2007 συμμετείχε σε εσωτερικό σεμινάριο υπενθύμισης της πολιτικής της εναγομένης και έλαβε εκ νέου γνώση αυτής και δεσμεύτηκε ότι θα εξακολουθήσει να την τηρεί υπογράφοντας για την παρακολούθηση του σεμιναρίου. Από τον
Απρίλιο του 2007 όμως ο ενάγων εμφανιζόταν στην εργασία του με μαλλιά μεγαλύτερα από το επιτρεπόμενο μήκος, με αποτέλεσμα, αφού πρώτα του έγιναν ευγενικές και φιλικές παραινέσεις από τους προϊσταμένους του να κόψει τα μαλλιά του και προφορικές συστάσεις από τον διευθυντή αίθουσας παιχνιδιών, στη συνέχεια να του γίνουν επανειλημμένα και έγγραφες συστάσεις για το λόγο αυτό, τις οποίες αγνόησε ο ενάγων.
Στην άρνηση του ενάγοντα να συμμορφωθεί με την πολιτική της εναγομένης επιχείρησης η αναπληρώτρια Διευθυντού Επιτραπέζιων Παιγνίων……….., του επέδωσε την 16-7-2007 την από 16-7-2007 επιστολή της με την οποία τον καλούσε αν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των αρμοδίων υπαλλήλων της επιχείρησης διότι διαφορετικά η εναγομένη θα εκλάμβανε ότι ο ενάγων επιχειρεί να προκαλέσει την καταγγελία της συμβάσεως του. Ο ενάγων εμφανίστηκε στην 19-7-2007 ενώπιον της αναπληρώτριας διευθύντριας προσωπικού……………., και επανέλαβε την άρνηση του να κουρέψει τα μαλλιά του και να προσαρμόσει στην εμφάνιση του στα πρότυπα της εναγομένης, η δε ανωτέρω με την από 19-7-2007 επιστολή της που επιδόθηκε νόμιμα στον ενάγοντα στις 20-7-2007, όπως προκύπτει από την με αριθμό
2639Δ' έκθεση επίδοσης…τον καλούσε την ίδια ημέρα να προσαρμοστεί τα πρότυπα εμφάνισης των υπαλλήλων της επιχείρησης διότι διαφορετικά η εναγομένη θα θεωρούσε την άρνηση του ως καταγγελία εκ μέρους του της σύμβασης εργασίας του. Από την 19-7-2007 ο ενάγων δεν γινόταν αποδεκτός στο χώρο εργασίας του όσο διατηρούσε την ίδια εμφάνιση, την 23, 24 και 25-6-2007 ο ενάγων εμφανιζόταν καθημερινά στη Διεύθυνση Εργασίας διαμαρτυρόμενος για την μη αποδοχή της εργασίας του από την εναγομένη και την 26-7-2007 παρουσιάσθηκε και πάλι για να εργαστεί αλλά δεν έγινε αποδεκτός αφού δεν είχε συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των προϊσταμένων του. Για το λόγο αυτό απηύθυνε στην εναγομένη την από 27-7-2007 εξώδικη δήλωση πρόσκληση διαμαρτυρία του που της επιδόθηκε στις 30-7-2007, με την οποία την καλούσε να «ανασκευάσει άμεσα την στάση του απέναντι του ως έκφραση έμπρακτης συγγνώμης και να τον δεχτεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα του περιστέλλοντας κάθε έκφανση καταχρηστικής συμπεριφοράς». Λόγω της επίμονης άρνησης του ενάγοντα να συμμορφωθεί με την ανωτέρω πολιτική της επιχείρησης η εναγομένη την 1-8-2007 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, καταβάλλοντάς του ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 10.603,60 ευρώ.
Η καταγγελία αυτή, οφειλόμενη σε άρνηση του να διατηρεί το μήκος των μαλλιών του κοντό είναι έγκυρη ως εκδήλωση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και δικαιολογείται από το συμφέρον του να τηρείται από όλους τους εργαζομένους στην επιχείρηση η πολιτική αυτής αναφορικά με την ευπρεπή εμφάνιση και ενδυμασία τους. Η άρνηση του ενάγοντα να συμμορφωθεί με τον κώδικα δεοντολογίας και συμπεριφοράς στην επιχείρηση παρά το γεγονός ότι του έγιναν επανειλημμένα συστάσεις γι' αυτό, και δεδομένου ότι γνώριζε και τηρούσε επί μία δεκαετία περίπου τους κανονισμούς της επιχείρησης χωρίς να υφίσταται προσβολή ή απομείωση της προσωπικότητας του, είναι καταχρηστική, και εκδηλώνει τη διάθεση του να προκαλέσει την απόλυση του, αφού παρά το γεγονός ότι του γνωστοποιήθηκε ότι εκλαμβάνεται από την εναγομένη ως καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά του ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις και συνέχισε να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του ως εργαζόμενος. Ούτε βέβαια αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του, με ιδιαίτερα απότομο και προσβλητικό τρόπο χωρίς να έχει δοθεί καμία αφορμή από την πλευρά του ούτε και ότι προσέβαλε την προσωπικότητα του και του προκάλεσε ηθική βλάβη, δεδομένου ότι τον προειδοποίησε μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της προφορικά και εγγράφως, αμέσως μόλις άρχισε ο ενάγων να παρουσιάζει αποκλίνουσα εικόνα από αυτή του υπαλλήλου της επιχείρησης, και στη συνέχεια ακολούθησε την νόμιμη οδό της καταγγελίας καταβάλλοντάς του ταυτόχρονα και τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Το αίτημα του για συμπλήρωση της αποζημιώσεως του δεν είναι νόμιμο, εφ' όσον για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης δεν συνυπολογίζεται ως προϋπηρεσία και η υπηρεσία που προηγήθηκε της σύμβασης αορίστου χρόνου με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Κατά συνέπεια δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντα ο οποίος με την εξώδικη δήλωση του δήλωνε την άρνηση του να εργαστεί εάν η εναγομένη δεν προέβαινε σε έμπρακτη συγνώμη για την συμπεριφορά της, και ο ενάγων έπαυσε να προσφέρει προσηκόντως την εργασία του ήδη από την 17-7-2007….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου