(Σημείωση: Πρόκειται για απόφαση που θεώρησε έγκυρη την καταγγελία σύμβασης εργασίας από την πλευρά του εργοδότη, λόγω μη συμμόρφωσης του εργαζομένου σε συνεχείς υποδείξεις για το μήκος της κώμης του! Βλ. στην ετικέτα "ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ")
Το κρίσιμο νομικό ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω, συνίσταται στο κατά πόσο είναι επιτρεπτοί και σύννομοι, περιορισμοί στην εξωτερική εμφάνιση των εργαζομένων, επιβαλλόμενοι από τον εργοδότη κατ' ενάσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος. Τυχόν καταφατική απάντηση στο ως άνω ερώτημα, οδηγεί ακολούθως στην ανάγκη οριοθέτησης των περιπτώσεων και προσδιορισμού κάποιων βασικών κριτηρίων, τα οποία θα δίνουν μια πρώτη ερμηνευτική κατεύθυνση κατά τη διαδικασία σχηματισμού της κρίσης σχετικά με τον εύλογο ή υπέρμετρο χαρακτήρα της αντίστοιχης εργοδοτικής απαίτησης. Η οριοθέτηση αυτή συνδέεται άρρηκτα και με το ζήτημα των εννόμων συνεπειών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εργαζομένου προς τις σχετικές εργοδοτικές υποδείξεις, συνηθέστερα δε με το ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη εξ αυτού του λόγου. Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της εξωτερικής εμφάνισης κάθε ατόμου, αποτελεί ένα από τα μέσα αυτοδιάθεσης και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μη θίγεται ο πυρήνας του αντίστοιχου συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του εργαζομένου, ενώ επιπρόσθετα θα πρέπει να τηρείται και η αρχή της αναλογικότητας, ώστε η επέμβαση στην προσωπική σφαίρα του μισθωτού να περιορίζεται μόνο στο αναγκαίο -για την εξυπηρέτηση των εύλογων εργοδοτικών συμφερόντων- μέτρο.
Πράγματι, σε ορισμένα είδη επιχειρήσεων (λ.χ. καζίνο, αλυσίδες πολυτελών εστιατορίων ή
χώρων αναψυχής), συνηθίζεται να προβλέπεται ρητά στη σύμβαση ή στον τυχόν υφιστάμενο
κανονισμό εργασίας, η υποχρέωση του εργαζομένου να τηρεί μια ευπρεπή και αξιοπρεπή εμφάνιση κατά την εκτέλεση των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων. Μάλιστα, στην πράξη, δεν αποκλείεται ο ίδιος ο εργοδότης να προβαίνει περαιτέρω σε επακριβή εξειδίκευση του όρου «ευπρεπής εμφάνιση», όπως στην κριθείσα υπόθεση, όπου επίμαχο στοιχείο, κατέστη το μήκος μαλλιών του ενάγοντος ως στοιχείο δηλωτικό της ευπρεπούς ή μη εμφάνισής του.
Αναμφισβήτητα, το διευθυντικό δικαίωμα και (στο πλαίσιο μιας απώτερης αναγωγής) το ρυθμιστικό πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 5§§1 και 3, 17§1 και 106§2 του Συντάγματος, που διαμορφώνουν το κανονιστικό περιεχόμενο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας επιχειρηματικής δράσης του εργοδότη, οριοθετούν το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να λαμβάνει όλες τις πρόσφορες κατά την κρίση του αποφάσεις για την οργάνωση, λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησής του. Μεταξύ δε αυτών, συγκαταλέγεται και ο τρόπος διαχείρισης της προσωπικής εργασίας τρίτων με τη σύναψη, διαμόρφωση ή και καταγγελία συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας. Ωστόσο, η οικονομική ελευθερία και εν γένει η ελευθερία επιχειρηματικής δράσης του εργοδότη, δεν είναι απεριόριστη, ούτε άλλωστε κατοχυρώνεται κατά τρόπο απόλυτο από το Σύνταγμα, αλλά τελεί ρητά υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των άλλων, του Συντάγματος και των χρηστών ηθών (αρ. 5§1 Σ), ενώ παράλληλα η ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία επιβάλλεται να ασκείται κατά τρόπο που να μην θίγει την ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή την εθνική οικονομία (αρ. 106§2 Σ). Όπως είναι γνωστό, η εργοδοτική αυτή ελευθερία προσκρούει στην ανάγκη προστασίας και διαφύλαξης των δικαιολογημένων συμφερόντων των εργαζομένων.
Από την άλλη πλευρά, η ελευθερία της εργασίας και ειδικότερα η παροχή_της υπό καθεστώς εξάρτησης, αποτελεί επίσης εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας του αρ. 5§1 Σ (σε συνδυασμό με το αρ. 22§4 Σ), αλλά και στοιχείο της προστατευόμενης από το αρ. 2§1 Σ ανθρώπινης υπόστασης και αξίας. Πράγματι, η σύμβαση εργασίας και δη η εξαρτημένη, είναι ίσως η μόνη έννομη σχέση στην οποία συμπλέκονται ιδιαίτερα έντονα και στενά θέματα προσωπικής και συναλλακτικής ζωής, ώστε η θέση εργασίας εκτός από μέσο επιβίωσης του εργαζομένου και θεμέλιο της κοινωνικής και οικονομικής του υπόστασης, να είναι επιπλέον άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόσωπό του και να θεωρείται ορθώς στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Όπως σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, έτσι και
εδώ επιβάλλεται η στάθμιση αυτών προς τον σκοπό της πρακτικής τους εναρμόνισης και με βασικό γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Καθίσταται σαφές, ότι η απόλυτη ελευθερία του εργοδότη να καταγγέλλει οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, θα συνεπαγόταν ανεπίτρεπτη προσβολή των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του εργαζομένου και ουσιαστικό αποκλεισμό της οικονομικής ελευθερίας του τελευταίου. Εξάλλου η άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων υπόκειται και στη γενική επιταγή απαγόρευσης κατάχρησης κατά το αρ. 25§3 Σ.
Αντίστοιχα όμως, οι περιορισμοί του εργοδοτικού δικαιώματος δεν δύνανται να θίγουν το σκληρό πυρήνα αυτού και να αναιρούν τελικά την ίδια τη συνταγματική προστασία του, χάριν μιας απόλυτης προστασίας της θέσης εργασίας. Από την άλλη, η κατοχύρωση της οικονομίας της αγοράς και κατ'επέκταση του εντός αυτής ελεύθερου ανταγωνισμού, περιορίζει επίσης την παρέμβαση στην ελευθερία της επιχειρηματικής δράσης, η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να φθάνει μέχρι του σημείου καταπάτησης κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Αν και στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών αξιολογήσεων, η αξίωση του εργοδότη για
ευπρεπή εμφάνιση των υπαλλήλων του είναι καταρχάς θεμιτή και δικαιολογημένη, εν τούτοις η κατά απόλυτο και αυστηρό τρόπο συγκεκριμενοποίηση της εξωτερικής εμφάνισης του εργαζομένου εγείρει σημαντικά νομικά ζητήματα. Όπως είδαμε, το Σύνταγμα εγγυάται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα τόσο του εργοδότη όσο και του εργαζομένου, γεγονός που καθιστά επιτακτική, στο πλαίσιο της αντίστοιχης συνταγματικά επιβαλλόμενης αρχής, τη δίκαιη στάθμιση και εξισορρόπηση αυτών.
Έτσι, τα μέτρα που λαμβάνει ο εργοδότης για την καλύτερη κατά την κρίση του οργάνωση,
λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησής του, θα πρέπει, στο μέτρο που θίγουν τα αντίστοιχα
συνταγματικά κατοχυρωμένα εργασιακά συμφέροντα, να αποτελούν στην εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση και ενόψει των ειδικών κάθε φορά περιστάσεων, όχι απλώς πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για την ικανοποίηση των καλόπιστων συμφερόντων του, καθώς η αρχή της καλής πίστης (αρ. 288, 281 ΑΚ) ερμηνευόμενη υπό το φως των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, τον υποχρεώνει έμμεσα να επιλέγει, μεταξύ των περισσότερων πρόσφορων για την προστασία των συμφερόντων του μέτρων, εκείνο που είναι το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο (αρχή της αναλογικότητας), ώστε να επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο η μέγιστη δυνατή εξισορρόπηση εργασιακού-εργοδοτικού συμφέροντος.
Σε απόλυτη αρμονία με τις ανωτέρω αξιολογήσεις, είναι ορθότερο να δεχθούμε, ότι το δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει την εξωτερική εμφάνιση του εργαζομένου πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Επομένως, η απαίτηση του εργοδότη για την υιοθέτηση μιας αυστηρά συγκεκριμένης εικόνας εκ μέρους των υπαλλήλων του, θα πρέπει να κρίνεται σύννομη μόνο στο μέτρο, που κατά τις αντιλήψεις των σύγχρονων συναλλαγών και των κοινωνικών αντιλήψεων, θεωρείται ότι βρίσκεται σε άμεση εσωτερική συνάφεια με τη συγκεκριμένη εργασιακή θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή παροχή της συμφωνημένης εργασίας. Με άλλα λόγια, τα κρίσιμα εργοδοτικά μέτρα, δεν αρκεί να είναι σημαντικά μόνο κατά την υποκειμενική αντίληψη του εργοδότη, αλλά θα πρέπει κατά αντικειμενική κρίση να εντάσσονται στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εργασίας για την οποία προσλήφθηκε ο μισθωτός.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα, ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα του εργοδότη θα οριοθετείται κάθε φορά με βασικό γνώμονα τη φύση της εκάστοτε κρινόμενης θέσης εργασίας. Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν, λόγου χάριν, να κριθούν εύλογοι, περιορισμοί στην εξωτερική εμφάνιση των υπαλλήλων, συνιστάμενοι στην ένδυσή τους με ειδική στολή, σκούφο ή (και) γάντια (π.χ. επί παρασκευής τροφίμων), την εν γένει υιοθέτηση μιας λιτής εμφάνισης χωρίς την υπερβολική χρήση κοσμημάτων κ.α. Οι εσωτερικές αξιολογήσεις που εμπεριέχονται στην επιλογή των ανωτέρω παραδειγμάτων, καταδεικνύουν ένα από τα βασικά βοηθητικά κριτήρια, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την προσπάθεια οριοθέτησης του υπό εξέταση εργοδοτικού δικαιώματος. Πρόκειται για περιπτώσεις, όπου η δέσμευση των προσωπικών επιλογών του εργαζομένου, περιορίζεται στον τόπο και χρόνο εκτέλεσης της εργασίας του, δίχως να τον παρακωλύουν, στον εκτός εργασίας ιδιωτικό του βίο, να υιοθετεί τις όποιες προσωπικές επιλογές, αναπτύσσοντας ελεύθερα την προσωπικότητά του, έκφανση της οποίας αποτελεί και η επιλογή της εικόνας που επιθυμεί να προβάλλει προς τους τρίτους. Βέβαια, δεν αποκλείεται σε ακραίες περιπτώσεις, συγκεκριμένες ιδιότητες του εργαζομένου, παρόλο που συναρτώνται άμεσα με την προσωπική του κατάσταση, να είναι τόσο «σπουδαίες», ώστε η ύπαρξη ή η έλλειψή τους να καθιστούν αδύνατη την παροχή της εργασίας για την οποία προσλήφθηκε (λ.χ. η εγκυμοσύνη σε θέση εργασίας μοντέλου ή αεροσυνοδού).
Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι, όταν πρόκειται για εργοδοτικά μέτρα και υποδείξεις που δεσμεύουν τις προσωπικές επιλογές του μισθωτού και στην εκτός εργασίας ιδιωτική του ζωή, θα πρέπει να είμαστε ακόμη πιο αυστηροί κατά την επιβολή ορίων στην αντίστοιχη ελευθερία του εργοδότη. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και αυτή που απασχόλησε την ΜονΠρΘεσ 21178/2009 και συνίσταται στην επιβολή της τήρησης συγκεκριμένου μήκους μαλλιών των υπαλλήλων, μέτρο το οποίο τους υποχρεώνει συνακόλουθα στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης επιλογής και στην εκτός εργασίας προσωπική τους ζωή.
Η επιβολή συγκεκριμένης εμφάνισης, συντείνει - και πολλές φορές αποσκοπεί - στην ομοιομορφία της εικόνας του προσωπικού, η οποία τίθεται εκτός των άλλων και για πρακτικούς λόγους, ήτοι λ.χ. να γίνονται ευχερώς αντιληπτοί οι υπάλληλοι της επιχείρησης από τους πελάτες και να διευκολύνεται έτσι η ταχύτερη και άμεση εξυπηρέτησή τους και να επιτυγχάνεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Παρ' όλα αυτά, το μήκος μαλλιών συγκεκριμένου εργαζομένου, δεν φαίνεται να αποτελεί από μόνο του, στοιχείο ικανό να «θίξει» την ομοιομορφία της εικόνας των υπαλλήλων και να ανατρέψει την ευπρεπή εξωτερική εμφάνιση του προσωπικού, ακόμη και εάν η συγκεκριμένη επιχείρηση στοχεύει στην παροχή πολυτελών υπηρεσιών (λ.χ. τυχηρών παιγνίων) και ως εκ τούτου απευθύνεται σε αντίστοιχο πελατειακό κύκλο. Επίσης, δε θα πρέπει να παραβλέψουμε, ότι ακόμη και σε αυξημένου υγειονομικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις, όπου οποιοδήποτε ατομικό συμφέρον του εργαζομένου υποχωρεί έναντι του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, λαμβάνονται κατά πολύ ηπιότερα μέτρα από τα εδώ εξεταζόμενα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν λ.χ. οι επισιτιστικές επιχειρήσεις, όπου υφίσταται απολύτως δικαιολογημένη ανάγκη να λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια αναφορικά με την εξωτερική εμφάνιση των υπαλλήλων και μάλιστα για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και όπου οι σχετικές απαιτήσεις εξαντλούνται συνήθως στη σχολαστική τήρηση της ατομικής υγιεινής και στη λήψη διάφορων εύλογων μέτρων, όπως λ.χ. την υποχρεωτική κάλυψη της κεφαλής με σκούφο όσων εμπλέκονται στην παρασκευή τροφίμων, μέτρα τα οποία διασφαλίζουν πλήρως τον επιδιωκόμενο σκοπό, δίχως να συνιστούν επέμβαση στην προσωπική σφαίρα του εργαζομένου.
Η έννοια της ευπρεπούς εμφάνισης και εν γένει το εύλογο και θεμιτό των υπό κρίση κάθε φορά εργοδοτικών μέτρων, κρίνεται αντικειμενικά από το δικαστή σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα να επιδρούν στον δικανικό συλλογισμό οι τυχόν υποκειμενικές σταθμίσεις και εκτιμήσεις του εργοδότη. Βασικά κριτήρια της εν λόγω κρίσης αποτελούν ενδεικτικά: η φύση της θέσης εργασίας, το είδος της επιχείρησης, ο επιδιωκόμενος από τον εργοδότη σκοπός με το συγκεκριμένο μέτρο, η αναγκαιότητα και προσφορότητα του μέσου για την επίτευξη του σκοπού, ο βαθμός και η ένταση επέμβασης στην προσωπική σφαίρα του εργαζομένου, το ανεκτό όριο θυσίας των αντίστοιχα θιγόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών εργοδότη-εργαζομένου κ.α.
Αυτονόητο είναι, ότι το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας εξαιτίας της άρνησης του προς απόλυση υπαλλήλου να υιοθετήσει την υποδεικνυόμενη εξωτερική εμφάνιση, συνδέεται άρρηκτα με τα όρια που τίθενται στο δικαίωμα του πρώτου να καθορίζει την εξωτερική εμφάνιση των υπαλλήλων του. Έτσι λοιπόν, οι λόγοι καταγγελίας, που συναρτώνται άμεσα με την προσωπικότητα του εργαζομένου, θα πρέπει να τελούν σε απόλυτη συνάφεια με τη φύση της κατέχουσας θέσης εργασίας και το είδος των ανατεθέντων σε αυτόν καθηκόντων, ώστε να επιδρούν άμεσα και καθοριστικά στην μελλοντική εξέλιξη της εργασιακής σχέσης. Η δε απόλυση του «απείθαρχου» μισθωτού, απαιτείται να καθίσταται και πρακτικά αναγκαία σύμφωνα με το αντικειμενικό αξιολογικό κριτήριο της καλής πίστης, πράγμα που δεν υφίσταται όταν η εργοδοτική αντίδραση στη μη συμμόρφωση του εργαζομένου υπερφαλαγγίζει τον σκοπό που προορίζεται να υπηρετήσει το επιβαλλόμενο μέτρο.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση και εφόσον δεν συντρέχουν άλλα επιβαρυντικά για τον εργαζόμενο στοιχεία, η τυχόν γενόμενη απόλυσή του θα είναι άκυρη ως καταχρηστική. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει, ότι η ορθή στάθμιση πρόκειται να χαράξει και τα όρια μεταξύ του εργοδοτικού δικαιώματος και των θεμιτών περιορισμών του, ενώ η υπέρβαση των ορίων αυτών προς όφελος του εργοδότη ή του εργαζομένου θα θίγει ανεπίτρεπτα τα συμφέροντα του άλλου μέρους. Η δε αξιολογική κρίση που ενσωματώνεται στο συμπέρασμα του υπαγωγικού-δικανικού συλλογισμού, θα εκφράζει συνήθως το αποτέλεσμα της ως άνω στάθμισης.
Στην σχολιαζόμενη απόφαση δεν διαφαίνεται καθαρά η γενόμενη στάθμιση των εκατέρωθεν
αντικρουόμενων συμφερόντων εργοδότη-εργαζομένου, καθώς από το κείμενο αυτής δεν προκύπτουν με σαφήνεια τα κρίσιμα στοιχεία, ήτοι ποιο ακριβώς ήταν το επιτρεπόμενο από τον εργοδότη μήκος μαλλιών που έπρεπε να τηρήσει ο απολυθείς υπάλληλος και αντίστοιχα ο βαθμός απόκλισης της εικόνας του απολυθέντος, ώστε να μπορούσε να αξιολογηθεί σ' ένα πρώτο στάδιο το εύλογο ή μη της εργοδοτικής απαίτησης και ακολούθως της επιλογής του έσχατου μέσου της απόλυσης ως εύλογης ή μη αντίδρασης στη συγκεκριμένη συμπεριφορά του εργαζομένου. Όπως ήδη ειπώθηκε, μόνη η απόκλιση του μήκους μαλλιών δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την καταγγελία της σύμβασης, αλλά θα πρέπει να συντρέχουν και πρόσθετα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, κατ' αντικειμενική κρίση, η εξ αυτού του λόγου διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης, στοιχεία εν τούτοις που δε φαίνεται να διαλαμβάνει στο σκεπτικό της η εν λόγω απόφαση.
Η συγκεκριμένη πολιτική της επιχείρησης, η έγγραφη γνωστοποίησή της στον εργαζόμενο και η αδιαμαρτύρητη τήρησή της για ικανό χρονικό διάστημα, δεν καθιστούν αυταπόδεικτη την ενδεχόμενη κακοπιστία στη συμπεριφορά του, ούτε δύνανται αφ' εαυτές να νομιμοποιήσουν την τυχόν υπέρμετρη εργοδοτική απαίτηση και συνακόλουθα τη γενόμενη καταγγελία. Και αυτό, διότι σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης, αλλά και τις σύγχρονες συναλλακτικές συνήθειες και κοινωνικές αντιλήψεις περί ευπρέπειας, δεν δύναται σε καμία περίπτωση το μήκος της κόμης, αδιακρίτως φύλου, να αποτελεί στοιχείο δηλωτικό της ευπρεπούς ή μη εμφάνισης ενός εργαζομένου και εν γένει ενός ατόμου. Κινούμενη στο ίδιο πνεύμα η ΔΕφΑθ 2007/1999 έκρινε ότι, αυτή και μόνο η διατήρηση γενιού στην κάτω γνάθο(μούσι), δεν στοιχειοθετεί το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς εμφάνισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου