Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Ψηφίστηκε το νομοσχέδιο αποζημίωσης θυμάτων εγκλημάτων βίας

Ψηφίστηκε επί της αρχής και επί των άρθρων κατά πλειοψηφία από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή το νομοσχέδιο με το οποίο εισάγεται στο εθνικό μας δίκαιο η αποζημίωση από το Δημόσιο, θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση.
Σύμφωνα με το ψηφισθέν νομοσχέδιο, θύματα εγκλημάτων βίας από πρόθεση που έχουν τελεστεί στην ημεδαπή, τα οποία έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα ή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούνται, κατόπιν αιτήσεώς τους, εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι προυποθέσεις για την καταβολή  της αποζημίωσης είναι διαζευκτικά οι εξής: α) ο δράστης του εγκλήματος να μην διαθέτει τους απαιτούμενους προς τούτο πόρους, από την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, β) η αδυναμία εξακρίβωσης της ταυτότητας του δράστη, από τη θέση της δικογραφίας στο αρχείο αγνώστων δραστών και γ) η μη άσκηση ποινικής δίωξης ή επιβολής ποινής εναντίον του δράστη, από το χρονικό σημείο της θέσης της δικογραφίας στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα ή από την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή από την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή από την με οποιονδήποτε άλλο τρόπο οριστική περάτωση της υπόθεσης. Ως έγκλημα βίας θεωρείται κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται με χρήση σωματικής βίας και τιμωρείται με κάθειρξη.  Για την υποβολή της αίτησης αποζημίωσης ενώπιον της αρμόδιας Αρχής απαιτείται παράβολο 100 Ευρώ, ενώ κατά της απόφασης της Αρχής προβλέπεται δυνατότητα προσφυγής στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια. Αναλυτικά το νομοσχέδιο για την αποζημίωση θυμάτων εγκλημάτων βίας  από πρόθεση εδώ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΤΡΑ 74/2009 -Μη νόμιμη η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων σε σύστημα ελέγχου της εισόδου των εργαζομένων σε επιχείρηση με ενιαίο εργασιακό χώρο




Α Π Ο Φ Α Σ Η     74/2009

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 09.07.2009 στο κατάστημά της, αποτελούμενη από τους Χ. Γεραρή, Πρόεδρο, Λ. Κοτσαλή, Α. Παπανεοφύτου, Α. Πράσσο, Α.-Ι. Μεταξά, Α. Ρουπακιώτη, τακτικά μέλη, και το αναπληρωματικό μέλος Γ. Πάντζιου, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Α. Πομπόρτση, ο οποίος αν και εκλήθη νομίμως εγγράφως δεν παρέστη λόγω κωλύματος, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Στη συνεδρίαση παρέστησαν οι εισηγητές Γ. Ρουσόπουλος, Ε. Χατζηλιάση, Λ. Ρούσσος, υπάλληλοι του Τμήματος Ελεγκτών και η γραμματέας Γ. Παλαιολόγου, υπάλληλος του Διοικητικού–Οικονομικού Τμήματος,  μετά από εντολή του Προέδρου
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα παρακάτω:
Η Εθνοdata, Ανώνυμος Εταιρεία Μηχανογραφικών Υπηρεσιών και Οργάνωσης υπέβαλε την υπ’ αριθμ. πρωτ. ΓΝ/ΕΙΣ/638/01.06.2009 γνωστοποίηση τήρησης αρχείου και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την οποία δηλώνει ότι για σκοπούς διοίκησης προσωπικού πραγματοποιεί έλεγχο των χαρακτηριστικών της γεωμετρίας του προσώπου. Ειδικότερα, η εταιρεία δηλώνει ότι είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίσει την ελεγχόμενη και απολύτως ασφαλή πρόσβαση μόνο σε εξουσιοδοτημένους χρήστες στους χώρους και τα συστήματα της εταιρείας. Υποστηρίζει ότι με την αξιοποίηση της βιομετρικής τεχνολογίας επιτυγχάνεται η διασφάλιση της επαλήθευσης της ταυτότητας του εργαζομένου κατά τον έλεγχο πρόσβασής του στους χώρους της εταιρείας.  Πρόσβαση στους χώρους της εταιρείας έχουν μόνο οι υπάλληλοί της.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη γνωστοποίηση, το σύστημα προϋποθέτει μια φάση καταγραφής κατά την οποία οι υπάλληλοι προσέρχονται στο γραφείο έκδοσης αδειών εισόδου και υποβάλλονται στην ανάγνωση από ειδική συσκευή των βιομετρικών τους χαρακτηριστικών. Τα βιομετρικά χαρακτηριστικά αποθηκεύονται σε κεντρική βάση δεδομένων, μαζί με το ονοματεπώνυμό τους, τον κωδικό της μισθοδοσίας και την ημερομηνία έναρξης και λήξης του δικαιώματος πρόσβασης στη βάση δεδομένων του γραφείου προσωπικού. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι πρακτικά η διαδικασία λήψης των βιομετρικών χαρακτηριστικών έχει ήδη γίνει, με την προσκόμιση φωτογραφίας του εργαζόμενου κατά την πρόσληψη.
Κατά τη φάση λειτουργίας του συστήματος, ο εισερχόμενος υπάλληλος παρουσιάζεται για δευτερόλεπτα μπροστά στην κάμερα, μετρώνται τα βιομετρικά του χαρακτηριστικά, συγκρίνονται με αυτά της βάσης δεδομένων και εφόσον ταυτίζονται, επιτρέπεται η είσοδος στην εταιρεία. Το σύστημα αποθηκεύει μόνο την ώρα εισόδου/εξόδου.
Η εταιρεία δηλώνει ότι θα ενημερώσει πλήρως και σαφώς τους εργαζόμενους για τη λειτουργία του συστήματος και το σκοπό της επεξεργασίας. Επίσης, με την αρχική γνωστοποίηση η εταιρεία δηλώνει ότι καλύπτει τις απαιτήσεις του άρθρου 4 του Ν. 2472/1997.
Η Αρχή απέστειλε την υπ’ αριθμ. πρωτ. ΓΝ/ΕΞ/638-1/17.06.2009 επιστολή, ενημερώνοντας τον υπεύθυνο επεξεργασίας για όσα αναφέρονται στο τμήμα Ε, παρ. 3 της οδηγίας 115/2001 της Αρχής για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Επισημάνθηκε ότι το σύστημα αφορά όλη την επιχείρηση κι όχι περιορισμένες εγκαταστάσεις που χρήζουν αυξημένης προστασίας και ότι ο σκοπός της επεξεργασίας ενδέχεται να ικανοποιείται με λιγότερο επαχθή μέσα για το υποκείμενο, όπως π.χ. με την ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας ή τη χρήση ειδικής κάρτας εισόδου, χωρίς την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων και ζητήθηκε πληρέστερη τεκμηρίωση για την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της εγκατάστασής του συστήματος. 
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υπέβαλε το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΓΝ/ΕΙΣ/757/25.06.2009 συμπληρωματικό υπόμνημα με το οποίο παρέχει περισσότερα στοιχεία. Διευκρινίζει ότι οι εγκαταστάσεις της εταιρείας βρίσκονται στον 3ο όροφο κτιρίου με ενιαίο χώρο εισόδου και δύο θύρες ασφαλείας. Η διάταξη του χώρου είναι ανοιχτού τύπου (open space), οπότε όποιος περάσει την κεντρική είσοδο μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Η εταιρεία θεωρεί ότι το σύστημα εισόδου εξασφαλίζει την ομαλή ροή των εργασιών της εταιρείας που αφενός χειρίζεται στοιχεία 200.000 συνταξιούχων και αφετέρου αναπτύσσει λογισμικό για την Εθνική Τράπεζα, στο οποίο κανείς δεν πρέπει να έχει πρόσβαση. Τέλος, αναφέρει ότι έχει πιστοποιηθεί και κατά ISO 27001:2005 για την ασφάλεια των πληροφοριών, όπου ένα βασικό στοιχείο που ελέγχεται είναι η ασφάλεια περιμέτρου που περιλαμβάνει τον τρόπο πρόσβασης.
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξέθεσε τις απόψεις του ενώπιον της Αρχής στη συνεδρίαση της 09.07.2009, δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της Κ. Κουράφαλου και του Διευθυντή εργασιών και marketing A. Διευκρινίστηκε ότι η εταιρεία αναλαμβάνει εργασίες για λογαριασμό φορέων όπως η Εθνική Τράπεζα, το ΤΕΒΕ ή το ΤΕΑΠΟΚΑ που αφορούν την επεξεργασία κρίσιμων δεδομένων και για τις οποίες η ανάθεση γίνεται με συμβάσεις που περιέχουν όρους για τη διασφάλιση του απορρήτου. Οι υπάλληλοι της εταιρείας υπογράφουν συμβάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται όροι για την εμπιστευτικότητα και το απόρρητο της επεξεργασίας. Επισημάνθηκε ότι το κέντρο αποθήκευσης δεδομένων της εταιρείας (data center) βρίσκεται στο ίδιο χώρο και διαχωρίζεται με πόρτα που διαθέτει απλή κλειδαριά, όπως άλλωστε και άλλοι κρίσιμοι χώροι, όπως αυτοί στους οποίους γίνεται εισαγωγή δεδομένων από έντυπες φόρμες των πελατών της εταιρείας και παραμένει, έστω και προσωρινά, τμήμα του φυσικού αυτού αρχείου. Τέλος, για τη λογική πρόσβαση των υπαλλήλων της εταιρείας στα συστήματά της χρησιμοποιεί όνομα χρήστη και κωδικό πρόσβασης με συγκεκριμένες προδιαγραφές καθώς και δικαιώματα ενεργειών ανά χρήστη.
Η Αρχή, μετά από εξέταση όλων των παραπάνω στοιχείων και κατόπιν διεξοδικής συζήτησης,

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
1. Όπως έχει ήδη κρίνει η Αρχή (βλ. απόφαση 45/2009), η φωτογραφία ενός προσώπου και τα στοιχεία βιομετρίας (της γεωμετρίας του προσώπου στην υπό κρίση περίπτωση) αποτελούν προσωπικά δεδομένα, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. α΄ του Ν. 2472/1997, καθώς αποτελούν πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων. Η επεξεργασία, συνεπώς, φωτογραφικών και βιομετρικών δεδομένων (της γεωμετρίας του προσώπου) φυσικών προσώπων, υπόκειται στις ρυθμίσεις του Ν. 2472/1997 για την προστασία του προσώπου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Ν. 2472/1997 προβλέπει ότι «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει :... β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας». Η διάταξη αυτή θέτει ως κριτήρια για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας, πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται αν η επεξεργασία των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για τον επιδιωκόμενο σκοπό, ο οποίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθή για το πρόσωπο μέσα, καθώς αυτά έχουν κριθεί ή αποδεικνύονται ανεπαρκή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αρχή δε της αναλογικότητας επιβάλλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να κρίνεται, εάν το συμφέρον του υπευθύνου της επεξεργασίας είναι καταφανώς υπέρτερο των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και ότι επιπλέον δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες των τελευταίων.
3. Το άρθρο 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄ του N. 2472/1997 ορίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων επιτρέπεται όταν «η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Ως υπέρτερο έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας νοείται και η προστασία αγαθών, όπως έχει ήδη δεχθεί η Αρχή στην Οδηγία 1122/2000 για τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (βλ. άρθρο 1 σημ. 2 της Οδηγίας, ό.π).
4. Το τμήμα Ε, παρ. 3 της οδηγίας 115/2001 της Αρχής για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων αναφέρει: «Από την  αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 4 του Ν. 2472/97, η χρήση βιομετρικών μεθόδων  για  τη διαπίστωση της ταυτότητας των εργαζομένων και την πρόσβαση στο σύνολο ή τμήμα των χώρων εργασίας είναι επιτρεπτή μόνο στις περιπτώσεις που αυτό επιβάλλεται από ιδιαίτερες απαιτήσεις ασφαλείας  των χώρων εργασίας και εφόσον δεν υπάρχει άλλο μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (π.χ. στρατιωτικές εγκαταστάσεις, εργαστήρια υψηλού κινδύνου) . Κατά συνέπεια, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να σταθμίζει κάθε φορά αφενός τους υπάρχοντες κινδύνους, την έκταση των κινδύνων αυτών και τις υπάρχουσες εναλλακτικές δυνατότητες αντιμετώπισης των κινδύνων και, αφετέρου, τις προσβολές της ανθρώπινης προσωπικότητας και της ιδιωτικότητας από τη χρήση τέτοιων μεθόδων.»
5. Στην υπό κρίση περίπτωση ως σκοπός της επεξεργασίας δηλώνεται η διοίκηση προσωπικού. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία αποσκοπεί στην προστασία των αγαθών της, όπως αυτά περιγράφηκαν στο ιστορικό, μέσω του ελέγχου της πρόσβασης του προσωπικού στο χώρο. Η εταιρεία έχει έννομο συμφέρον να φροντίσει τόσο για τον έλεγχο της φυσικής πρόσβασης, όσο και για τον έλεγχο της λογικής πρόσβασης των χρηστών  στα συστήματά  της. Με τη συγκεκριμένη επεξεργασία επιδιώκει να αποτρέψει τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση υπαλλήλων της και τρίτων σε κρίσιμα δεδομένα, όπως  τραπεζικά ή ασφαλιστικά στοιχεία. Το μέτρο που έχει επιλέξει, έχει ως  αποτέλεσμα να τυγχάνουν επεξεργασίας  τα βιομετρικά χαρακτηριστικά όλων των υπαλλήλων της, ακόμα και όσων η ειδικότητα δεν έχει σχέση με την επεξεργασία των κρίσιμων δεδομένων, καταγράφοντας την είσοδό τους στο χώρο, όχι όμως και τις προσβάσεις στα κρίσιμα δεδομένα.
6. Η Αρχή κρίνει ότι ο έλεγχος της φυσικής πρόσβασης (της εισόδου στο χώρο) μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, όπως κάρτα πρόσβασης, χωρίς βιομετρικά στοιχεία. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις ασφαλείας που επικαλείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας υφίστανται μόνο για συγκεκριμένους χώρους ή εφαρμογές λογισμικού όπου γίνεται η επεξεργασία των κρίσιμων δεδομένων (server room, χώρος αποθήκευσης εγγράφων, ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις κλπ.). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας όμως εισάγει μια επαχθή για τα υποκείμενα επεξεργασία, για όλους τους χώρους εργασίας, χωρίς να έχει σταθμίσει τις εναλλακτικές δυνατότητες που διαθέτει, για την απαγόρευση της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στα κρίσιμα δεδομένα. Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ενίσχυση των μέτρων ασφάλειας μόνο στο χώρο φύλαξης των δεδομένων, ο οποίος μπορεί να διαχωρισθεί φυσικά από τον υπόλοιπο χώρο της εταιρείας. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η φυσική ασφάλεια δεν αποτελεί το μόνο μέσο ελέγχου της πρόσβασης του προσωπικού στα συστήματα της εταιρείας. Είναι δυνατό να λαμβάνονται μέτρα για τη λογική ασφάλεια (ισχυρή αυθεντικοποίηση για την πρόσβαση στα συστήματα, όπως με τη χρήση κάρτας και κωδικών μιας χρήσης - OTP, περιορισμένα δικαιώματα πρόσβασης κλπ) τα οποία ενεργούν από κοινού με τα μέτρα φυσικής ασφάλειας για την προστασία των αγαθών της εταιρείας. Ενόψει των ανωτέρω, η Αρχή διαπιστώνει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας συλλέγει περισσότερα δεδομένα απ’ όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση του σκοπού της επεξεργασίας και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 2472/1997, πρέπει να διαταχθεί η διακοπή της επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων και η καταστροφή των σχετικών δεδομένων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Αρχή
1) Αποφαίνεται ότι η επεξεργασία που γνωστοποιήθηκε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας δεν είναι νόμιμη.
2) Επιβάλλει τη διακοπή της επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων και την καταστροφή των σχετικών δεδομένων.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ 1366/2009 - Άδεια φροντίδας παιδιού. Αίτηση εργαζόμενης μητέρας για χορήγηση συνεχόμενης άδειας με αποδοχές, αντί μειωμένου ωραρίου. Η νομική φύση της συγκατάθεσης του εργοδότη. Παραπομπή σε Ολομέλεια

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο και Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 9 της 24-5-2004 ΕΓΣΣΕ (Πράξη καταθέσεως Υπ. Εργασίας 16/28-5-2004) το μειωμένο ωράριο (άδεια) θηλασμού και φροντίδας παιδιών του άρθρου 9 της ΕΓΣΣΕ του έτους 1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, δικαιούται ο/η εργαζόμενος με αίτησή του/της να το ζητήσει εναλλακτικά ως συνεχόμενη ισόχρονη άδεια με αποδοχές, εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούται μειωμένου ωραρίου για την φροντίδα του παιδιού. Η εναλλακτική χορήγηση της άδειας προϋποθέτει συμφωνία του εργοδότη και χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 της από 30-6-2004 ΣΣΕ "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Τραπεζών-ΟΤΟΕ για τα έτη 2004-2005", ορίζεται ότι η άδεια φροντίδας παιδιών μπορεί να χορηγείται και συνεχόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου, των κλαδικών ΣΣΕ Τραπεζών-ΟΤΟΕ και με τα οριζόμενα στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την από 21-2-2005 ένδικη αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι την 6-11-2000 προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, απασχολούμενη ήδη με τον βαθμό του λογιστή, ως ταμίας, στο κατάστημα του ..., επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και αντί μηνιαίου μισθού 1346,08 ευρώ. Ότι από τον μήνα Δεκέμβριο 2004 και έπειτα, με επανειλημμένες προς την αναιρεσίβλητη έγγραφες και προφορικές αιτήσεις της, ζήτησε να της χορηγηθεί σωρευτικά (εναλλακτικά, αντί μειωμένου ωραρίου) η άδεια φροντίδας του νηπίου τέκνου της, που προβλέπεται από την οικεία κλαδική ΣΣΕ μεταξύ Τραπεζών-ΟΤΟΕ για τα έτη 2004-2005 (άρθρο 12 αυτής), σε συνδυασμό με την επίσης ισχύουσα από 24-5-2004 ΕΓΣΣΕ (άρθρο 9 αυτής), για προσωπικούς και οικογενειακούς της λόγους, τους οποίους λεπτομερώς ανέφερε στην αγωγή. Ότι η άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της για την λήψη της παραπάνω μορφής άδειας, προϋπέθετε την συμφωνία (συγκατάθεση) της αναιρεσίβλητης εργοδότριας της. Ότι η τελευταία αυτή, αν και μπορούσε ευχερώς και χωρίς κίνδυνο δημιουργίας οποιασδήποτε δυσλειτουργίας στο ανωτέρω κατάστημα της, αφού σ'αυτό υπηρετούσαν και άλλοι, 30 συνολικά, υπάλληλοι, εκ των οποίων οι 8 ήταν ταμίες, που ήταν σε θέση να αναπληρώσουν τις υπηρεσίες της, αρνήθηκε αυθαίρετα και χωρίς κανένα λόγο να ικανοποιήσει την παραπάνω αίτησή της, η οποία στηριζόταν στο προαναφερόμενο δικαίωμα της. Ότι η συγκεκριμένη ενέργεια της αναιρεσίβλητης, τυγχάνει καταχρηστική, διότι αυτή, χωρίς να επικαλείται κάποιον αποχρώντα λόγο, σιωπηρά απέρριψε το παραπάνω αίτημα της. Και ότι η ίδια (αναιρεσείουσα), από την προεκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, έχει υποστεί ηθική βλάβη ως εκ της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στα μητρικά και γονεϊκά της καθήκοντα και να διαμορφώσει ελευθέρως και χωρίς την ανάγκη προσφυγής στις υπηρεσίες άλλων τις συνθήκες της οικογένειας της. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε αφενός να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης να της χορηγήσει σωρευτικά (εναλλακτικά, αντί μειωμένου ωραρίου) την άδεια για τη φροντίδα του νηπίου τέκνου της εφάπαξ, με αφετηρία την δημοσίευση της εκδοθησόμενης αποφάσεως, και αφετέρου να αναγνωρισθεί ότι της οφείλεται ποσό 6.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της. Η αγωγή αυτή, με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε νόμιμη και έγινε δεκτή στην ουσία της. Ωστόσο το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεχθέν την έφεση της αναιρεσίβλητης, έκρινε μη νόμιμη την αγωγή και την απέρριψε, με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης Τράπεζας άρνηση να ικανοποιήσει το εργασιακό αίτημα της αναιρεσείουσας για χορήγηση σωρευτικής άδειας για τη φροντίδα του τέκνου της, δεν συνιστά άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, ώστε να τίθεται ζήτημα καταχρηστικής ασκήσεώς του. Η κρίση αυτή του Εφετείου πλήττεται με τον μοναδικό από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 9 της από 24-5-2004 ΕΓΣΣΕ και του άρθρου 12 της από 30-6-2004 ΣΣΕ, προβάλλοντας ειδικότερα ότι η άρνηση της αναιρεσίβλητης να χορηγήσει σ' αυτή (αναιρεσείουσα) συνεχόμενη άδεια για τη φροντίδα του τέκνου της, αντί μειωμένου ωραρίου, αποτελεί άσκηση δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και κατά συνέπεια είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος της ασκήσεώς της με τα κριτήρια του εν λόγω άρθρου (ΑΚ 281). Με βάση τα δεδομένα αυτά, ανακύπτει ζήτημα αν η από το άρθρο 9 της από 24-5-2004 ΕΓΣΣΕ προβλεπόμενη "συμφωνία", δηλαδή η συγκατάθεση της εργοδότριας Τράπεζας για την εναλλακτική χορήγηση συνεχόμενης ισόχρονης άδειας για τη φροντίδα του παιδιού εργαζόμενης, αντί μειωμένου ωραρίου, αποτελεί άσκηση φυσικής ευχέρειας του προσώπου να συνάπτει συμβάσεις με τρίτους ή να αποκρούει την κατάρτισή τους και γενικότερα να προβαίνει σε πράξεις ή παραλείψεις, ως έκφανσή του κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ατομικού δικαιώματος για ανάπτυξη της προσωπικότητας και ελεύθερη επαγγελματική και οικονομική δράση, η οποία είναι από τη φύση της ανέλεγκτη, ή αν αποτελεί και αυτή άσκηση συγκεκριμένου "δικαιώματος", με την έννοια που ο όρος αυτός έχει στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού μάλιστα η εξουσία αυτή είναι ενταγμένη στο περιεχόμενο υφιστάμενης ήδη συγκεκριμένης έννομης σχέσεως, ήτοι της ατομικής συμβάσεως εργασίας, και επομένως υπόκειται στους περιορισμούς του άνω άρθρου 281 ΑΚ. Συνακόλουθα, και ενόψει του ότι το ανωτέρω νομικό ζήτημα, που δημιουργείται με τον μοναδικό ως άνω λόγο αναιρέσεως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι γενικωτέρου ενδιαφέροντος, πρέπει, κατ' άρθρο 563 παρ. 2 περ. β Κ.Πολ.Δ., να παραπεμφθεί το ζήτημα αυτό και ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, όπως αυτός διατυπώνεται στο αναιρετήριο, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει για κρίση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό και στην από 10-10-2007 αίτηση της ....μοναδικό, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγο για αναίρεση της 1623/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.



Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ 1362/2009 - Άκυρη η απόλυση εγκύου εργαζόμενης, ακόμα κι αν το έμβρυο γεννηθεί τελικά νεκρό




Κείμενο Απόφασης
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Γρηγόριο Κουτσόπουλο (επειδή κωλύονται οι Αρεοπαγίτες Αθανάσιος Θεμέλης και Ειρήνη Αθανασίου), Παναγιώτη Κομνηνάκη και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαΐου 2009, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη...
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά την παρ. 1 του άρθρου 15, το οποίο αφορά την "προστασία της μητρότητας", του ν. 1483/1984. "απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καραγγελία της σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλονται στην εγκυμοσύνη". Ακολούθως εκδόθηκε το π.δ 176 της 2/15-7-1997 για "μέτρα για βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ". Στο άρθρο 2 του προεδρικού αυτού διατάγματος ορίζεται ότι για την εφαρμογή του "νοείται ως: α. Έγκυος εργαζόμενη γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης. β. Λεχώνα εργαζόμενη. Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο μετά τον τοκετό και για χρονικό διάστημα μέχρι δύο μηνών. γ. Γαλουχούσα εργαζόμενη. Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που γαλουχεί, εφόσον έχει πληροφορήσει σχετικά τον εργοδότη της και για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος από τον τοκετό". Ενώ στο άρθρο 10 του ίδιου π.δ/τος ορίζεται ότι "προκειμένου να εξασφαλιστεί στις εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1) Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών. Κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων". Από τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ως άνω διατάξεως της παρ. 1 του 15 του ν. 1483/1984 σαφώς προκύπτει ότι για την εφαρμογή της, δηλαδή για την ακυρότητα της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το, κατ' αρχήν, βασικό χρονικό διάστημα του ενός έτους μετά τον τοκετό ή για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, με εξαίρεση την περίπτωση υπάρξεως σπουδαίου λόγου για καταγγελία, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση ότι αποτελεί τέτοιο σπουδαίο λόγο η ενδεχό-μενη μείωση της αποδόσεως της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη, αρκεί να υπήρξε εγκυμοσύνη και τοκετός, ανεξάρτητα από το αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη αυτήν. Όπως δε από την ίδια διάταξη επίσης σαφώς προκύπτει, ως απαγορευμένη και επομένως απολύτως άκυρη θεωρείται μια τέτοια καταγγελία, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, και στην περίπτωση κατά την οποία το έμβρυο γεννήθηκε νεκρό, δεδομένου ότι όχι μόνο δεν γίνεται οποιαδήποτε σχετική διάκριση στην εν λόγω διάταξη, αλλά και στην περίπτωση αυτήν υπάρχουν οι ειδικές εκείνες περιστάσεις, εξαιτίας των οποίων επιβάλλεται η εργαζόμενη να τύχει ειδικής προστασίας για την αποκατάσταση του οργανισμού της που κλονίστηκε λόγω του τοκετού. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα παραγνώριζε το σκοπό του ως άνω νόμου, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της μητρότητας εν γένει και στην ενθάρρυνση των μισθωτών γυναικών να αποκτούν τέκνα, πράγμα που επιτυγχάνεται με την εξασφάλιση της αποκαταστάσεως και της προσαρμογής του οργανισμού τους στην πριν από την εγκυμοσύνη τους φυσιολογική κατάσταση, ώστε πριν από την πάροδο του προς τούτο απαιτούμενου χρόνου και τουλάχιστον πριν από την πάροδο ενός έτους μετά τον τοκετό να μην είναι επιτρεπτή κατά το νόμο (το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/1984) των εργασιακών τους συμβάσεων. Η τελευταία δε αυτή διάταξη δεν τροποποιήθηκε ως προς το χρονικό διάστημα (ένα έτος) μετά τον τοκετό κατά το οποίο απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσεως εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, με εξαίρεση την περίπτωση της υπάρξεως σπουδαίου λόγου, με το ως άνω π.δ, δεδομένου ότι και με το άρθρο 10 του προεδρικού αυτού διατάγματος, που, κατά το άρθρο του 1 παρ. 1, εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ της 19-10-1992 "σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών", απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2 (του εν λόγω π.δ/τος), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν εδώ. Η αναιρεσείουσα εταιρεία είναι θυγατρική της φαρμακευτικής εταιρείας με την επωνυμία "PIERRE FABPE" με έδρα την Γαλλία και δραστηριοποιείται στην εισαγωγή και εμπορία στην Ελλάδα καλλυντικών προϊόντων των εταιρειών ..., ..., .., ..., ..., ...και ..., τα οποία διαθέτει ακολούθως κυρίως σε φαρμακεία. Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Αθήνα την ... μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας και της αναιρεσίβλητης, που είναι τεχνικός φαρμάκων, καλλυντικών και παρεμφερών προϊόντων, η τελευταία προσλήφθηκε από την πρώτη ως ιατρική επισκέπτρια, με αντικείμενο εργασίας της την επίσκεψη της σε νοσοκομεία και ιδιωτικά ιατρεία σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, προκειμένου να ενημερώνει τους ιατρούς για τα προϊόντα της εταιρείας ..., αντί μηνιαίου μισθού ανερχομένου στο ποσό των 838,30 Ευρώ. Λόγω της άνω ιδιότητας της, της ιατρικής επισκέπτριας, που καθιστούσε αναγκαία τις συνεχείς μετακινήσεις της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, είτε για την επίσκεψη των ιατρών στα νοσοκομεία, στα οποία υπηρετούσαν, είτε στα ιδιωτικά τους ιατρεία, η αναιρεσείουσα παραχώρησε στην αναιρεσίβλητη, για την ευχερή άσκηση των καθηκόντων της, την χρήση του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου καθώς επίσης και κινητής τηλεφωνικής συνδέσεως, προκειμένου να επικοινωνεί για περιορισμένο χρόνο με συναδέλφους της ή με τη διοίκηση της εταιρείας για θέματα που ανάγονται στην άσκηση των υπηρεσιακών της καθηκόντων. Με την ανωτέρω ειδικότητα της η αναιρεσίβλητη παρείχε έκτοτε τις υπηρεσίες της στην αναιρεσείουσα ανελλιπώς μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 2004, οπότε γνωστοποίησε στην τελευταία ότι τελεί σε κατάσταση κυήσεως και ότι ο ιατρός της συνέστησε να αποφεύγει τις συχνές μετακινήσεις τόσο εντός της πόλεως των Αθηνών όσο και εκτός Αττικής, για την προστασία δε τόσο της ίδιας της αναιρεσίβλητης όσο και του εμβρύου η αναιρεσείουσα αποδέχθηκε το αίτημα της όπως, μέχρι την έναρξη της άδειας κυήσεως, εργαστεί ως αισθητικός στο φαρμακείο "...", που βρίσκεται στη ..., ενώ παράλληλα της επιτράπηκε να συνεχίσει να κάνει χρήση του ανωτέρω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου καθώς και της τηλεφωνικής συνδέσεως για την ευχερέστερη άσκηση των καθηκόντων της. Ακολούθως, κατόπιν και πάλιν σχετικού αιτήματος της και προκειμένου να έχει καλύτερη πρόσβαση στην εργασία της, συμφωνήθηκε όπως κατά το χρονικό διάστημα από 19.4.2004 μέχρι και 23.6.2004 απασχοληθεί ως αισθητικός - σύμβουλος ομορφιάς στο Φαρμακείο "...", που βρίσκεται στην περιοχή της ... . Κατά την τελευταία αυτήν ημέρα, (23.6.2004) μετά προηγηθείσα ιατρική εξέταση της αναιρεσίβλητης διαπιστώθηκε ότι το από αυτήν κυοφορούμενο έμβρυο ήταν ήδη νεκρό και κατόπιν τούτου κατέστη αναγκαία η άμεση εισαγωγή της σε ιδιωτικό μαιευτήριο, στο οποίο, μετά πρόκληση φυσιολογικού τοκετού, έτεκε το από αυτής κυοφορούμενο τέκνο, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, ήταν ήδη νεκρό. Μετά ταύτα η αναιρεσίβλητη ζήτησε και της χορηγήθηκε από το ΙΚΑ άδεια ασθένειας διάρκειας 34 ημερών, μετά τη λήξη της οποίας, κατόπιν αιτήσεως της, ζήτησε και έλαβε από την αναιρεσείουσα κανονική άδεια, διάρκειας 17 ημερών, που άρχιζε στις 28.7.2004 και έληγε στις 20.8.2004. Κατά την τελευταία αυτήν ημέρα της επανόδου της στην εργασία της και ενώ είχαν παρέλθει μόνον οκτώ και ήμισυ εβδομάδες από τον τοκετό και συνεπώς η αναιρεσίβλητη τελούσε σε κατάσταση λοχείας, γεγονός το οποίο γνώριζε η αναιρεσείουσα, η τελευταία με το επιδοθέν στην πρώτη ταυτόχρονο έγγραφο της κατήγγειλε την με αυτήν υφιστάμενη σύμβαση εργασίας και προέβη από τις 23.8.2004 στην απόλυση της, αφού της προσέφερε ως νόμιμη αποζημίωση της το ποσό των 2.836,07 Ευρώ. Στην εν λόγω έγγραφη καταγγελία δεν αναγραφόταν κάποιος σοβαρός λόγος, ο οποίος να τη δικαιολογεί, ούτε επιδόθηκε αυτή στην Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Π.Δ/τος 176/1997. Περαιτέρω όμως, αποδείχτηκε ότι στην ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας προέβη η αναιρεσείουσα αποκλειστικά και μόνο λόγω της ως άνω εγκυμοσύνης της ανσιρεσίβλητης και της στη συνέχεια απουσίας αυτής λόγω της χορηγηθείσας σ' αυτήν άδειας τοκετού, δηλαδή κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 15 παρ. 1 και 2 του Ν. 1483/1984 και 10 παρ. 1 του Π.Δ/τος 176/1997. Για την ως άνω γενόμενη καταγγελία της συμβάσεώς της, παρότι η αναιρεσείουσα γνώριζε ότι διαρκούσε ακόμη η κατάσταση της λοχείας της, η αναιρεσίβλητη διαμαρτυρήθηκε στους νόμιμους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας, στους οποίους και γνωστοποίησε την εμμονή της στη συνέχιση της συμβάσεως της και στην προσφορά σ' αυτήν των υπηρεσιών της, μετά όμως την άρνηση τους ν' αποδεχτούν αυτές με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει κενή θέση ιατρικού επισκέπτη, άσκησε κατ' αυτών την ένδικη αγωγή της. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αλλά και την περαιτέρω παραδοχή του ότι η κατά τα πιο πάνω γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης έγινε χωρίς να υφίσταται σπουδαίος προς τούτο λόγος, κατά τα ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικώς διαλαμβανόμενα, τα οποία δεν ενδιαφέρουν εδώ, το Εφετείο με την απόφασή του αυτή δέχτηκε ότι η ανωτέρω, χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, γενόμενη από την αναιρεσείουσα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της αναιρεσίβλητης, ενώ αυτή βρισκόταν σε κατάσταση λοχείας, αντιβαίνουσα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 15 του ν. 1483/1984 και 10 του π. δ/τος 176/1997, ήταν άκυρη και επομένως η αναιρεσείουσα, αρνούμενη τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης κατέστη υπερήμερη και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτήν τους μισθούς υπερημερίας του από 24-8-2004 έως 2-6-2005 χρονικού διαστήματος, κατά τα ειδικότερα στην απόφασή του αυτή σχετικώς διαλαμβανόμενα. Κρίνοντας το Εφετείο και δη με σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό πόρισμα ότι η ως άνω εκ μέρους της αναιρεσείουσας καταγγελία της με την αναιρεσίβλητη υφιστάμενης συμβάσεως εργασίας ήταν άκυρη, ως γενόμενη χωρίς σπουδαίο λόγο, δεν παραβίασε (με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους) τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984 και του άρθρου 10 του π.δ. 176/1997. και αυτό γιατί, με βάση τις παραπάνω παραδοχές του, πράγματι η προαναφερόμενη εκ μέρους της αναιρεσείουσας καταγγελία της με την αναιρεσίβλητη υφιστάμενης συμβάσεως εργασίας ήταν, σύμφωνα με τα παραπάνω, απολύτως άκυρη, ακριβώς διότι έγινε πριν από την πάροδο ενός έτους μετά τον τοκετό, χωρίς να υπάρχει σπουδαίος προς τούτο λόγος, έστω και να το έμβρυο γεννήθηκε νεκρό, κατά τα προαναφερόμενα. Ακόμη δεν παραβίασε ούτε την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984, κατά την οποία "ο νόμος 1302/1982..., ο νόμος 1414/1984...., όπως και κάθε διάταξη που αναφέρεται στην προστασία της μητρότητας εφαρμόζεται και στους εργαζόμενους με σχέση έμμισθης εντολής", δεδομένου ότι ούτε ασχολήθηκε περαιτέρω, αλλ' ούτε και έπρεπε να ασχοληθεί με την ερμηνεία ή την εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση της εν λόγω διατάξεως, αφού, κυρίως, αυτή αφορά εργαζόμενες "με σχέση έμμισθης εντολής", ενώ στην εδώ ενδιαφέρουσα περίπτωση πρόκειται για εργαζόμενη με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, κατά τα προαναφερόμενα. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβιάσεως του άρθρου 15 παρ. 1 και 2 του ν. 1483/1984 και του άρθρου 10 του π.δ 176/1997, όπως εκτιμάται, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.
ΙΙ. Επειδή ως "πράγματα" που προτάθηκαν από τους διαδίκους, η μη λήψη υπόψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του Κ.Πολ.Δ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεώς του, νοούνται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση (Ολ.ΑΠ 469/1984), ενώ "πράγματα", κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως, αν είναι ορισμένοι. Πάντως δεν αποτελούν "πράγματα", κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και του περιεχομένου των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο (και τελευταίο) λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 περ. β'του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, γιατί δεν έλαβε υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφασή του α) την υπ' αριθ. 128/1989 εγκύκλιο του Ι.Κ.Α που αφορά τη μη ύπαρξη δυνατότητας κατ5αβολήγς των επιδομάτων μητρότητας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το παιδί γεννιέται νεκρό ή πεθαίνει λίγες ώρες μετά τον τοκετό, β) την υπ' αριθ. 045/2004/23597 απόφαση του ΙΚΑ, με την οποία χορηγήθηκε στην αναιρεσίβλητη επίδομα ανικανότητας για εργασία, γ) την υπ' αριθ. 23971/4-8-2004 αίτηση της αναιρεσίβλητης προς το ΙΚΑ με την οποία ζητούσε να της χορηγηθεί επίδομα ασθενείας, δ) την έγγραφη βεβαίωση που αφορά την εργαζόμενη ... και ε) την υπ' αριθ. ... απόφαση του ΙΚΑ με την οποία χορηγήθηκε στην αμέσως πιο πάνω υπό το στοιχ. δ' εργαζόμενη επίδομα μητρότητας για κυοφορία - λοχεία, τα οποία έγγραφα προσκόμισε με επίκληση με τις κατ' έφεση υποβληθείσες προτάσεις της η αναιρεσείουσα. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η επίκληση όλων των αμέσως παραπάνω εγγράφων και του περιεχομένου τους δε αποτελούσε "πράγμα", κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ, με αποτέλεσμα, και στην περίπτωση κατά την οποία τα παραπάνω έγγραφα δεν λήφθηκαν υπόψη, να μην ιδρύεται ο από την εν λόγω διάταξη προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος. Εξάλλου, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, στην επί της ουσίας της υποθέσεως κρίση του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, εκτός των μνημονευόμενων ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων και ενόρκων βεβαιώσεων, και όλων των εγγράφων, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους. Από τη βεβαίωση αυτήν και την όλη περαιτέρω σχετική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του καθίσταται χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε και όλα τα αμέσως πιο πάνω στο δεύτερο λόγο αναιρέσεως αναφερόμενα έγγραφα υπό τα στοιχεία α' έως και ε', τα οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει η αναιρεσείουσα (εφόσον δε γίνεται μνεία για το αντίθετο στην εν λόγω απόφαση), έστω και αν δεν τα μνημονεύει στην απόφασή του ειδικώς και δεν τα αξιολογεί χωριστά και παρά το ότι, αντιθέτως, στην απόφασή του αυτήν κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση άλλων αποδεικτικών στοιχείων, επειδή τους αποδίδει ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα ως προς ορισμένο από τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά. Επομένως σε κάθε περίπτωση ο αμέσως πιο πάνω δεύτερος (και τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, ως τέτοιος από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της μη λήψεως υπόψη των παραπάνω εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-2-2008 αίτηση της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΠΙΕΡ ΦΑΜΠΡ ΕΛΛΑΣ Ανώνυμος Εταιρία Καλλυντικών και Φαρμακευτικών Προϊόντων", για αναίρεση της υπ' αριθ. 3.618/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΑΠ 1409/2009 - Υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας παραιτούμενοι από την εργασία τους μετά τη συμπλήρωση 15ετούς υπηρεσίας δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 αποζημίωσης απόλυσης. Η συγκατάθεση της Τράπεζας για την αποχώρηση θεωρείται ότι έχει δοθεί εκ των προτέρων βάσει των διατάξεων του οικείου Κανονισμού Εργασίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μουστάκα (επειδή κωλύονται οι Αρεοπαγίτες Αθανάσιος Θεμέλης και Ειρήνη Αθανασίου) και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 μισθωτοί, που συνδέονται με σχέση εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, εφόσον συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη με την έννοια του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65ο έτος της ηλικίας του και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του αυτού Νόμου. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στην διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανόμενος σ' αυτή όρους μειωμένης αποζημιώσεως. Εξάλλου, σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με τη συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον Κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ισχύοντος από 12-3-2001 νέου Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσείουσας Τράπεζας, ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 1876/1990, με την από 9-3-2001 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσείουσας και της συνδικαλιστικής οργανώσεως του προσωπικού του Συλλόγου Υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος, κατατέθηκε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με αριθμό 5/12-3-2001 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρ. 2 παρ. 6,7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του Ν. 1876/1990), η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό της Τράπεζας λύεται με το θάνατο του υπαλλήλου, την έγγραφη παραίτησή του, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας και με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την Τράπεζα για σπουδαίο λόγο, σε κάθε περίπτωση δε, η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί με την 42/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι όροι του εφαρμοζόμενου με ισχύ νόμου Κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς, η διεπόμενη από τέτοιο Κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού περιέχει και τους όρους του Κανονισμού. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του Κανονισμού ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, αφού και η παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση του υπαλλήλου που λύεται με την παραίτησή του πριν από την συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, ο αποχωρών με έγγραφη παραίτηση υπάλληλο της εργοδότιδας Τράπεζας, δικαιούται τη μειωμένή ως άνω αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον κανονισμό δικαίωμα παραιτήσεως του μισθωτού από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεσή της στην αποχώρηση των εργαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε, μεταξύ άλλων και τα εξής, που ενδιαφέρουν εδώ: Οι αναιρεσίβλητοι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, προσλήφθηκαν από την αναιρεσείουσα (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." στις ...-11-1971, ...-3-1982, ...-11-1974, ...-12-1976, ...-1-1983, ...-6-1984, ...-10-1972, ...-1-1980 και ...-10-1971, αντιστοίχως και απασχολήθηκαν ως υπάλληλοι, πλην του τρίτου, ο οποίος προσλήφθηκε ως εργάτης και από το έτος 1981 μετετάγη στον ταμιακό κλάδο. Γεννήθηκαν την ...-1-1953,...-10-1957,...-9-1956,...-3-1948,...-11-1961,...-1-1965,...-5-1950,...-8-1961 και ...-1-1948, αντίστοιχα, υπέβαλαν δε, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Κανονισμού εργασίας Προσωπικού της αναιρεσείουσας εγγράφως την παραίτηση τους από την υπηρεσία της τελευταίας και έπαυσαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς αυτήν από ...-5-2004,...-7-2004,...-5-2004,...-5-2004,...-4-2004,...-7-2004,...-5-2004,...-4-2004 και ...-6-2004, αντιστοίχως, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση διαρκούς υπηρεσίας 32, 22, 29, 27, 21, 20, 32, 24 και 32 ετών, αντιστοίχως και πριν από τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας τους. Μετά την παραίτηση των αναιρεσιβλήτων, λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους, οι οποίες μετατράπηκαν εξαρχής σε συμβάσεις αόριστου χρόνου και έτσι αυτοί δικαιούνται την μειωμένη αποζημίωση, αφού δεδομένη και η συγκατάθεση της αναιρεσείουσας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον Κανονισμό δικαίωμα παραιτήσεως των μισθωτών από την υπηρεσία της, δηλαδή δικαιούνται το μισό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο τελικά με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με βάση και άλλες παραδοχές του, που δεν ενδιαφέρουν εδώ, αφού δέχτηκε κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθμ. 1660/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εξαφάνισε την απόφαση αυτή, στη συνέχεια, ύστερα από διακράτηση της υποθέσεως, δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη από 23-9-2004 αγωγή των αναιρεσιβλήτων για επιδίκαση γης ως άνω μειωμένης αποζημιώσεως, δεν παραβίασε ούτε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990, του άρθρου 33 του παραπάνω νέου Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσείουσας Τράπεζας και του άρθρου 8 εδ, α' του ν.3198/1955, αλλ' ούτε και εκείνες του άρθρου 669 του ΑΚ, με την οποία ρυθμίζεται ο τρόπος λήξεως της συμβάσεως εργασίας και του άρθρου 202 του ίδιου Κώδικα, με το οποίο ορίζεται ότι "αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή" των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση". Και αυτό γιατί πράγματι, με βάση τις παραδοχές του, οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνταν την από το άρθρο 8 εδ. α' του ν.3193/1955 προβλεπόμενη αποζημίωση, εφόσον α) οι κατ' αρχήν ορισμένου χρόνου ένδικες συμβάσεις τους εργασίας με την αναιρεσείουσα Τράπεζα, ύστερα από τις προαναφερόμενες έγγραφες παραιτήσεις τους, με τις οποίες πληρώθηκε η, κατά τα πιο πάνω, ενυπάρχουσα σε κάθε μία από τις συμβάσεις αυτές διαλυτική αίρεση, μετέπεσαν και μετατράπηκαν εξαρχής σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, β) Συμπλήρωσαν υπερδεκαπενταετή υπηρεσία στην εργοδότιδά τους (αναιρεσείουσα Τράπεζα) και γ)υφίσταται συγκατάθεση της εργοδότιδας αναιρεσείουσας Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο από τον ως άνω Κανονισμό Εργασίας δικαίωμα παραιτήσεως των μισθωτών της από την εργασία τους, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την αναιρεσείουσα Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεση της στην αποχώρηση των εργαζομένων σ' αυτήν (συνεπώς και των ίδιων των αναιρεσιβλήτων). Επομένως οι ενιαίως κρινόμενοι, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβιάσεως των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του ν.1876/1990, του άρθρου 8 εδ., α' του ν.3198/1955, των άρθρων 669 και 202 του ΑΚ και του άρθρου 33 του ίδιου Κανονισμού Εργασίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στο σύνολο τους.

ΓIA ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 11-12-2007 αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1080/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών...

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

ΣτΕ 3500/2009 -Αντισυνταγματικότητα διατάξεων που επιτρέπουν την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών ανεγειρόμενων μετά την 31.1.1983

Με την Σ.τ.Ε. 3500/2009 (Ολομ.) κρίθηκε ότι είναι ανίσχυρες διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών ανεγειρομένων μετά τη θέσπιση των βασικών πολεοδομικών κανόνων που εκδόθηκαν σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν όρους και περιορισμούς δόμησης ή χρήσεις γης. 
Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγιναν δεκτά τα εξής: οι συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2, 3 και 5 απευθύνουν στον κοινό νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότησή του κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, την επιταγή να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ουσιώδες στοιχείο του σχεδιασμού αυτού είναι ο καθορισμός ή η τροποποίηση των χρήσεων γης της πόλεως, κριτήρια δε για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων, μη επιτρεπομένης της χειροτερεύσεώς τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την επί το δυσμενέστερο μεταβολή της επιτρεπόμενης χρήσεως –αν αυτή δεν επιβάλλεται από εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος προς εξυπηρέτηση προέχουσας σημασίας σκοπού κατά την μετά από στάθμιση ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο- ή τη νόθευσή της. Τούτων έπεται, ότι μέχρις ότου τεθούν για πρώτη φορά από το νομοθέτη, προς εκπλήρωση της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής, οι βασικοί κανόνες πολεοδομήσεως, είναι συνταγματικώς ανεκτή η πρόβλεψη της δυνατότητας εξαιρέσεως από την κατεδάφιση κατασκευών που έχουν αυθαιρέτως ανεγερθεί πριν τη θέσπιση των κανόνων αυτών (παλαιές κατασκευές), αλλά ως εξαιρετικής ρυθμίσεως και υπό όρους. Είναι όμως αντίθετες προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή διατάξεις, με τις οποίες επιτρέπεται η υπό τους αυτούς όρους εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών που ανεγείρονται μετά τη θέσπιση των ανωτέρω πολεοδομικών κανόνων, και κατά παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους όρους και περιορισμούς δομήσεως ή τις χρήσεις γης (νέες κατασκευές), διότι η εξαίρεση αυτή συνεπάγεται τη νόθευση και τη συνεχή ανατροπή του γενομένου βάσει των νέων πολεοδομικών κανόνων πολεοδομικού σχεδιασμού, ανατροπή η οποία, είτε αφορά τα κτήρια και τον τρόπο δομήσεώς τους είτε τη χρήση τους, έχει ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβιώσεως, πολλώ δε μάλλον όταν οι όροι εξαιρέσεως από την κατεδάφιση μιας νέας αυθαίρετης κατασκευής ή διατηρήσεως μιας επανεμφανιζόμενης, αλλά μη επιτρεπομένης χρήσεως, επιβάλλουν να εκτιμάται η πολεοδομική επιβάρυνση της περιοχής, όπου ευρίσκεται η κατασκευή ή η χρήση από την εξαίρεση μόνης αυτής από την κατεδάφιση και όχι από το σύνολο των ήδη εξαιρεθεισών όσο και των εξαιρουμένων από την κατεδάφιση νέων αυθαίρετων κατασκευών της περιοχής αυτής, προς την οποία εξαίρεση ταυτίζεται και η διατήρηση επανεμφανιζόμενων αλλά κατά την ισχύουσα πολεοδομική ρύθμιση μη επιτρεπόμενων πλέον χρήσεων.

Πρόταση Εισηγητή Συμβούλου της Επικρατείας προς ΑΕΔ: Αντισυνταγματική η προσωποκράτηση για χρέη προς το Δημόσιο

Να κριθεί αντισυνταγματική η προσωποκράτηση για χρέη προς το Δημόσιο πρότεινε χθες, όπως αναμενόταν, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ο σύμβουλος Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης.
Ο κ. Μαντζουράνης στην εισήγηση του επικαλέστηκε τα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος τα οποία ανάγουν τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας και προβλέπουν ότι η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη και υποστήριξε ότι το επίμαχο μέτρο αντίκειται σε αυτά.
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου υποστήριξε το αντίθετο, σημειώνοντας ότι το όριο απαγόρευσης της προσωποκράτησης για χρέη προς το Δημόσιο αυξήθηκε από τα 30.000 στα 150.000 ευρώ και ότι το μέτρο είναι αναγκαίο και εύλογο για την επίτευξη σκοπού ιδιαίτερου δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην είσπραξη δημοσίων εσόδων για τη λειτουργία και ικανοποίηση αναγκών του κράτους και της κοινωνίας.
Το ζήτημα έφθασε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ύστερα από τις αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που είχε κρίνει το μέτρο συνταγματικό, και της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε αποφανθεί υπέρ του αντιθέτου. Το ΑΕΔ επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του.
(Πηγή: www.lawnet.gr) 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΜονΠρΘεσ 35092/2009 - Ασφαλιστικά Μέτρα. Προσβολή προσωπικότητας. Απαγορεύει στην καθής να πλησιάζει την αιτούσα σε απόσταση μικρότερη των 15 μέτρων.


Αριθμός 35092/2009
Το Μονομελές Πρωτοδικειο Θεσσαλονίκης
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Η αιτούσα επικαλείται επείγουσα περίπτωση και ζητεί, με την κρινόμενη από 20-8-2009 αίτηση της, ως ασφαλιστικό μέτρο, να ρυθμισθεί προσωρινά η κατάσταση, που έχει προκύψει από την παράνομη συμπεριφορά της καθής, η οποία κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα το μήνα Ιούλιο του 2009 προέβη σε εξυβριστικές και απειλητικές ενέργειες εναντίον της και επιτέθηκε εναντίον της, προκαλώντας σ' αυτήν σωματικές βλάβες και προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπικότητα της και, ειδικότερα, ζητεί να απαγορευθεί στην καθής να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη προσβολής της προσωπικότητας της με την καθ' οιονδήποτε τρόπο εκτόξευση ύβρεων και απειλών εναντίον της, καθώς και να την πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 15 μέτρων, ώστε να διαφυλαχθεί η ζωή και η σωματική της ακεραιότητα, να απειληθεί σε βάρος της καθής προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους και χρηματική ποινή ύψους 1.500 ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη.
...Πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και η καθής κατοικούν στην ίδια πολυώροφη οικοδομή, στις Συκιές Θεσσαλονίκης και επί της οδού ... Συγκεκριμένα, η αιτούσα διαμένει σε διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της οικοδομής και η καθής σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Η καθής αντιμετωπίζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα, εξαιτίας των οποίων η συμπεριφορά της είναι βίαιη και επικίνδυνη και διακρίνεται από μεγάλη επιθετικότητα. Κατά το τελευταίο μάλιστα χρονικό διάστημα, εκδηλώνει βίαιες αντιδράσεις σε βάρος της αιτούσας, διότι, όπως η ίδια δήλωσε, επιθυμεί να μη διατηρεί (η αιτούσα) φιλικές σχέσεις με τη μητέρα της (της καθής), η οποία διαμένει σε διαμέρισμα του ισογείου (όπως και η αιτούσα) ορόφου της ίδιας οικοδομής και να μην συναναστρέφεται με αυτή. Ειδικότερα, σε καθημερινή βάση, εξυβρίζει χωρίς λόγο την αιτούσα, διατυπώνει απειλές σε βάρος της για τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα, προξενεί ζημίες και καταστροφές σε περιουσιακά της αντικείμενα και δεν δίστασε ακόμη και να βιαιοπραγήσει σε βάρος της, μη σεβόμενη ούτε καν την ηλικία της, αφού η αιτούσα συμπλήρωσε ήδη το 82° έτος της ηλικίας της (γεννήθηκε την 3-9-1927). Συγκεκριμένα, την 3-7-2009, τα μεσάνυχτα, η καθής εξύβρισε και απείλησε την αιτούσα έξω από την πόρτα της οικίας της, απευθύνοντας προς αυτήν τις φράσεις «αν ξαναπιείς καφέ με τη μάνα μου, θα σε σκοτώσω και σένα και αυτήν», «σκύλα, δεν θα βγεις ζωντανή από εκεί μέσα», «άνοιξε, γιατί θα σε κάψω ζωντανή». Στη συνέχεια, αναποδογύρισε μια γλάστρα έξω από την είσοδο της οικίας της αιτούσας και, ακολούθως, αφού έβαλε φωτιά σε πανιά που είχε μαζί της, τα πέταξε αναμμένα στο μπαλκόνι του διαμερίσματος της αιτούσας, με αποτέλεσμα ο καπνός να εισέλθει στην οικία της, η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό να γίνει αποπνικτική από τις αναθυμιάσεις και να περιέλθει η αιτούσα σε κατάσταση τρόμου και ταραχής. Αμέσως, η αιτούσα κάλεσε την Αστυνομία και μετά από λίγη ώρα κατέφθασε στον τόπο του συμβάντος ένα περιπολικό του Αστυνομικού Τμήματος Συκεών. Όμως, η καθής, αν και αναζητήθηκε από τους αστυνομικούς σε ολόκληρη την πολυκατοικία, δεν ανευρέθη, διότι πρόλαβε να εξαφανισθεί, φοβούμενη προφανώς τη σύλληψη της
Μετά από λίγες ημέρες και, συγκεκριμένα, κατά τις βραδινές ώρες της 20-7-2009, η καθής δημιούργησε νέο επεισόδιο σε βάρος της αιτούσας, όταν εμφανίσθηκε με άγριες και ιδιαίτερα επιθετικές διαθέσεις έξω από την πόρτα του διαμερίσματος της και διατύπωσε ύβρεις και απειλές κατά  της ζωής της και της σωματικής της ακεραιότητας. Όταν δε η αιτούσα άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος της, εισήλθε ορμητικά σ' αυτό η καθής και επιτέθηκε εναντίον της, γρονθοκοπώντας και κλωτσώντας την σε ολόκληρο το σώμα της, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει σωματικές κακώσεις και να την περιαγάγει σε ψυχική υπερδιέγερση και ταραχή. Η αιτούσα κάλεσε εκ νέου την Αστυνομία, φοβούμενη για τη ζωή της και τη σωματική της ακεραιότητα από την περαιτέρω εκτράχυνση και τον παροξυσμό της συμπεριφοράς της καθής. Οι αστυνομικοί, που κατέφθασαν στον τόπο του συμβάντος με περιπολικό αυτοκίνητο, βρήκαν την καθής, την οποία οδήγησαν στο Αστυνομικό Τμήμα Συκεών, όπου και εξακριβώθηκαν τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας της. Για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, που τέλεσε η καθής σε βάρος της αιτούσας την 3 και την 20-7-2009, υπέβαλε η τελευταία την 30-7-2009 έγκληση εναντίον της στο Αστυνομικό Τμήμα Συκεών
Την επόμενη ημέρα (31-7-2009), ύστερα από έγγραφη παραγγελία του ανωτέρω Αστυνομικού Τμήματος, εξετάσθηκε η αιτούσα από την ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης Ελένη Καλύβα και από την εξέταση διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκαν στην αιτούσα από τον ξυλοδαρμό, που υπέστη από την καθής την 20-7-2009, θλαστικές εκχυμώσεις των μαλακών μορίων: α) της δεξιάς παρειακής χώρας, β) της αριστερής υποκλειδίου χώρας, γ) κατά το άνω τριτημόριο της έξω επιφάνειας και τη μεσότητα της ραχιαίας επιφάνειας του αριστερού μηρού, δ) του αριστερού γόνατος και ε) του δεξιού βραχίονα, ενώ, επιπλέον, η ίδια ανέφερε οδονταλγία κατά τη μάσηση, ωταλγία και οσφυαλγία. Η καθής, η οποία εξετάσθηκε ανωμοτί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, συνομολόγησε τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδίδοντας την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, που επέδειξε σε βάρος της αιτούσας, στην ακλόνητη κατ' αυτήν πεποίθηση ότι η τελευταία επηρεάζει αρνητικά σε βάρος της τη μητέρα της, με την οποία η ίδια διατηρεί εχθρικές σχέσεις και ότι τη διαβάλλει σ' αυτήν. Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθής, με την προαναφερόμενη συμπεριφορά της, προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητα της αιτούσας. Κατόπιν όλων αυτών και επειδή συντρέχει επείγουσα περίπτωση και επικείμενος κίνδυνος να επαναλάβει η καθής τις πιο πάνω πράξεις της, παρίσταται ανάγκη να ρυθμισθεί προσωρινά η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την προσβολή της προσωπικότητας της αιτούσας και πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να ληφθεί το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να απειληθεί σε βάρος της καθής, για την περίπτωση που αυτή παραβεί την υποχρέωση της και παραβιάσει την απόφαση, προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή ποσού 1.000 ευρώ για κάθε παράβαση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθής, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 του ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την αίτηση. Απαγορεύει προσωρινά στην καθής να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη, η οποία προσβάλλει την προσωπικότητα της αιτούσας και θέτει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική της υγεία, ιδιαίτερα δε, να την πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των δεκαπέντε (15) μέτρωνΑπειλεί σε βάρος της καθής προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή ύψους χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας αποφάσεως.