Όπως ανέφερα σε προηγούμενο post, με την υπ' αριθμ. 816/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπαλλήλου του ΟΤΕ καταρτίστηκε προσχηματικά και με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1920 ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας, με συνέπεια να καθίσταται αυτή άκυρη ως προς το χρονικό αυτό περιορισμό της διάρκειάς της. Κατά συνέπεια η σύμβαση αυτή συνιστά κατ’ ορθό χαρακτηρισμό σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζει να υφίσταται και μετά τη συμφωνημένη λήξη της.
Ο συμβασιούχος του ΟΤΕ, είχε προσληφθεί κατά τη διετία 2002-2004, από τον ΟΤΕ, στον οποίο ισχύει γενικός κανονισμός προσωπικού που δεν επιτρέπει τη μετατροπή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η εν λόγω απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι για τους συμβασιούχους του ΟΤΕ δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός προσωπικού του ΟΤΕ, αλλά η εργατική νομοθεσία και ειδικά ο Ν. 2112/1920 και η ρήτρα 5 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.
Ακολουθεί το πλήρες σκεπτικό της απόφασης:
"... Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 699 και 672 του ΑΚ και 1 του Ν. 2112/1920, συνάγεται ότι:
α) Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου είναι εκείνη στην οποία οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. β) Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία ρητώς ή σιωπηρώς έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη αυτή προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής συμβάσεως ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Εξάλλου, ορίζεται: α) στο άρθρο 671 του ΑΚ ότι «η σύμβαση εργασίας που συνομολογηθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης» και β) στο άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 ότι «οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου».
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση καταρτίστηκε υποχρεωτικώς ως ορισμένης διάρκειας εκ του νόμου, όπως στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 του αναμορφωμένου ΓΚΠ-ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ με την από 10.6.1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω Ε.Σ.Σ.Ε) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρ. 7 παρ. 1 Ν. 1876/1990), κατά την οποία ο Οργανισμός δύναται προς κάλυψη εκτάκτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης, αυτή δε η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: «Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 15.5.2002 ως εργάτης, με έγγραφη σύμβαση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση ορισμένου χρόνου και η διάρκεια της έληγε στις 15.1.2003. Μετά την πάροδο του οκταμήνου και τη λήξη της διάρκειας της ως άνω σύμβασης, αυτή ανανεώθηκε από την εναγομένη, χωρίς να μεσολαβήσει καμία διακοπή, δύο φορές, αρχικά για ένα ακόμη οκτάμηνο, ήτοι μέχρι τις 14.9.2003, και στη συνέχεια για ένα εξάμηνο, ήτοι μέχρι τις 14.3.2004, οπότε η εναγομένη έπαυσε να δέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος. Παρά το γεγονός, όμως, ότι ο ενάγων προσλήφθηκε ως εργάτης, από την αρχή της πρόσληψής του εκτελούσε εξειδικευμένη εργασία στις τεχνικές υπηρεσίες της εναγομένης και συγκεκριμένα, απασχολήθηκε, καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ως βοηθός τεχνίτη σε υποστηρικτικές εργασίες του βλαβοληπτικού κέντρου Αλεξάνδρας, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης, η εργασία του δε αυτή ήταν όμοια με αυτήν την οποία εκτελούσαν οι μόνιμοι υπάλληλοι της εναγομένης. Συνεπώς, η σχέση εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη είχε από 15.5.2002 τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η πρόσληψη και η απασχόληση αυτού δεν εξυπηρετούσε πρόσκαιρες και παροδικές ανάγκες της εναγομένης αλλά πάγιες, διαρκείς και μόνιμες ανάγκες των τεχνικών υπηρεσιών αυτής. Ως εκ τούτου ο χρονικός περιορισμός της από 15.5.2002 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, και την εν συνεχεία διαδοχικών συμβάσεων ανανεώσεως αυτής δεν δικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα, από την εποχικότητα των έργων της εναγομένης και από τη φύση των υπηρεσιών που παρείχε σ’ αυτήν ο ενάγων ούτε από τη φύση των καλυπτομένων από την εργασία του αναγκών της εναγομένης αλλά ούτε και υπαγορεύτηκε από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών της εναγομένης. Επομένως, η εν λόγω σύμβαση, όπως ανανεώθηκε στη συνέχεια, καταρτίστηκε προσχηματικά, με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920 ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας, με συνέπεια να καθίσταται αυτή άκυρη ως προς το χρονικό αυτό περιορισμό της διάρκειας της και συνιστά, έτσι, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό της, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζει να υφίσταται και μετά τη συμφωνημένη λήξη της στις 14.3.2004, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και της ρήτρας 5 παρ. 1 του Παραρτήματος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των περιορισμών που επιβάλλει ο Κανονισμός Προσωπικού της εναγομένης».
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 648, 649, 669 671 και 672 του Α.Κ. και 1, 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, το πραγματικό των οποίων περιέχεται στην ιστορική βάση της ένδικης αγωγής..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου