Με την υπ' αριθμ. 75/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 209Α Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρ. 38 Ν. 3900/2010), που καθιερώνει τις προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εκδοθείσης επί φορολογικής διαφοράς, αντιβαίνει και είναι αντίθετη στις διατάξεις τόσο του άρθρου 20 παρ. 1 Συντάγματος (Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας), όσο και των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τα οποία κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικασθεί δίκαια από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο με αποτελεσματική προσφυγή.
Όπως έκρινε το δικαστήριο, με τις παραπάνω διατάξεις κατοχυρώνεται το δικαίωμα του προσώπου για δικαστική προστασία, έκφανση του οποίου αποτελεί και η αξίωση αυτού για - αποτελεσματική - προσωρινή έννομη προστασία, δηλαδή για λήψη του κατάλληλου μέτρου, προκειμένου να αποτραπεί η ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη που κατά περίπτωση συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης ή της δικαστικής απόφασης. Κατά τη ρύθμιση δε του δικαιώματος αυτού δεν αποκλείεται στον κοινό νομοθέτη να θέτει περιορισμούς και όρους, πλην όμως αυτοί δεν μπορούν να περιστέλλουν τη δυνατότητα έκδοσης ευνοϊκής για τον αιτούντα απόφασης κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο τον πυρήνα του.
Η διάταξη του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ("Ειδικώς στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, στις οποίες η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να ανασταλεί με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αυτής, μόνο αν το ένδικο μέσο κρίνεται ως προδήλως βάσιμο. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα αναφέρονται στα άρθρα 206, 207 και 209 του παρόντος") που προβλέπει, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως λόγο αναστολής μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ένδικου μέσου και όχι και την ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη που τυχόν απειλείται από την άμεση εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, το οποίο δεν εκτιμάται ως προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο, είναι αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, διότι θίγει στον πυρήνα του το ως άνω δικαίωμα που κατοχυρώνουν τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Επομένως, και επί των διαφορών αυτών (φορολογικών και τελωνειακών), ως προς τις οποίες, άλλωστε, δεν προκύπτει και κάποιος αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί τη διαφορετική δικονομική ρύθμισή τους, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του άρθρου 208 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, με την προβλεπόμενη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων, ικανοποιούν και την αρχή της αναλογικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου