Με την παραπάνω απόφαση το Στ΄ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε συνταγματική τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, στο οποίο ορίζεται ότι: "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Σημειωτέον ότι το ποσοστό του γενικώς ισχύοντος επιτοκίου (υπερημερίας και νόμιμου επιτοκίου), το οποίο ισχύει στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών αλλά και μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου όταν οφειλέτης είναι ο ιδιώτης, είναι κατά κανόνα πολύ υψηλότερο (σχεδόν διπλάσιο από εκείνο που καθιερώνεται για το Δημόσιο με την παραπάνω διάταξη).
Το δικαστήριο θεώρησε ότι με την καθιέρωση της τοκοφορίας του 6% για τις οφειλές του Δημοσίου δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας ούτε κάποια διάταξη της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ο τόκος δεν αποτελεί μόνον το παρεχόμενο στο δανειστή αντάλλαγμα για τη χρήση από τον οφειλέτη του κεφαλαίου του χρέους (συναρτώμενος, μεταξύ άλλων, και από τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας και το χρόνο αποπληρωμής), αλλά καλύπτει, εξυπηρετώντας την ασφάλεια των συναλλαγών, και τον κίνδυνο, που διατρέχει ο δανειστής, της μη αποπληρωμής της οφειλής. Μέρος, δηλαδή, του τόκου ενσωματώνει αξία αντίστοιχη προς τον εν λόγω κίνδυνο. Ως εκ τούτου, το ύψος του τόκου ευλόγως διαμορφώνεται ανάλογα και προς τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αδυναμίας καταβολής του χρέους, δημοσίου ή ιδιωτικού και συνεπώς, δικαιολογημένα το ύψος του τόκου διαφοροποιείται ανάλογα με τη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του οφειλέτη.
Και συνεχίζει η απόφαση (εδώ δώστε ιδιαίτερη προσοχή): Το ελληνικό Κράτος διαχρονικά είναι, χωρίς αμφιβολία, πλέον αξιόπιστος οφειλέτης σε σχέση με τους ιδιώτες οφειλέτες. Πράγματι, το ελληνικό Δημόσιο μπορεί μεν, λόγω της κακής του οικονομικής κατάστασης, να καθυστερεί ενίοτε την πληρωμή των οφειλών του, αλλά πάντως αποδίδει, μεταπολεμικά και έως σήμερα, τα χρέη του, καταβάλλοντας και τους οφειλόμενους τόκους. Η τελευταία φορά που το ελληνικό Κράτος περιήλθε σε κατάσταση παύσης πληρωμών ανάγεται στο έτος 1932. Αντιθέτως, είναι κοινώς γνωστή, η εκτεταμένη και μοναδικής διάστασης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, τα δε ανείσπρακτα βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανέρχονται σε τεράστιο ποσό, που υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ. Άλλωστε, μια από τις βασικές αιτίες της σημερινής πρωτοφανούς δεινής δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας είναι η μη καταβολή προς το Δημόσιο βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων οφειλών των ιδιωτών. Τέλος, οι ιδιώτες οφειλέτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεν έχουν βεβαίως τη συνέχεια και διάρκεια ενός κράτους οφειλέτη.
Επομένως προκύπτει ότι ο κίνδυνος, τον οποίο διαχρονικά διατρέχει το Δημόσιο ως δανειστής, όσον αφορά την καταβολή των προς αυτό οφειλών των ιδιωτών, είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι ιδιώτες δανειστές του. Κατά συνέπεια, η διαφοροποίηση του τόκου, νόμιμου ή υπερημερίας, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του αντίστοιχου γενικώς ισχύοντος τόκου που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, είναι, χωρίς αμφιβολία, κατ' αρχήν, δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου, το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε το δικαίωμα στην περιουσία που κατοχυρώνει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενόψει και της εύλογης, εν προκειμένω, σχέσης των επιτοκίων.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια λόγω μείζονος σπουδαιότητας αλλά και λόγω προγενέστερων αντίθετων αποφάσεων του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1127, 1128/2010).
Πάντως, με βάση το σκεπτικό του δικαστήριου και εφόσον γίνει δεκτό ότι η καθιέρωση διαφορετικού ύψους επιτοκίου δικαιολογείται κάθε φορά από το βαθμό φερεγγυότητας του οφειλέτη, το ΣτΕ θα μπορούσε να κρίνει ως σύμφωνη με το Σύνταγμα ακόμα και μία διάταξη που θα καθιέρωνε π.χ. χαμηλότερο επιτόκιο υπερημερίας για τις οφειλές των τραπεζών σε σχέση με εκείνο που θα επιβάρυνε τα φυσικά πρόσωπα, αφού κατά κανόνα και οι Τράπεζες αποδίδουν τα χρέη τους μαζί με τους οφειλόμενους τόκους. Εξάλλου, δεν γνωρίζω καμία ελληνική τράπεζα που έχει πτωχεύσει μέχρι σήμερα (μπορεί να κάνω και λάθος), σε αντίθεση με το ελληνικό Κράτος που έχει ήδη πτωχεύσει μία φορά και βαδίζει ολοταχώς προς τη δεύτερη. Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία αμφιβολία ότι παρόμοια ρύθμιση θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική και θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της ισότητας. Σε κάθε περίπτωση, θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι θα πει η Ολομέλεια, η οποία μάλλον θα αποφανθεί όταν το ελληνικό Κράτος θα έχει ήδη χρεοκοπήσει επισήμως και δεν θα είναι πια και τόσο φερέγγυος οφειλέτης, ώστε να δικαιολογείται εξ αυτού του λόγου η προνομιακή του μεταχείριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου