Αριθμός 1508/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο και Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...
Της αναιρεσιβλήτου: ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό λόγου αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον ν' ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση ένεκα του σφάλματος που αναφέρεται στο λόγο. Εξάλλου, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατά την ένεκα των άρθρων 1.2.3 του ΠΔ 572/1988 και του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.2112/1920, 9 παρ. 1 του ΒΔ της 16-7-1920 του προισχύαντος άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955 και 8 του ΠΔ της 8-2-28 είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφ' όσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της οντότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΠΔ 572/1988 τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίσταται κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν εξ αιτίας της μεταβίβασης αυτής το διάδοχο. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως οι αξιώσεις του μισθωτού που πηγάζουν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας με τον αρχικό εργοδότη, που υφίσταται κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, βαρύνουν εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής το διάδοχο εργοδότη. Οι ίδιες συνέπειες επέρχονται και στην περίπτωση που προς καταστρατήγηση των παραπάνω προστατευτικών διατάξεων υποχρεωθεί ο μισθωτός, που συνεχίζει αδιάλειπτα την εργασία του στην επιχείρηση, να καταγγείλει τη σύμβασή του με τον αρχικό εργοδότη και ευθύς εν συνεχείς να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας με το διάδοχο εργοδότη.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι τους διαδίκους συνέδεε η ένδικη σύμβαση εργασίας και ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα απέλυσε την αναιρεσίβλητη με την από 25-7-2000 έγγραφη καταγγελία της για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνηση της αναιρεσίβλητης να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις της που είχε κατά της πρώτης από την εργασία της. Με τους τρεις πρώτους κύριους λόγους αναιρέσεως από τους αριθμ. 14,19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι η ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της στην παρούσα δίκη. Και τούτο διότι εργοδότης της αναιρεσίβλητης δεν είναι πλέον αυτή (αναιρεσείουσα), αλλά η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΠΑΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", η οποία προέκυψε από την μετατροπή της ατομικής επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας σε ΑΕ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος για την προβολή τους εκ μέρους της αναιρεσείουσας, αφού όπως προεξετέθη για τις ένδικες αγωγικές αξιώσεις της αναιρεσίβλητης ευθύνονται τόσον η αναιρεσείουσα, όσο και η επικαλουμένη διάδοχος εταιρία. Επειδή κατά το άρθρο 559 άρθρ. ΙΙ του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, ενώ μόνο το γεγονός ότι δεν έγινε ειδική μνεία και ξεχωριστή αξιολόγηση κάποιον αποδεικτικού μέσου δεν στοιχειοθετεί το λόγο αυτό αναιρέσεως, εφόσον από το περιεχόμενο της αποφάσεως συνάγεται ότι έχει ληφθεί αυτό υπόψη από το δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο κύριο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη των ισχυρισμών της κατά της εναντίον της αγωγής της αναιρεσιβλήτου και συγκεκριμένα: το ΦΕΚ 5739/14-6-2000 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και 2) το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο μετατροπής ατομικής επιχείρησης σε ΑΕ, από τα οποία προέκυπτε η μετατροπή της ατομικής επιχείρησης της αναιρεσείουσας σε ανώνυμη εταιρεία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, αφού η λήψη υπόψη την εν λόγω εγγράφων δεν θα είχε έννομη επιρροή στη έκβαση της δίκης, ενόψει και των όσων προεκτέθηκαν στη προηγούμενη νομική σκέψη.
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 και 339 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υπεύθυνη δήλωση ή βεβαίωση τρίτου (μαρτυρία τρίτου), η οποία δεν δόθηκε κατά τον από το νόμο οριζόμενο τρόπο εφόσον έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε ως συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ8/1987). Στην ένδικη υπόθεση με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την από 5-2-2001 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 του .... Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού αυτή η δήλωση κατά τα ανωτέρω, είναι πράγματι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, καθόσον κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην ένδικη πολιτική δίκη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά νόμον. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΑΚ, η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού υπόκειται στον από το άρθρο 281 ΑΚ τιθέμενο περιορισμό, άρα δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η καταγγελία είναι σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ άκυρη, ο δε εργοδότης που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού είναι υποχρεωμένος στην καταβολή, κατ' άρθρο 656 ΑΚ, των μισθών υπερημερίας. Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε για εκδίκηση σε βάρος του μισθωτού, λόγω συμπεριφοράς του η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του.
Εξάλλου, παράβαση κανόνα δικαίου, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, υπάρχει εφόσον αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν αυτός εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε ή εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 36/1988 ΕλλΔ 1989, 1153). Ενώ έλλειψη νόμιμης βάση, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του αριθμού 19 του ανωτέρω άρθρου υπάρχει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας, ή την άρνησή της ή αντιφάσκουν μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχεται, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία διατηρούσε στην ... αρτοποιείο, προσέλαβε την αναιρεσίβλητη την 1-6-1998 για να εργασθεί σ' αυτό ως τεχνίτρια αρτοποιός και με την ειδικότητα της κλιβανέως κυρίως και παράλληλα ως πλάστρια ψωμιού. Επίσης, η αναιρεσίβλητη μετά το τέλος της παραπάνω εργασίας της παρασκεύαζε κατ' απαίτηση της αναιρεσείουσας κουλούρια και αρτοσκευάσματα. Η αναιρεσίβλητη διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την παραπάνω εργασία της, αφού ήταν εφοδιασμένη με βιβλιάριο υγείας και είχε προϋπηρεσία από τις αρχές του έτους 1980. Ενόψει της μετατροπής της ατομικής επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας σε εταιρεία η τελευταία ζήτησε από την αναιρεσίβλητη να υπογράψει έγγραφο με το οποίο να αναγνωρίζει ότι δεν διατηρούσε κάποια αξίωση από τη μέχρι τότε εργασία της. Όμως αυτή αρνήθηκε να υπογράψει τέτοιο έγγραφο, καθόσον διατηρούσε αξιώσεις από την εργασία της. Κατόπιν αυτού η αναιρεσείουσα την απέλυσε, κοινοποιώντας της την από 25.7.2000 καταγγελία συμβάσεως εργασίας στις 2.8.2000 και έκτοτε αυτή δεν αποδεχόταν τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης. Η παραπάνω απόλυση της αναιρεσίβλητης έγινε για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνησή της να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις που είχε από την εργασία της και έτσι το διευθυντικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας για απόλυση της αναιρεσίβλητης ασκήθηκε καταχρηστικά και καθιστά άκυρη και μη γενόμενη την καταγγελία αυτή κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, με αποτέλεσμα την περιέλευση της αναιρεσείουσας σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας της. Έτσι, η τελευταία οφείλει αποδοχές υπερημερίας κατά το άρθρο 656 του ΑΚ.
Δέχτηκε επίσης το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη, εκτός από τα κατώτατα ημερομίσθια που καθορίστηκαν από τις 2-6-1998, 2-3-1999 και 31-7-2000 συλλογικές συμβάσεις εργασίας αρτοποιών-αρτεργατών, δικαιούται, εκτός των άλλων και το επίδομα τριετιών 30%, καθώς και το τεχνικό επίδομα 7%. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει εν μέρει αντιθέτως και στη συνέχεια δέχτηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και επιδίκασε σ' αυτήν το συνολικό ποσό των 35429,86 ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ διέλαβε επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού των κανόνων που εφήρμοσε και ερμήνευσε για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Συνεπώς οι αντίθετοι πέμπτος κύριος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652,653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί τον μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η κατ' αρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια, που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη με απειλή ποινικών κυρώσεων την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε, και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Και στην περίπτωση όμως αυτή η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένους, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας αλλά με τη συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι η απόλυση της αναιρεσίβλητης έγινε για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνησή της να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις της που είχε από την εργασίας της και έτσι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας ασκήθηκε καταχρηστικά και καθιστά άκυρη και μη γενόμενη την καταγγελία αυτή κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, με αποτέλεσμα την περιέλευση της αναιρεσείουσας σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας της. Έτσι η τελευταία έχει υποχρέωση να αποδέχεται τις υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν.1264/1982 με την απειλή χρηματικής ποινής υπέρ αυτής πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπικής κρατήσεως διαρκείας τριάντα (30) ημερών. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, καθόσον την εφήρμοσε με ελλιπείς αιτιολογίες. Συνεπώς ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι δυνατό να πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί στερείται νομίμου βάσεως, δηλαδή είτε γιατί δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς. Αν αντιθέτως υπό την επίκληση του παραπάνω λόγου πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Εφετείου που προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων ο λόγος είναι απαράδεκτος.
Επομένως ο πέμπτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι στον αναγραφόμενο αριθμό 16 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα του ύψους των αγωγικών αξιώσεων της αναιρεσίβλητης που την επιδικάσθησαν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με το λόγο αυτόν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων. Ο έκτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται πράγματι στον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι στον αναγραφόμενο αριθμό 16 του ίδιου άρθρου, είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένο σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο και μόνο θα δικαιολογούσε το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας στην άσκηση της αναιρέσεως, αλλά απλώς και μόνο επικαλείται "ασάφεια" αιτιολογίας και ότι "το ύψος των αναγνωρισθέντων ημερομισθίων είναι υπερδιπλάσια των αντιστοίχων νομίμων" και όχι των πράγματι οφειλομένων και επιπλέον δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, η διάταξη που παραβιάστηκε εκ πλαγίου και οι πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, οι οποίες μνημονεύονται εντελώς αποσπασματικά. Περαιτέρω, ο αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, και με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, "τις με ουσιαστικό περιεχόμενο διατάξεις των άρθρων 648, 655 ΑΚ, καθώς και το άρθρο 1 της από 2-6-1998 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας αρτοποιών-αρτεργατών"...,άρθρο 1 της από 2-3-1999 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των αρτοποιών-αρτεργατών"......και άρθρο 1 της από 31-7-2000 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των αρτοποιών-αρτεργατών", είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρει το νομικό σφάλμα της αποφάσεως, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου.
Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και κατά το μέρος αυτό.Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνο καθόσον αφορά την επιβολή στην αναιρεσείουσα της υποχρεώσεως να αποδέχεται τις υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης με την απειλή χρηματικής ποινής υπέρ αυτής και προσωπικής κρατήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί εν μέρει την 1245/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου