Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠ 1407/2009 - Μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας. Άρνηση εργαζομένου να αποδεχθεί για την υπεράσπιση ποινικής του υπόθεσης τον προτεινόμενο από την εργοδότριά του εταιρία δικηγόρο. Άκυρη απόλυση.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μουστάκα (επειδή κωλύονται οι Αρεοπαγίτες Αθανάσιος Θεμέλης και Ειρήνη Αθανασίου) και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες....
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349-351 ΑΚ, 7 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεώς του προς επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν επιτρέπεται όμως, κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα, είτε να εμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του, είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι' αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνει σ' αυτήν (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα περιστατικά: Η εναγομένη (και ήδη αναιρεσείουσα) εταιρεία προσέλαβε τον ενάγοντα (και ήδη αναιρεσίβλητο), την 1-12-1998, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου να τον απασχολήσει ως διευθυντή στρατηγικού σχεδιασμού έναντι των εκάστοτε συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών του. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης με τους ανωτέρω όρους και συνθήκες μέχρι το έτος 2000, οπότε η εργοδότριά του, εκτιμώντας την μέχρι τότε απόδοσή του, τον προήγαγε σε Γενικό Διευθυντή της επιχείρησής της, προσαρμόζοντας ανάλογα και τις μηνιαίες αποδοχές του. Ο ενάγων υπό τη νέα ιδιότητά του ασκούσε δικαιώματα της εργοδότριας, διατηρώντας κατά την άσκηση αυτών πρωτοβουλία και έχοντας ανεξαρτησία κατά τη λήψη των αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας, το συντονισμό και τον έλεγχο των διευθύνσεων και του προσωπικού αυτής, τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση του τελευταίου, ενώ παρίστατο στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, του οποίου ήταν μέλος, και ενημερωνόταν για τη γενική πορεία αυτής. Τα καθήκοντά του αυτά άσκησε ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 έως και 2003 επιτυχώς, εργαζόμενος στην επιχείρηση της εταιρείας με ζήλο. Προς επιβράβευσή του η εργοδότριά του, από τον Ιανουάριο του 2004, αύξησε τις μηνιαίες αποδοχές του από 8.117 ευρώ σε 9.180 ευρώ, επιπλέον των τραπεζικών πιστωτικών καρτών που του παραχώρησε κατά χρήση. Ενόψει δε των ανωτέρω καθηκόντων του κατέστη αναγκαίο στα πλαίσια της άσκησής τους, να διαμένει περισσότερο χρόνο στην ... και να συντονίζει τις δραστηριότητες της εταιρείας από το γραφείο που η τελευταία διατηρούσε εκεί. Για το λόγο αυτό η εναγομένη μίσθωσε, καταβάλλοντας εξ ιδίων το μίσθωμα, ένα διαμέρισμα στην οδό ... αρ. ... στη ..., όπου κα εγκαταστάθηκε ο ενάγων. Παράλληλα, του παραχώρησε τη χρήση του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΕΙΧ αυτοκινήτου μάρκας ΒΜW. Τις παροχές αυτές απολάμβανε ο ενάγων μέχρι την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης. Στις 13-4-2003 έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή των ... μεταξύ του με αριθμό κυκλοφορίας ... Δ.Χ. τουριστικού λεωφορείου, που μετέφερε μαθητές του Λυκείου ... και του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΔΧ φορτηγού αυτοκινήτου (ρυμουλκού μετά ρυμουλκουμένου), που μετέφερε προϊόντα της εναγομένης. Το ατύχημα αυτό είχε ως συνέπεια το θάνατο 21 μαθητών και τον τραυματισμό άλλων 33 ατόμων. Μεταξύ αυτών κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία και ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή, σωματικές βλάβες κατά συρροή, αποτέλεσμα το οποίο προέβλεψαν μεν ως δυνατό αλλά πίστεψαν ότι δεν θα επερχόταν και για διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους με ενδεχόμενο δόλο, από δε την πράξη τους αυτή επήλθε θάνατος, ήταν και ο ενάγων με την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντού της εναγομένης. Προκειμένου δε η τελευταία να αντιμετωπίσει την κατηγορία που ασκήθηκε εναντίον του ενάγοντος και άλλων υπαλλήλων της, ανέθεσε με έξοδά της την υπεράσπισή τους στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Τσάκου. Ο ενάγων δεν αντέδρασε στην επιλογή αυτή της εργοδότριάς του και δέχθηκε να συνεργαστεί με τους δικηγόρους του ανωτέρω γραφείου, προσδοκώντας τη δια βουλεύματος απαλλαγή του. Παρά τις προσδοκίες του όμως αυτές ο τελευταίος παραπέμφθηκε με το 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας να δικαστεί για τις παραπάνω πράξεις ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο ενάγων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος, κατελήφθη από αγωνία και άγχος για την έκβαση της δίκης που ανοίχθηκε σε βάρος του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην απόφαση να προσλάβει και αυτός δικηγόρο της εμπιστοσύνης του προς αποκλειστική υπεράσπιση των συμφερόντων του, επιπλέον των ανωτέρω δικηγόρων που προσέλαβε η εργοδότριά του. Την προαναφερθείσα βούλησή του ανακοίνωσε στη διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας, η οποία δεν ήταν αρνητική στην απόφασή του, φρόντισε δε αυτή και στις 14-1-2005 κατατέθηκε στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του το ποσό των 45.000 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δαπάνες αμοιβής των δικηγόρων και τα έξοδα της χωριστής νομικής υποστήριξής του. Παράλληλα επιφυλάχθηκε, προκειμένου να αποφασίσουν επί του θέματος που δημιουργήθηκε και τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, ώστε να ληφθεί σχετική απόφαση. Τα τελευταία αποφάσισαν να μη δεχθούν να προσλάβει ο ενάγων δικηγόρους της εμπιστοσύνης του. Την απόφασή τους αυτή γνωστοποίησαν στον τελευταίο, ο οποίος όμως δεν την αποδέχθηκε, ώστε στη δίκη που επακολούθησε τον Ιούλιο του 2005 ενώπιον του ΜΟΔ Βόλου παραστάθηκε μόνο με τους δικηγόρους που ο ίδιος προσέλαβε. Παρά ταύτα καταδικάστηκε για τις ανωτέρω πράξεις σε συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών. Ενόψει της αρνήσεως του ενάγοντος να αποδεχθεί την απόφαση του ΔΣ τα εταιρείας τα μέλη αυτού, προκειμένου να τον τιμωρήσουν, αποφάσισαν να μειώσουν τις αρμοδιότητές του ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης. Για το σκοπό αυτό έδωσαν εντολή στους άμεσους συνεργάτες του να αποφεύγουν να απευθύνονται σ' αυτόν προς επίλυση τυχόν προβλημάτων, ώστε οι τελευταίοι έπαψαν να συνεργάζονται μαζί του. Ακολούθως, τα αρμόδια όργανα της εταιρείας του αφαίρεσαν τη δυνατότητα πρόσβασής του στο μηχανογραφικό σύστημα αυτής, που ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του σπουδαιότερου μέρους της εργασίας του, γιατί μέσου αυτού συντόνιζε τη δράση της εταιρείας και επικοινωνούσε με τους αντιπροσώπους και τους προμηθευτές της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ακολούθησε η αφαίρεση του προσωπικού του e-mail και στη συνέχεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή που χειριζόταν αποκλειστικά, εις τρόπον ώστε να μην μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του ως εργαζόμενος. Με τον τρόπο αυτό αποψιλώθηκε των σπουδαιότερων αρμοδιοτήτων του ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης. Τελικά, στις 14-2-2005, ενημερώθηκε από την ALPHA BANK ότι η εργοδότριά του αφαίρεσε από αυτόν τη δυνατότητα χρήσης των εταιρικών πιστωτικών καρτών. Η ανωτέρω συμπεριφορά των οργάνων της εταιρείας αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, την οποία ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε. Ειδικότερα, στις 4-3-2005, επέδωσε στην εναγομένη την από 3-3-2005 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία, αφού αναφέρει τα ανωτέρω, της δήλωσε ότι εμμένει στους αρχικούς όρους της συμβάσεως εργασίας του και αξιώνει την τήρησή τους. Η εναγομένη στις 10-3-2005, επέδωσε σ' αυτόν την από 5-3-2005 εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού αρνείται τα ανωτέρω, του καταλογίζει ότι λόγω της συμπεριφοράς του, ήτοι της αδιαφορίας του κατά την άσκηση των εργασιακών του καθηκόντων και της δήλωσής του ότι δήθεν δεν τον ενδιαφέρει πλέον η τύχη της εταιρείας, έστω και αν το ανωτέρω ατύχημα επιφέρει την πτώχευση ή την ολοκληρωτική καταστροφή της φτάνει να διασωθεί ο ίδιος, διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα το κλίμα εμπιστοσύνης. Μάλιστα για το λόγο αυτό ισχυρίζεται ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή της εταιρείας, του καταβλήθηκε δε αποζημίωση 45.000 ευρώ. Τελικά επικαλούμενη η εναγομένη ότι από τη συμπεριφορά του ενάγοντος διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και τον απέλυσε προσφέροντάς του τη νόμιμη αποζημίωση. Επίσης, του δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να διεκδικήσει το ποσό των 45.000 ευρώ ως αδικαιολογήτως καταβληθέν. Ο ενάγων αρνήθηκε να εισπράξει την αποζημίωσή του και στις 16-3-2005 επέδωσε στην εργοδότριά του την από 11-3-2005 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία δήλωσε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη ως παράνομη και καταχρηστική, διότι έγινε από εκδικητικότητα και ότι εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, καταλήγει στην κρίση ότι ουδέποτε έλαβε χώρα παραίτηση του ενάγοντος των δικαιωμάτων του από τη σύμβαση εργασίας του έναντι του ποσού των 45.000 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή θα ελάμβανε χώρα η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η μη σύνταξη της οποίας δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη φιλίας μεταξύ του ενάγοντος και της διευθύνουσας συμβούλου της εναγομένης, αφενός λόγω της σπουδαιότητας των δικαιωμάτων που διακυδεύονταν και από τις δυο πλευρές και αφετέρου διότι, λόγω της διάστασης των δυο πλευρών, δεν ήταν λογικό να ενεργήσει μόνη της η ανωτέρω και για λογαριασμό της εταιρείας και μάλιστα άτυπα, χωρίς την υποστήριξη νομικού συμβούλου. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα από λόγους που αφορούσαν την αποδοτικότητά του στον τομέα της εργασίας του ή της συμπεριφοράς του, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν του επιρρίπτει ευθύνες για το ατύχημα αλλά ισχυρίζεται αβάσιμα ότι από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2004 μέχρι την απόλυσή του δεν ασκούσε τα καθήκοντά του, συμπεριφορά που επέφερε διάρρηξη στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων και η οποία λόγω και της θέσης του ενάγοντος ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής του σχέσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγομένη έγινε κατά κατάχρηση του εργοδοτικού της δικαιώματος, καθόσον η άσκησή του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του. Και τούτο διότι έγινε από εκδίκηση των οργάνων της εναγομένης προς τον ενάγοντα, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας που του επέβαλε. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους της εργοδότριάς του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως καταχρηστική και ως άκυρη θεωρείται σαν να μην έγινε. Έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή το άρθρο 281 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτού δεν εξαιρείται από την εφαρμογή της στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος κατείχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ανωτέρω εξέχουσα θέση στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, μεταξύ των οποίων ενυπήρχε το στοιχείο της εξάρτησης έστω και σε χαλαρή μορφή, ούτε (παραβίασε) εκ πλαγίου την ίδια πιο πάνω διάταξη με ανεπάρκεια, ασάφεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της, αφού, κατά τα ανωτέρω, το αποδεικτικό υλικό εκτίθεται σ' αυτήν επαρκώς, με σαφήνεια και χωρίς ενδοιασμούς.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ελέγχεται από τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, όχι, όμως και όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή εκτίμηση αποδείξεων ή εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων ή ερμηνεία δικαιοπραξίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση, στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής. Επομένως, ο μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο αναφερόμενος στο κεφάλαιο που έχει προσβληθεί με το αναιρετήριο πρόσθετος λόγος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-2-2007 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 729/2006 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου