Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠ 1205/2009 - Δικαίωμα αποζημίωσης εργαζομένου λόγω υποβιβασμού




 
Αριθμός 1205/2009 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα  
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα 
Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Σαράντη Δρινέα και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.
 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Απριλίου 2009, με την παρουσία 
και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
 Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ 
(ΔΕΗ ΑΕ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από 
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Μανιάτη.  
 Του αναιρεσιβλήτου: ............ ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.  
 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-4-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που 
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1296/2004 του ίδιου 
Δικαστηρίου και 6759/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης 
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-9-2005 αίτησή της.

 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η 
αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε 
την από 11-9-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης 
αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως 
και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   
                            ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Oπως προκύπτει από την ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... 
ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη προσδιορισμού της αρχικά ορισθείσας 
δικασίμου της 23-9-2008, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το 
πινάκιο για την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο, καθώς και κλήση για 
συζήτηση κατά την δικάσιμο εκείνη, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο 
και επομένως εφόσον αυτός δεν παρέστη καθοιονδήποτε τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 
κατά την παρούσα μετ' αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συμφωνήθηκε νόμιμα με 
την σειρά της από το οικείο πινάκιο και για την οποία δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη 
κλήτευσή του, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να χωρήσει παρά την απουσία του (αρ. 226 § 
4, 573 § 1, 576 § 2 ΚΠολΔ).
 
 ΙΙ. Σύμφωνα με το αρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο 
παρά το νόμο έλαβεν υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που 
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της 
διάταξης αυτής ως "πράγματα", τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και 
των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον προβλεπόμενο από την ως άνω 
διάταξη αναιρετικό λόγο νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συγκροτούν την 
ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης 
αντένστασης. "Πράγματα" αποτελούν επίσης και οι λόγοι έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι 
έφεσης που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς δεν αποτελούν, όμως "πράγματα" οι ισχυρισμοί 
που συνιστούν άρνηση αυτών οι οποίοι και αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των 
θεμελιωτικών της αγωγής κτλ πραγματικών γεγονότων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι 
έφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία "Δημόσια Επιχείρηση 
Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) ΑΕ" με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 8 του 559 Κ.Πολ.Δ 
προβάλλει ότι προς αντίκρουση αγωγής του αναιρεσιβλήτου υπαλλήλου της, διωκούσης την 
αναγνώριση της ακυρότητας της μετάθεσής του ως συνιστώσης βλαπτική μεταβολή των όρων της 
σύμβασης εργασίας του και γενομένης από την αναιρεσείουσα κατά κατάχρηση του 
διευθυντικού δικαιώματός της, και την επιδίκαση σ' αυτόν χρηματικής ικανοποίησης για την 
ηθική βλάβη που υπέστη από την μετάθεση αυτή, ισχυρίσθηκε με την έφεσή της, όπως είχεν 
ισχυρισθεί και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η μετάθεση του αναιρεσιβλήτου 
(ενάγοντος) δεν συνιστούσε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός της, αλλά 
ήταν επιβεβλημένη και έγινε κυρίως λόγω της αντιυπηρεσιακής και αντιδεοντολογικής 
συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός πρωτοστάτησε στην ίδρυση ανωνύμων εταιρειών 
που δρουν ανταγωνιστικά προς τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας (ως έχουσες σκοπό την 
ανάπτυξη και εκμετάλλευση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής), στις οποίες συμμετείχαν ο ίδιος, 
μέλη της οικογένειάς του και δη στα διοικητικά συμβούλια αυτών, με προτροπή δε δική του 
και υφιστάμενοί του στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, το Εφετείο, όμως, με την 
προσβαλλομένη απόφασή του δεν έλαβεν υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς που αποτελούν 
"πράγματα" κατά την έννοια του αρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ και έχουν ουσιώδη επίδραση στην 
έκβαση της δίκης, καθόσον αποδεικνύουν ότι η μετάθεσή του ήταν επιβεβλημένη και έγινε 
στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματός της και όχι κατά κατάχρηση αυτού. Ο ως άνω 
λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί 
δεν συνιστούν "πράγματα" κατά την προδιαληφθείσα έννοια της διάταξης του αρ. 559 αριθ. 8 
Κ.Πολ.Δ, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ως τείνοντες σε αντίκρουση των 
περιστατικών που θεμελιώνουν την αποτελούσα στοιχείο της βάσης της αγωγής καταχρηστική 
μετάθεση του αναιρεσιβλήτου.
 
 ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας 
ουσιαστικού δικαίου. Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει 
τον ως άνω αναιρετικό λόγο, συντελείται, όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, 
μολονότι κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις 
εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, αν και σύμφωνα με τις 
παραδοχές της απόφασής του υπήρχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του, η 
παραβίαση δε αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με 
εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω σύμφωνα με τον αριθμ. 19 του ίδιου άρθρου αναίρεση 
επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου 
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη 
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος 
απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού 
δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν 
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα 
δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της 
(ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, δηλ. όταν δεν προκύπτει από την 
απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της 
να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την 
εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Στην περίπτωση αυτή λόγου αναίρεσης από τον 
αριθμ. 19 του άρ. 559 ΚΠολΔ (έλλειψη νόμιμης βάσης) οι νομικές διατάξεις που στηρίζουν 
το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και εάν δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, να 
υφίστανται και να δικαιολογούν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της, το διατακτικό 
της, οπότε ο Αρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, σύμφωνα με το άρ. 578 ΚΠολΔ. 
Εξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 648 και 652 ΑΚ προκύπτει, ότι στην σύμβαση εργασίας η 
ρύθμιση κάθε θέματος που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης για την 
επίτευξη των σκοπών της ανήκει στον εργοδότη και αποτελεί εκδήλωση του διευθυντικού 
δικαιώματος αυτού. Ετσι ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει το είδος, τον τόπο, τον 
χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους αυτής, εκτός εάν το δικαίωμα αυτό, 
πλην των άλλων, ασκείται καθ' υπέρβαση των αξιολογικών ορίων του αρ. 281 ΑΚ. Επομένως η 
άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα 
όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του 
δικαιώματος, δηλ. κατά κατάχρηση αυτού, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της σύμβασης 
εργασίας του μισθωτού κατά την έννοια του αρ. 7 ν. 2112/1920. Τέτοια περίπτωση 
μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας κατά κατάχρηση του διευθυντικού 
δικαιώματος συντρέχει και όταν ο εργοδότης στα πλαίσια της οργανωτικής αναδιάρθρωσης της 
επιχείρησής του τοποθετεί τον μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία 
είχε τοποθετηθεί προηγουμένως, και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, εφόσον τα νέα αυτά 
καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική 
ζημία ή ηθική βλάβη με την προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την επαγγελματική 
αξία του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει, εκτός των 
άλλων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 57, 59, 281, 648, 652, 914 
και 932 ΑΚ, 7 ν. 2112/1920 και 2 και 22 του Συντάγματος χρηματική ικανοποίηση για την 
ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό του.

 Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 6759/2005 απόφασή του 
δέχθηκε, ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγομένη ΔΕΗ ΑΕ 
(αναιρεσείουσα) την ...-3-1986 ως μηχανολόγος-οικονομολόγος μηχανικός με την κατηγορία 
και ειδικότητα Τ1/Α και τοποθετήθηκε στην Διεύθυνση Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας (ΔΕΜΕ) 
και υπηρέτησε σ' αυτήν μέχρι την ...-11-1996, όταν τοποθετήθηκε στην Διεύθυνση 
Περιφέρειας Νήσων, στην οποία από ...-6-1998 ανατέθηκαν σ' αυτόν προσωρινά τα καθήκοντα 
του προϊσταμένου στο Κλιμάκιο Ηπίων Μορφών Ενέργειας (ΚΗΜΕ) με αντικείμενο την 
εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) που παραδίδονταν 
σε λειτουργία από την ΔΕΜΕ, ειδικότερα δε τον συντονισμό, έλεγχο και προγραμματισμό της 
εκμετάλλευσης των Αιολικών και Ηλιακών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας όλων των 
Διευθύνσεων Περιφερειών Διανομής, την επιμέλεια και τον προγραμματισμό της προμήθειας 
των ανταλλακτικών και λοιπών υλικών που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση των ως άνω 
σταθμών παραγωγής και την διεκπεραίωση αιτημάτων των αυτοπαραγωγών, ότι πριν από την 
πρόσληψή του από την εναγομένη ο ενάγων εργάσθηκε σε διάφορες εταιρείες, όπως στην 
Διεύθυνση Δοκιμαστηρίων Κινητήρων της Γενικής Διεύθυνσης Ερευνας και Ανάπτυξης της 
εταιρείας ......... με αντικείμενο την βελτίωση της λειτουργίας και την αύξηση της 
απόδοσης των κινητήρων, στην Γενική Διεύθυνση "Τεχνική Βιομηχανική Οικονομία" του 
χαλυβουργείου ......... με αντικείμενο την εκπόνηση οικονομοτεχνικών μελετών και 
βελτιώσεων της παραγωγικής διαδικασίας, στην ............ ως βοηθός Γεν. Διευθυντή, στην 
ΔΕΦΑ ως Γενικός Διευθυντής, στην ........ ως Διευθυντής Βιομηχανικής Παραγωγής, είχε δε 
διατελέσει και μέλος του Δ.Σ. των Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου (ΕΛΔΑ) και της 
Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) έχοντας αποκτήσει από τις παραπάνω απασχολήσεις του 
αξιόλογη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες, ότι από τις αρχές της 
υπηρεσίας του στην εναγομένη και λόγω των υπευθύνων θέσεων που κατείχε συμμετείχε με την 
έγκριση του Γενικού Διευθυντή αυτής σε ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια, ελληνικά και 
παγκόσμια, σχετικά με τον Τομέα Αξιοποίησης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και με την 
ενέργεια γενικότερα, ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Κλιμάκιο Ηπιων Μορφών 
Ενέργειας (ΚΗΜΕ) παρήγαγε σημαντικό έργο με την σταδιακή επαναλειτουργία των εκτός 
λειτουργίας ανεμογεννητριών και την διατήρησή τους σε συνεχή λειτουργία, αποφέροντας 
σημαντικό όφελος στην Διεύθυνση Περιφέρειας Νήσων της εναγομένης, ότι κατά την υπηρεσία 
του στο ως άνω κλιμάκιο και κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη απουσίας του, όπως επί 4 
μήνες το καλοκαίρι του 2001 και 2 μήνες την άνοιξη του 2002, αναπληρωνόταν από τον Π1, 
Τομεάρχη του Τεχνικού Τομέα του Κλάδου Διανομής και πρώην προϊσταμένου του ΚΗΜΕ κατά την 
περίοδο 1996-1998, τον οποίο είχε διαδεχθεί σ' αυτό ο ενάγων, ότι μεταξύ του ενάγοντος 
και του Π1 είχαν προκύψει προβλήματα τόσο κατά την διάρκεια της συνεργασίας τους όσο και 
κυρίως κατά την διάρκεια της ως άνω αναπλήρωσης του ενάγοντα λόγω της διαφωνίας του 
τελευταίου ιδίως σχετικά με την ανάθεση έργων σε εργολάβους κατ' αποκοπή κατά την 
απουσία του ενάγοντος, που κατά την άποψή του έπρεπε ν' ανατεθούν σε τεχνίτες υπό την 
επίβλεψη του προσωπικού της εναγομένης προς περιστολή περιττών εξόδων και επίτευξη 
καλύτερης ποιότητας των έργων, ότι ενόψει των προβλημάτων αυτών ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε 
προς την εναγομένη με το από 23-12-2002 υπηρεσιακό σημείωμά του προς τις αρμόδιες 
υπηρεσίες, εκθέτοντας τις απόψεις και τις διαφωνίες του για τις βλαπτικές ενέργειες της 
ιεραρχίας της εναγομένης και την ζημία που επέφεραν στην επιχείρησή της, τουλάχιστον 
όπως ο ίδιος πίστευε, ότι την 3-1-2003 με απόφαση του Διευθυντή Περιφέρειας Νήσων ο 
ενάγων μετατέθηκε από το ΚΗΜΕ στον Τομέα Ανάπτυξης και Λειτουργίας Δικτύου της 
Περιφέρειας Νήσων στο γραφείο του Διευθυντή στον Τομέα Υποστήριξης υπό τον Τομεάρχη 
Διοικητικού της Διεύθυνσης Περιφέρειας Νήσων, δηλ. σε διαφορετικό Τομέα της ίδιας 
Διεύθυνσης, ότι τα νέα καθήκοντά του ήταν η εποπτεία και παρακολούθηση των παγίων της 
Διεύθυνσης της Περιφέρειας Νήσων (ΔΠΝ), η εποπτεία και παρακολούθηση του κτηματολογίου 
σε συνεργασία με τους πολιτικούς μηχανικούς της ΔΠΝ, η εποπτεία και παρακολούθηση του 
ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των κτιριακών εγκαταστάσεων της ΔΠΝ, των τηλεπικοινωνιακών 
έργων εσωτερικού Δικτύου και των προγραμμάτων ανάπτυξης των πληροφοριακών συστημάτων της 
ΔΠΝ, ότι η νέα θέση στην οποία τοποθετήθηκε ο ενάγων είναι εμφανώς υποδεέστερη από 
εκείνη που τον είχε τοποθετήσει η εναγομένη από το 1998, ότι ειδικότερα με την 
τοποθέτηση στη νέα θέση υποβιβάσθηκε σε θέση υπαλλήλου και του ανατέθηκαν από τον 
αρμόδιο Διευθυντή καθήκοντα εκτός της ειδικότητας και του επιστημονικού του πεδίου σε 
ένα τομέα με διοικητικές και οικονομικές δραστηριότητες και η εναγομένη ουσιαστικά τον 
αδρανοποίησε, ότι ο πραγματικός λόγος της μετακίνησης του ενάγοντος δεν ήταν η 
αναδιοργάνωση της επιχείρησης της εναγομένης, μετά την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία 
και σύμφωνα με το καταστατικό και το νέο οργανωτικό σχήμα της, με βάση το οποίο το ΚΗΜΕ 
δεν εμφανιζόταν ως οντότητα στο νέο Κανονισμό Διάρθρωσης Υπηρεσιών και η επίκληση του 
λόγου αυτού από την εναγομένη ήταν εντελώς προσχηματική, αλλά η προσωπική διαμάχη του 
ενάγοντος με την ιεραρχία της εναγομένης και ιδιαίτερα με τον Π1 και η συνεπεία αυτής 
υποβολή παρατηρήσεων με το από 23-12-2002 σχετικό έγγραφό του που αφορούσαν σε ενέργειες 
ή παραλείψεις υπηρεσιακών εν γένει παραγόντων που κατά την άποψή του είχαν δυσμενείς 
επιπτώσεις στην συντήρηση και λειτουργία των προαναφερομένων Ανανεώσιμων Πηγών και στην 
μη τήρηση συμβατικών όρων κατά την παραλαβή νέων Ανανεώσιμων Πηγών από τους αναδόχους 
των έργων, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω μετακίνηση του ενάγοντος ήταν αναγκαία και 
δεν μπορούσε να καλυφθεί με άλλο υπάλληλο της εναγομένης, ότι κατά συνέπεια η μετάθεση 
αυτή του ενάγοντος σε θέση καταφανώς υποδεέστερη συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή 
των όρων της σύμβασης εργασίας του έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της 
εναγομένης, ότι ειδικότερα αυτός από την νευραλγική θέση του προϊσταμένου του ΚΗΜΕ με 
εξειδικευμένες γνώσεις, εμπειρία και κατάρτιση στην συγκεκριμένη υπηρεσία υποβαθμίσθηκε 
σε υπάλληλο απασχολούμενο με την εποπτεία και παρακολούθηση των παγίων, του 
κτηματολογίου, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, των κτιριακών εγκαταστάσεων και των 
Τηλεπικοινωνιακών Εργων της Δ.Π.Ν. χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες και ότι από τη 
μετάθεση αυτή ο ενάγων προσεβλήθη στην προσωπικότητά του, μειώθηκε η επαγγελματική και 
επιστημονική υπόληψή του, αφού από προϊστάμενος σε έναν τομέα ζωτικής σημασίας, όπου 
αναλάμβανε πρωτοβουλίες και ελάμβανε αποφάσεις που αξιοποιούσαν τις εξειδικευμένες 
γνώσεις του, τα προσόντα και τις ικανότητές του, μετακινήθηκε σε θέση υπαλλήλου σε έναν 
τομέα, στον οποίο δεν μπορούσε ν' αξιοποιήσει τα ως άνω προσόντα του και στον οποίο 
ουσιαστικά αδρανοποιήθηκε.

 Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά περιστατικά το Εφετείο κατέληξε, κατ' επικύρωση της 
απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας 
εναγομένης, ότι ο αναιρεσίβλητος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία η εύλογη 
χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να του επιδικασθεί ανέρχεται σε 3.000 ευρώ. Με την 
κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και 
δη των άρ. 57, 59, 281 κι 932 ΑΚ που ήταν εφαρμοστέες, αν και δεν μνημονεύονται στην 
προσβαλλόμενη απόφαση, μη συντρεχούσης στην ερευνώμενη υπόθεση περίπτωσης εφαρμογής, άρα 
ούτε παραβίασης, των διατάξεων των άρ. 5 § 1, 17 § 1 και 106 § 2 του Συντάγματος, 
διέλαβε δε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις 
αιτιολογίες που εμπεριέχουν σαφώς και το στοιχείο της υπαιτιότητας των οργάνων της 
εναγομένης, αφού έγινε δεκτό ότι η μετάθεση του ενάγοντος σε υποδεέστερη θέση έγινε κατά 
κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και με προσχηματική επίκληση απ' 
αυτήν της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της επιχείρησής της. Επομένως, πρέπει ν' 
απορριφθεί ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του 
άρθρου 559 ΚΠολΔ ως αβάσιμος, ειδικά δε κατά το σκέλος τους, σύμφωνα με το όποίο ο 
αναιρεσίβλητος ενάγων ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη από ενέργειες της αναιρεσείουσας-
εναγομένης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη 
κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης (άρ. 561 § 1 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τα 
προαναφερθέντα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της, μη 
τεθεί όμως διάταξη περί δικαστικών εξόδων λόγω της απουσίας του αιτούντος αναιρεσιβλήτου 
και της συνακόλουθης μη υποβολής σχετικού αιτήματος.   

                               Για τους λόγους αυτούς 

 Απορρίπτει την από 15-9-2005 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ 
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ" για αναίρεση της 6759/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου