Αυτή είναι η τελευταία ανάρτησή μου σε αυτή τη διεύθυνση. Δεν είναι αποχαιρετιστήρια, είναι απλώς ενημερωτική. Το blog εξελίσσεται, οι συντάκτες του γίνονται περισσότεροι και μετονομάζεται στο πιο εύηχο και περισσότερο ανταποκρινόμενο στο περιεχόμενό του "Obiter Dicta". Όλες οι αναρτήσεις, οι σελίδες και το αρχείο έχουν ήδη μεταφερθεί. Η παρούσα σελίδα θα συνεχίσει να λειτουργεί για περίπου μία εβδομάδα ακόμα, χωρίς να ενημερώνεται. Από αύριο θα τα λέμε στο Obiter Dicta. Ευχαριστώ για την ανταπόκριση!
Νομικό ιστολόγιο για (ό,τι έχει απομείνει από) την εργασία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα...
Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
312ΠΚ: Από τη σωματική βλάβη ανηλίκων στο bullying
Χθες (17/3/2015) δόθηκε στη δημοσιότητα το νομοσχέδιο του Υπουργού
Δικαιοσύνης, για τη ρύθμιση επειγόντων θεμάτων ποινικού και σωφρονιστικού
δικαίου. Μεταξύ των προτεινόμενων διατάξεων είναι και η τροποποίηση του άρθρου
312 ΠΚ, στο οποίο μέχρι σήμερα τυποποιείται ως ιδιώνυμο αδίκημα η σωματική
βλάβη κατά ανηλίκων ή προσώπων που βρίσκονται σε αδύναμη θέση. Σύμφωνα με
αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον
τριών μηνών, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, όποιος με
συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε
πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε ακόμη το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας του ή που
δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή
στην προστασία του ή ανήκει στο σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας
ή υπηρεσίας ή που του το έχει αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την
επιμέλειά του.
Καταρχάς, η διάταξη αυτή (όπως
άλλωστε και η προτεινόμενη) έχει επικουρικό
χαρακτήρα, εφαρμόζεται δηλαδή μόνο αν κατ' άλλη ποινική διάταξη η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνίσταται στην με
συνεχή σκληρή συμπεριφορά πραγμάτωση σωματικής κάκωσης της υγείας του ανηλίκου
ή των λοιπών αναφερομένων προσώπων. Σκληρή συμπεριφορά, σύμφωνα με τη
νομολογία, είναι η προερχόμενη από έλλειψη συναισθήματος για τα πάθη του
θύματος, που εκφράζεται αντικειμενικά με την πρόκληση σημαντικών πόνων, οδυνών
και βασάνων. Συνεχής δε καθίσταται η σκληρή συμπεριφορά, όχι μόνο με τη
δημιουργία μόνιμης κατάστασης, αλλά και με την συστηματική επανάληψή της.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 312 ΠΚ "Αν δεν
συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση όποιος
με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σε τρίτον σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη
της σωματικής ή ψυχικής υγείας. Αν το θύμα δεν συμπλήρωσε ακόμη το
δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και
ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή στην προστασία του ή ανήκει στο σπίτι
του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που του το έχει αφήσει
στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με κακόβουλη
παραμέληση των υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα γίνεται
αιτία να πάθουν σωματική κάκωση ή βλάβη της σωματικής ή ψυχικής τους
υγείας".
Η προτεινόμενη διάταξη καταλαμβάνει προφανώς
μεγαλύτερο εύρος περιπτώσεων βίαιης συμπεριφοράς, αφού αναφέρεται ρητά σε
πρόκληση σωματικής κάκωσης ή ψυχολογικής
βλάβης στα θύματα, ενώ θύμα
δεν είναι πλέον μόνον ο ανήλικος (ή τα άλλα αδύναμα πρόσωπα που αναφέρονται
στην ισχύουσα διάταξη) αλλά κάθε
τρίτος. Απλώς, η ανηλικότητα του παθόντος ή η αδύναμη θέση του συνιστούν
επιβαρυντικές περιπτώσεις, καθώς επιβάλλεται βαρύτερη ποινή αν το θύμα είναι ανήλικο ή ανυπεράσπιστο ή ήταν υπό την
επιμέλεια ή την εξουσία του δράστη καθώς και αν η βλάβη προήλθε από κακόβουλη
παραμέληση των υποχρεώσεων του δράστη (εγκατάλειψη).
Ουσιαστικά περνάμε από την τιμώρηση της
σωματικής βλάβης κατά ανηλίκου ή άλλου προσώπου που βρίσκεται σε αδύναμη θέση
(την οποία ο νομοθέτης είχε αξιολογήσει ως εγκλημα ιδιαίτερης απαξίας και
τυποποίησε ως διακεκριμένη μορφή σωματικής βλάβης, ακριβώς χάριν της προστασίας
ατόμων που βρίσκονται σε αδυναμία) στην ποινικοποίηση του bullying, δηλαδή στην
τιμώρηση κάθε συστηματικής μορφής εκφοβισμού ή βίας που απευθύνεται σε
οποιονδήποτε τρίτο και έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής ή ψυχολογικής
βλάβης στον παθόντα. Αν αυτές οι μορφές βίας κατευθύνονται σε ανήλικο θύμα ή σε
πρόσωπο που βρίσκεται σε αδύναμη θέση, η ποινή είναι βαρύτερη. Η διεύρυνση του
κανονιστικού βεληνεκούς της διάταξης αποσκοπεί στην ποινικοποίηση του
φαινομένου σε κάθε κοινωνικό χώρο (σχολείο, πανεπιστήμιο, γειτονιά κλπ) και
φυσικά επιχειρείται η αντιμετώπιση φαινομένων
βίας που λαμβάνουν χώρα σε καταστήματα κράτησης, όπως έχουν συστήσει διεθνείς
οργανισμοί και εθνικοί φορείς. Έτσι, η
αυξημένη κοινωνική απαξία του εγκλήματος, στην κύρια μορφή του, μετατοπίζεται
πλέον από το αντικείμενο της προσβολής (ανήλικο, ηλικιωμένο, ανάπηρο κλπ) στην
πράξη καθ' εαυτήν και στον τρόπο τέλεσής της, δηλαδή στην συνεχή σκληρή
συμπεριφορά που προκαλεί σε οποιονδήποτε σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας. Αυτό προκύπτει όχι μόνο από το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω
διάταξης αλλά και από τον ίδιο τον τίτλο του άρθρου 312 ΠΚ, το οποίο από
"Σωματική βλάβη ανηλίκων κλπ" μετατιτλοφορείται σε "Πρόκληση
βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά". Η διάταξη εξακολουθεί να έχει
επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή να εφαρμόζεται, αν δεν συντρέχει περίπτωση
βαρύτερης αξιόποινης πράξης. Πρακτικά και σε ό,τι αφορά τις σωματικές βλάβες
αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν συντρέχει περίπτωση
βαριάς (310 ΠΚ) ή θανατηφόρας σωματικής βλάβης (311 ΠΚ). Εξυπακούεται ότι δεν
εφαρμόζεται και σε περίπτωση που το εν λόγω έγκλημα συρρέει με άλλα βαρύτερα.
Δύο επίκαιρες τηλεγραφικές παρατηρήσεις:
1. Πολλοί - ανάμεσά τους και συνάδελφοι -
άσκησαν δριμεία κριτική στην προτεινόμενη διάταξη και στον Υπουργό, γιατί το
bullying δεν τυποποιήθηκε ως κακούργημα, προφανώς επηρεασμένοι από τα γεγονότα
των τελευταίων ημερών και φορτισμένοι από την τραγική κατάληξη της υπόθεσης
Γιακουμάκη. Ωστόσο, αυτή η εν θερμώ δικαιοπολιτική αξίωση δεν θα μπορούσε -
κατά τη γνώμη μου - να βρει έρεισμα στο νομικό μας σύστημα, διότι: α) Θα
ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, αφού το πλαίσιο μίας
απειλούμενης ποινής κάθειρξης θα ήταν προφανώς δυσανάλογα επαχθές σε σχέση με τη
βαρύτητα του συγκεκριμένου εγκλήματος, β) Θα οδηγούσε σε άτοπο στις ποινές,
καθώς μία απλή σωματική κάκωση (π.χ. μώλωπας), ως αποτέλεσμα συνεχούς σκληρής
συμπεριφοράς, θα μπορούσε να επισύρει βαρύτερη τιμωρία σε σχέση με την πρόκληση
βαριάς σωματικής βλάβης (π.χ. σοβαρός ακρωτηριασμός) και γ) Σε κάθε περίπτωση,
η διάταξη έχει επικουρικό χαρακτήρα, δηλ. εφαρμόζεται μόνο αν οι αξιόποινες
πράξεις που τελούνται δεν τιμωρούνται βαρύτερα.
2. Γίνεται λόγος στα ΜΜΕ για ποινικοποίηση
του bullying, "αφού έγινε το κακό". Η θέση αυτή υπονοεί προφανώς ότι,
αν η εν λόγω διάταξη είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν συμβούν τα γεγονότα που
οδήγησαν στην αυτοκτονία τον Βαγγέλη Γιακουμάκη, το κακό θα είχε αποτραπεί.
Όποιος θεωρεί ότι η νέα διάταξη
θα απέτρεπε τους συγκεκριμένους δράστες από τη διάπαραξη αδικημάτων τέτοιας βαρύτητας και έντασης που οδήγησαν έναν νέο άνθρωπο στην αυτοκτονία (αν υποτεθούν αληθή όσα ακούγονται), είτε είναι βαθιά
νυχτωμένος είτε λαϊκίζει εκμεταλλευόμενος τραγωδίες, χάριν της τηλεθέασης.
Ετικέτες
ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ,
BULLYING
Τρίτη 17 Μαρτίου 2015
Νομοθετική λύση για τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο;
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του
left.gr, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομίας παρακολουθούν
προσεκτικά την εξέλιξη των υποθέσεων ενυπόθηκων δανείων σε ελβετικό φράγκο που
αφορά μεγάλο αριθμό Ελλήνων δανειοληπτών και εξετάζουν νομοθετικές λύσεις που
να εναρμονίζουν τη νομοθεσία με τις δικαστικές αποφάσεις και τις ευρωπαϊκές
οδηγίες. Ο υπουργός Οικονομίας, με έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή,
έκανε ήδη αναφορά στη γνωστή πλέον απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης
αλλά και σε άλλες ευνοϊκές για τους δανειολήπτες αποφάσεις πρωτοβάθμιων
δικαστηρίων. Επίσης, τόνισε ότι «σε περίπτωση που οι υποθέσεις αυτές καταστούν
αμετάκλητες, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της διάταξης του άρθρου
10 παρ. 21 του ν. 2251/1994 το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα του αρμόδιου
υπουργού, με απόφασή του να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις
προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο
αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων επί αγωγών καταναλωτή ή ενώσεων καταναλωτών,
καθώς οι συνέπειες του δεδικασμένου έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την
εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών».
Περισσότερα στο left.gr.
Δύο ανέξοδοι τρόποι να διεκδικήσετε την αποζημίωση απόλυσης
Η περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ενός μισθωτού χωρίς ή με σημαντική καθυστέρηση της καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είναι ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο σήμερα, είτε γιατί μπορεί να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα ρευστότητας σε μια επιχείρηση είτε γιατί οι εργοδότες - χωρίς να έχουν στ' αλήθεια τέτοιο πρόβλημα - εκλαμβάνουν την οικονομική κρίση ως ένα καλό άλλοθι για καθυστερήσεις ή ακόμα και για τη ματαίωση των υποχρεώσεών τους. Βέβαια, η μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης και μάλιστα ταυτόχρονα με την εγχείριση του εγγράφου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στο μισθωτό, συνιστά τυπικό λόγο ακυρότητας της καταγγελίας και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να προσβάλει το κύρος μιας τέτοιας απόλυσης ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων (περισσότερα εδώ). Ωστόσο, η επίκληση αυτής της ακυρότητας - επειδή ακριβώς έχει τεθεί προς το συμφέρον του μισθωτού - είναι σχετική, με την έννοια ότι μπορεί να την επικαλεστεί μόνο ο τελευταίος και εφόσον το επιθυμεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο μισθωτός μπορεί - ακόμα κι αν δεν έχει καταβληθεί η αποζημίωσή του - να θεωρήσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγκυρη και απλώς να διεκδικήσει την αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται. Αυτό το τελευταίο μπορεί να γίνει φυσικά με την άσκηση σχετικής αγωγής ή με άλλους λιγότερο δαπανηρούς τρόπους. Αυτοί οι τρόποι που κοστίζουν λιγότερο ή καθόλου είναι:
α) Η Καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας: Το ΣΕΠΕ, βέβαια, δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο. Αυτό σημαίνει ότι δεν εκδίδει δεσμευτικές για τον εργοδότη απόφασεις και δεν διαθέτει μέσα εξαναγκασμού προς συμμόρφωση. Είναι μία διοικητική υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας που απλώς διαμεσολάβει για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, με αφορμή τις μεταξύ τους συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας. Ωστόσο, υποχρεούται να διατυπώνει την απόψή του στο Δελτίο Εργατικής Διαφοράς που συντάσσεται μετά την προσφυγή του μισθωτού και τη συζήτηση, αλλά σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εργοδότη περιορίζεται συνήθως σε μία σύσταση προς τον εργαζόμενο να προσφύγει "στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια". Βέβαια, το ΣΕΠΕ μπορεί να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμα) στον εργοδότη ή ακόμα να υποβάλει για λογαριασμό του μισθωτού μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα, για τη μη καταβολή της αποζημίωσης του. Η προσφυγή στο ΣΕΠΕ πολλές φορές μπορεί να φέρει αποτελέσματα, τις περισσότερες φορές όμως όχι. Το σίγουρο είναι ότι δεν χάνετε κάτι (ούτε σε κόπο ούτε σε χρήμα). Αντιθέτως, σε περίπτωση που αποφασίσετε να προσφύγετε στα δικαστήρια για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, έχετε στα χέρια σας ακόμη ένα έγγραφο (το "Δελτίο Εργατικής Διαφοράς"), από το οποίο μπορεί να προκύπτουν - έστω και εμμέσως - οι οφειλές του εργοδότη σας.
β) Η Υποβολή μήνυσης κατά του εργοδότη για μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης (Μπορείτε να την υποβάλετε μόνος/η ή μέσω του ΣΕΠΕ). Το εν λόγω αδίκημα προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Ν. 3996/2011. Σύμφωνα με αυτό "κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (Α' 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές". Η ποινική απόφαση που θα εκδοθεί ΔΕΝ θα σας επιδικάσει χρήματα. Θα επιβάλλει ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή στον εργοδότη σας. Υπό το φόβο μίας ποινικής καταδίκης (ακόμα κι αν δεν μπει φυλακή), είναι πολύ πιθανό να πληρώσει. Στο ποινικό δικαστήριο για παράβαση του παραπάνω νόμου δεν επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής, δηλαδή δεν επιτρέπεται να παρασταθείτε με δικηγόρο. Εξάλλου, δεν σας χρειάζεται δικηγόρος (αυτό σημαίνει ότι γλιτώνετε τα έξοδα παράστασης).
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η προθεσμία για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης είναι εξάμηνη και ξεκινά από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Οι παραπάνω δυνατότητες που σας παρέχει ο νόμος ΔΕΝ αναστέλλουν την αποσβεστική προθεσμία για τη δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσης.
Ετικέτες
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ,
ΑΠΟΛΥΣΗ,
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,
ΣΕΠΕ
Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015
Πρωτοδικείο Ρόδου: Νέα δικαίωση δανειολήπτη με ρήτρα Ελβετικού Φράγκου
Μετά την υπ' αριθμ. 23/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, το Πολυμελές Πρωτοδικείου Ρόδου, με την υπ' αριθμ. 35/2015 απόφασή του, δικαίωσε και πάλι δανειολήπτη που είχε λάβει στεγαστικό δάνειο με ρήτρα ελβετικού φράγκου, κατόπιν άσκησης σχετικής αναγνωριστικής αγωγής κατά της EUROBANK. Και η εν λόγω απόφαση αναγνωρίζει την ακυρότητα ρητρών της δανειακής σύμβασης και προσθέτων προσαρτημάτων αυτής, κατά τις οποίες ο δανειολήπτης όφειλε να καταβάλλει στην Τράπεζα τις δόσεις του δανείου του σύμφωνα με την συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία καταβολής της κάθε δόσης και, ουσιαστικά, υποχρεώνει την Τράπεζα να υπολογίζει στο εξής τις δόσεις με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά τη στιγμή της εκταμίευσής του. Μακάρι να ευδοκιμήσουν και οι συλλογικές αγωγές που έχουν κατατεθεί και εκκρεμούν στα ελληνικά δικαστήρια.
Ετικέτες
ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ,
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
Σχολικοί Φύλακες: Η διαθεσιμότητα ως sui generis απόλυση
Με την υπ' αριθμ. 3694/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίστηκε ως παράνομη και καταχρηστική η θέση σε διαθεσιμότητα σχολικών φυλάκων του Δήμου Ν. Ιωνίας και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, με τους ίδιους όρους και με την καταβολή των πλήρων αποδοχών τους, όπως ίσχυαν πριν αυτοί τεθούν σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Η εν λόγω δικαστική απόφαση - σε συνέχεια άλλων παρόμοιων αποφάσεων - έκρινε ότι η θέση σε διαθεσιμότητα συνιστά ουσιαστικά "απόλυση υπό προθεσμία", με αποτέλεσμα να εισάγεται με τη διάταξη της υποπαραγράφου Ζ.2 του ν.4093/2012 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρουυ 80 του ν.4172/2013 ένα νέο είδος (sui generis) καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, μη ανεκτό από την έννομη τάξη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι άνω ρυθμίσεις έχουν κατά το νομοθέτη διπλό στόχο, μεταρρυθμιστικό και δημοσιονομικό. Το μέτρο της διαθεσιμότητας, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, απέβλεψε στον εξορθολογισμό και περιορισμό ενός διογκωμένου δημόσιου τομέα, που επιβαρύνει τις δημόσιες δαπάνες και δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί, εντάσσεται στον συνολικό σχεδιασμό αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και ορθολογικής κατανομής του προσωπικού της (που διαπιστωμένα πλεονάζει σε ορισμένες υπηρεσίες, ενώ άλλες έχουν σοβαρές ελλείψεις), αλλαγή η οποία έχει καταστεί ιδιαίτερα επιτακτική λόγω της πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα και αποβλέπει στη βέλτιστη αναδιοργάνωση και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του δημοσίου τομέα. Παράλληλα το μέτρο αυτό - επίσης σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση - θα συμβάλλει έμμεσα στην περιστολή δημοσίων δαπανών και ως εκ τούτου αποτελεί τμήμα του ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, λαμβανομένης υπόψη της οξύτατης οικονομικής κρίσης, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν κατ εξοχήν λόγους δημοσίου συμφέροντος. Πλην όμως ο θεσμός της διαθεσιμότητας που θεσπίσθηκε με το ν. 4093/2012 εισάγει - όπως και η εργασιακή εφεδρεία των παρ. 3 επ. του άρθρου 34 του ν. 4024/2011 που προηγήθηκε - ένα νέο «sui generis» είδος απόλυσης υπό προθεσμία, το οποίο εφαρμόζεται στον στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Για την θέση του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, λαμβάνονται υπόψη μόνο (α) η κατηγορία εκπαίδευσης και ειδικότητα του εργαζόμενου, (β) η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη του, καθώς και (γ) η αναλογία του προσωπικού που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις για να τεθεί σε διαθεσιμότητα προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται στον ίδιο κλάδο και συνολικά στον ίδιο φορέα. Το γεγονός, όμως, ότι ο νόμος προβλέπει ως ενδεχόμενο να μην απολυθεί τελικά ο εργαζόμενος που τίθεται σε διαθεσιμότητα, αλλά αντ' αυτού να μεταταγεί σε άλλη θέση εργασίας στον δημόσιο τομέα - ακόμη και με υποδεέστερα καθήκοντα ή δυσμενέστερους όρους εργασίας - ουδόλως αναιρεί τον χαρακτήρα του θεσμού αυτού ως «sui generis» διαδικασίας απολύσεως. Και αυτό, επειδή η μόνη βέβαιη έννομη συνέπεια που προβλέπεται από το νόμο είναι η λύση της σύμβασης εργασίας με την πάροδο της 13ης Νοεμβρίου 2013, ενώ αντίθετα είναι αβέβαιο αν ο εργαζόμενος που τέθηκε σε διαθεσιμότητα θα μεταταγεί μέχρι τότε. Αν επρόκειτο για διαδικασία κινητικότητας με σκοπό την ορθολογικότερη κατανομή του προσωπικού του δημοσίου τομέα και όχι για διαδικασία απόλυσης, ο νόμος δεν θα προέβλεπε ως έννομη συνέπεια τη λύση των συμβάσεων εργασίας, η οποία προδήλως υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό. Αλλά ακόμη κι αν η θέση του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα, παρά το γεγονός ότι οδηγεί στη λύση της εργασιακής σχέσης, δεν χαρακτηριζόταν ως διαδικασία απολύσεως, αναμφίβολα επιφέρει αμέσως την αναστολή της εργασιακής σχέσης. Έτσι, καθ όλη τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο εργαζόμενος δεν δύναται πλέον να παρέχει την εργασία του, ούτε ο εργοδότης να την αποδέχεται. Όμως, η παροχή εργασίας αποτελεί δικαίωμα του εργαζομένου, το οποίο ερείδεται επί του δικαιώματος της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ), επί του συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και επί του ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος για εργασία (άρθρα 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος).
Επίσης, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο εργαζόμενος υφίσταται δραστικότατη μείωση των αποδοχών του, αφού κατά το έτος που αυτή διαρκεί δικαιούται να λαμβάνει μόνο το 75%. Καθώς μάλιστα πρόκειται για εργαζομένους του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η περικοπή αυτή των αποδοχών του εργαζομένου έρχεται σε συνέχεια των επανειλημμένων δραστικών περικοπών αποδοχών που επέφεραν τα δύο τελευταία έτη οι νόμοι 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011. Έτσι η περικοπή αυτή των αποδοχών του εργαζομένου κατά 25% που συνεπάγεται η θέση σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν μπορεί να κριθεί αυτοτελώς, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η νέα αυτή δραστική περικοπή κατά 25% των αποδοχών του εργαζομένου επιφέρει δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου του εργαζομένου σωρευτικά με τις προηγούμενες περικοπές αποδοχών. Οι μεταβολές αυτές στη σύμβαση εργασίας, οι οποίες μετά την πάροδο έτους οδηγούν στη λύση της, επέρχονται ανεξάρτητα από την πραγματική βούληση και τις ανάγκες των συμβαλλομένων σε αυτήν μερών.
Συνακόλουθα οι προδιαληφθείσες διατάξεις θίγουν κατ’ αρχήν στον πυρήνα τους την συμβατική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και την εργασία ως δικαίωμα στην περιουσία του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι λόγοι γενικότερου συμφέροντος, συνιστάμενοι στη δημοσιονομική εξυγίανση του Δημοσίου, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν κατ’ εξαίρεση την παρέμβαση του νομοθέτη, και πάλι οι επίμαχες διατάξεις δεν αντέχουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας και της συμφωνίας τους με τους ορισμούς της ΕΣΔΑ. Και αυτό γιατί το γενικό συμφέρον σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσβολή του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο οποίος, ως περιορισμός των περιορισμών, συνιστά το απαραβίαστο όριο για κάθε ρύθμιση του κοινού νομοθέτη. Με τις επίμαχες διατάξεις παραβιάζεται όμως ο πυρήνας της συμβατικής ελευθερίας των μερών της σύμβασης εργασίας, καθόσον μ' αυτές ο νομοθέτης δεν επενέβη απλώς προς την κατεύθυνση της τροποποίησης των όρων της, αλλά επιβάλλει αμέσως την αναστολή και εν συνεχεία, με μόνη την πάροδο έτους, την κατάλυση της ίδιας της συμβατικής σχέσης.
Εξάλλου, με τη νομοθετική αναστολή και εν συνεχεία κατάλυση της εργασιακής σχέσης και συνακόλουθα της υλικής βάσης της ύπαρξης του εργαζομένου, προσβάλλεται και η ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή το Συμβούλιο της Επικράτειας, ελέγχοντας την συνταγματικότητα των μισθολογικών περικοπών που έγιναν στον στενό δημόσιο τομέα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, με σκοπό την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, συνήγαγε ότι οι επεμβάσεις του νομοθέτη που προκαλούν διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του εργαζομένου αντίκεινται στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ακόμη και όταν με αυτές επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος. Με την αναστολή και εν συνεχεία κατάλυση των συμβάσεων εργασίας που επιβάλλει ο ν. 4093/2012, χωρίς να εκτιμώνται οι ανάγκες των συμβαλλομένων στη σύμβαση εργασίας μερών, αλλά και χωρίς συγκριτική αξιολόγηση για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα, ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξης του και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πρακτικά αδύνατη. Έτσι όμως προσβάλλεται και η ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, η νομοθετική αυτή επέμβαση προσβάλλει και το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Τούτο διότι η προπεριγραφείσα νομοθετική παρέμβαση, δια της νομοθετικής επιβολής απολύσεων (και μάλιστα υπό τις παρούσες οικονομικές δυσμενείς συνθήκες) προδήλως λαμβάνει χώρα προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που επιτάσσει το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου η επέμβαση του νομοθέτη στα προστατευόμενα από τις διατάξεις αυτές ελευθερίες και αγαθά, θα πρέπει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι ως άνω ρυθμίσεις του ν. 4093/2012 θεσπίσθηκαν για λόγους γενικότερου συμφέροντος και ότι αυτές δεν φτάνουν στο σημείο να πλήττουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων που θίγονται, και πάλι θα έπρεπε να μην ξεπερνούν τα όρια που τίθενται από την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι από το τρίπτυχο της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της εν στενή έννοια αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος).
Επιπλέον θα έπρεπε να τηρείται σε κάθε περίπτωση και η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), η παραβίαση της οποίας επίσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κανένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση της εργασίας που αυτό παρέχει. Η καταβολή του μισθού στη σύμβαση εργασίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε κοινωνική παροχή, αλλά το αντάλλαγμα για την εργασία του εργαζόμενου. Κάθε εχέφρων εργοδότης κατά την κοινή πείρα θα επέλεγε πρώτα να περικόψει τις θέσεις εργασίας που δεν είναι αναγκαίες για την επιχείρηση, καθώς και να απολύσει τους ολιγότερο αποτελεσματικούς και ολιγότερο συνεπείς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, ώστε να μεγιστοποιήσει το όφελος του από την παρεχόμενη εργασία για την οποία καταβάλλει τον μισθό. Το κριτήριο, όμως, που επελέγη από το νομοθέτη με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν.4093/2012 για την επιλογή των απολυτέων, ουδόλως κατάλληλο είναι για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Έτσι, η πλήρης παράβλεψη κατά την επιλογή των απολυτέων της αναγκαιότητας ή μη των θέσεων εργασίας που περικόπτονται, καθώς και της συγκριτικής αξιολόγησης της απόδοσης των εργαζομένων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ορθό λόγο και την αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των δημοσίων πόρων, αποτελώντας πρόδηλη σπατάλη, και ως εκ τούτου είναι απρόσφορη, αφού αντιστρατεύεται ευθέως τον σκοπό της ορθολογικότερης κατανομής του προσωπικού των φορέων του δημοσίου τομέα και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι σκοποί αυτοί διώκονται από τον ν.4093/2012.
Με την αναστολή και στη συνέχεια κατάλυση των συμβάσεων εργασίας, χωρίς να εκτιμώνται οι ανάγκες των συμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας μερών, αλλά και χωρίς τη συγκριτική αξιολόγηση για την επιλογή των τιθέμενων σε διαθεσιμότητα, ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξης του και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πραγματικά αδύνατη. Δεν είναι, επομένως, επιτρεπτή η επιβολή μέτρων που βαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών έναντι άλλων ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων μέτρων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών, εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο, θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση που αυτό παρέχει, οι σχολικοί φύλακες υπήχθησαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, η οργανική τους θέση καταργήθηκε, ενώ από την 23.07.2013 λαμβάνουν το ποσό που αντιστοιχεί στο 75% των αποδοχών τους για διάστημα οκτώ μηνών μετά το πέρας του οποίου (και εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν), η υπαλληλική τους σχέση λύεται. Οι διατάξεις αυτές, όπως ήδη εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, αντιστρατεύονται ευθέως τις προαναφερθείσες αρχές της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Τούτο δε διότι η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση, δεν γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν και επί πλέον η κατάργηση των παραπάνω οργανικών θέσεων δεν πραγματοποιείται στη βάση μιας ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων κατηγορίας ΔΕ των προαναφερόμενων ειδικοτήτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας, ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες των υπαλλήλων αυτών των ειδικοτήτων, μολονότι δεν έχει συνταχθεί σχετικό οργανόγραμμα στη βάση των πραγματικών αναγκών τους.
Εξάλλου, ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχόμενης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένος είτε με την κατάργηση ολόκληρης της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία, πλην όμως και πάλι ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια. Δημοσιονομικοί λόγοι μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και τη διοικητική αναδιοργάνωση του, ωστόσο οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει αφενός να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικούμενους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, και αφετέρου να εναρμονίζονται με τις αναφερθείσες συνταγματικές εγγυήσεις που αφορούν το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο διορισμός δημοσίου υπαλλήλου προϋποθέτει κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις την προηγούμενη νομοθέτηση οργανικής θέσεως, συνεπώς δε και την ορθολογική οργάνωση των λειτουργιών και των εν γένει υπηρεσιών του Κράτους, δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο θεμιτός σκοπός της αναδιοργανώσεως των δημόσιων υπηρεσιών και της ορθολογικής διαχειρίσεως της αντίστοιχης δημόσιας δαπάνης να καθορίζονται όροι υποχρεωτικής απομακρύνσεως υπαλλήλων από την υπηρεσία με βάση κριτήρια μη συνδεόμενα με τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της Διοικήσεως αλλά και με τα προσόντα, τις ικανότητες και την εν γένει υπηρεσιακή τους απόδοση και η κατάργηση των οργανικών θέσεων, τις οποίες κατείχαν οι απομακρυνόμενοι, να επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της απομακρύνσεως.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 2112/1920, 288, 361, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει καταρχήν, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, υποχρέωση να απασχολεί πραγματικώς τον εργαζόμενο και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών αυτού δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν, όμως, ως άνω νόμιμη άρνηση του εργοδότη καθίσταται παράνομη, όταν καθίσταται καταχρηστική, το οποίο συμβαίνει, όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ ή των προαναφερομένων διατάξεων του Συντάγματος, οπότε παρέχεται σε αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1672/2007 ΕΕργΔ 2008.968, ΑΠ 362/2007 ΕΕργΔ 2007.1487). Υπάρχει δε αγώγιμη αξίωση του μισθωτού, του οποίου ακυρώνεται, με δικαστική απόφαση, η απόλυση του ως καταχρηστική, να ζητήσει την πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του από τον εργοδότη, ενώ, για να καταδικαστεί ο εργοδότης σε πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής, να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να συντρέχουν και άλλοι όροι, δηλονότι η απόκρουση των προσφερόμενων υπηρεσιών να έχει γίνει υπό περιστάσεις που υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ ή να συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (άρθρο 57 ΑΚ) ή υπαιτίως να προσβάλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή.
Μιλάμε για διαμάντι...
Για την θέση του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, λαμβάνονται υπόψη μόνο (α) η κατηγορία εκπαίδευσης και ειδικότητα του εργαζόμενου, (β) η διαδικασία που είχε ακολουθηθεί για την πρόσληψη του, καθώς και (γ) η αναλογία του προσωπικού που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις για να τεθεί σε διαθεσιμότητα προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται στον ίδιο κλάδο και συνολικά στον ίδιο φορέα. Το γεγονός, όμως, ότι ο νόμος προβλέπει ως ενδεχόμενο να μην απολυθεί τελικά ο εργαζόμενος που τίθεται σε διαθεσιμότητα, αλλά αντ' αυτού να μεταταγεί σε άλλη θέση εργασίας στον δημόσιο τομέα - ακόμη και με υποδεέστερα καθήκοντα ή δυσμενέστερους όρους εργασίας - ουδόλως αναιρεί τον χαρακτήρα του θεσμού αυτού ως «sui generis» διαδικασίας απολύσεως. Και αυτό, επειδή η μόνη βέβαιη έννομη συνέπεια που προβλέπεται από το νόμο είναι η λύση της σύμβασης εργασίας με την πάροδο της 13ης Νοεμβρίου 2013, ενώ αντίθετα είναι αβέβαιο αν ο εργαζόμενος που τέθηκε σε διαθεσιμότητα θα μεταταγεί μέχρι τότε. Αν επρόκειτο για διαδικασία κινητικότητας με σκοπό την ορθολογικότερη κατανομή του προσωπικού του δημοσίου τομέα και όχι για διαδικασία απόλυσης, ο νόμος δεν θα προέβλεπε ως έννομη συνέπεια τη λύση των συμβάσεων εργασίας, η οποία προδήλως υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό. Αλλά ακόμη κι αν η θέση του εργαζομένου σε διαθεσιμότητα, παρά το γεγονός ότι οδηγεί στη λύση της εργασιακής σχέσης, δεν χαρακτηριζόταν ως διαδικασία απολύσεως, αναμφίβολα επιφέρει αμέσως την αναστολή της εργασιακής σχέσης. Έτσι, καθ όλη τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο εργαζόμενος δεν δύναται πλέον να παρέχει την εργασία του, ούτε ο εργοδότης να την αποδέχεται. Όμως, η παροχή εργασίας αποτελεί δικαίωμα του εργαζομένου, το οποίο ερείδεται επί του δικαιώματος της προσωπικότητας (άρθρο 57 ΑΚ), επί του συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και επί του ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος για εργασία (άρθρα 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος).
Επίσης, κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, ο εργαζόμενος υφίσταται δραστικότατη μείωση των αποδοχών του, αφού κατά το έτος που αυτή διαρκεί δικαιούται να λαμβάνει μόνο το 75%. Καθώς μάλιστα πρόκειται για εργαζομένους του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η περικοπή αυτή των αποδοχών του εργαζομένου έρχεται σε συνέχεια των επανειλημμένων δραστικών περικοπών αποδοχών που επέφεραν τα δύο τελευταία έτη οι νόμοι 3833/2010, 3845/2010 και 4024/2011. Έτσι η περικοπή αυτή των αποδοχών του εργαζομένου κατά 25% που συνεπάγεται η θέση σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν μπορεί να κριθεί αυτοτελώς, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η νέα αυτή δραστική περικοπή κατά 25% των αποδοχών του εργαζομένου επιφέρει δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου του εργαζομένου σωρευτικά με τις προηγούμενες περικοπές αποδοχών. Οι μεταβολές αυτές στη σύμβαση εργασίας, οι οποίες μετά την πάροδο έτους οδηγούν στη λύση της, επέρχονται ανεξάρτητα από την πραγματική βούληση και τις ανάγκες των συμβαλλομένων σε αυτήν μερών.
Συνακόλουθα οι προδιαληφθείσες διατάξεις θίγουν κατ’ αρχήν στον πυρήνα τους την συμβατική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και την εργασία ως δικαίωμα στην περιουσία του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι λόγοι γενικότερου συμφέροντος, συνιστάμενοι στη δημοσιονομική εξυγίανση του Δημοσίου, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν κατ’ εξαίρεση την παρέμβαση του νομοθέτη, και πάλι οι επίμαχες διατάξεις δεν αντέχουν τον έλεγχο της συνταγματικότητας και της συμφωνίας τους με τους ορισμούς της ΕΣΔΑ. Και αυτό γιατί το γενικό συμφέρον σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσβολή του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο οποίος, ως περιορισμός των περιορισμών, συνιστά το απαραβίαστο όριο για κάθε ρύθμιση του κοινού νομοθέτη. Με τις επίμαχες διατάξεις παραβιάζεται όμως ο πυρήνας της συμβατικής ελευθερίας των μερών της σύμβασης εργασίας, καθόσον μ' αυτές ο νομοθέτης δεν επενέβη απλώς προς την κατεύθυνση της τροποποίησης των όρων της, αλλά επιβάλλει αμέσως την αναστολή και εν συνεχεία, με μόνη την πάροδο έτους, την κατάλυση της ίδιας της συμβατικής σχέσης.
Εξάλλου, με τη νομοθετική αναστολή και εν συνεχεία κατάλυση της εργασιακής σχέσης και συνακόλουθα της υλικής βάσης της ύπαρξης του εργαζομένου, προσβάλλεται και η ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή το Συμβούλιο της Επικράτειας, ελέγχοντας την συνταγματικότητα των μισθολογικών περικοπών που έγιναν στον στενό δημόσιο τομέα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, με σκοπό την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, συνήγαγε ότι οι επεμβάσεις του νομοθέτη που προκαλούν διακινδύνευση της αξιοπρεπούς διαβιώσεως του εργαζομένου αντίκεινται στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ακόμη και όταν με αυτές επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος. Με την αναστολή και εν συνεχεία κατάλυση των συμβάσεων εργασίας που επιβάλλει ο ν. 4093/2012, χωρίς να εκτιμώνται οι ανάγκες των συμβαλλομένων στη σύμβαση εργασίας μερών, αλλά και χωρίς συγκριτική αξιολόγηση για την επιλογή των τιθεμένων σε διαθεσιμότητα, ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξης του και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πρακτικά αδύνατη. Έτσι όμως προσβάλλεται και η ανθρώπινη αξία, το απαραβίαστο της οποίας διακηρύττει το άρθρο 2 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, η νομοθετική αυτή επέμβαση προσβάλλει και το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού». Τούτο διότι η προπεριγραφείσα νομοθετική παρέμβαση, δια της νομοθετικής επιβολής απολύσεων (και μάλιστα υπό τις παρούσες οικονομικές δυσμενείς συνθήκες) προδήλως λαμβάνει χώρα προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που επιτάσσει το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου η επέμβαση του νομοθέτη στα προστατευόμενα από τις διατάξεις αυτές ελευθερίες και αγαθά, θα πρέπει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι ως άνω ρυθμίσεις του ν. 4093/2012 θεσπίσθηκαν για λόγους γενικότερου συμφέροντος και ότι αυτές δεν φτάνουν στο σημείο να πλήττουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων που θίγονται, και πάλι θα έπρεπε να μην ξεπερνούν τα όρια που τίθενται από την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι από το τρίπτυχο της προσφορότητας, της αναγκαιότητας και της εν στενή έννοια αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος).
Επιπλέον θα έπρεπε να τηρείται σε κάθε περίπτωση και η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), η παραβίαση της οποίας επίσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κανένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση της εργασίας που αυτό παρέχει. Η καταβολή του μισθού στη σύμβαση εργασίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε κοινωνική παροχή, αλλά το αντάλλαγμα για την εργασία του εργαζόμενου. Κάθε εχέφρων εργοδότης κατά την κοινή πείρα θα επέλεγε πρώτα να περικόψει τις θέσεις εργασίας που δεν είναι αναγκαίες για την επιχείρηση, καθώς και να απολύσει τους ολιγότερο αποτελεσματικούς και ολιγότερο συνεπείς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, ώστε να μεγιστοποιήσει το όφελος του από την παρεχόμενη εργασία για την οποία καταβάλλει τον μισθό. Το κριτήριο, όμως, που επελέγη από το νομοθέτη με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν.4093/2012 για την επιλογή των απολυτέων, ουδόλως κατάλληλο είναι για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Έτσι, η πλήρης παράβλεψη κατά την επιλογή των απολυτέων της αναγκαιότητας ή μη των θέσεων εργασίας που περικόπτονται, καθώς και της συγκριτικής αξιολόγησης της απόδοσης των εργαζομένων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ορθό λόγο και την αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των δημοσίων πόρων, αποτελώντας πρόδηλη σπατάλη, και ως εκ τούτου είναι απρόσφορη, αφού αντιστρατεύεται ευθέως τον σκοπό της ορθολογικότερης κατανομής του προσωπικού των φορέων του δημοσίου τομέα και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι σκοποί αυτοί διώκονται από τον ν.4093/2012.
Με την αναστολή και στη συνέχεια κατάλυση των συμβάσεων εργασίας, χωρίς να εκτιμώνται οι ανάγκες των συμβαλλομένων στις συμβάσεις εργασίας μερών, αλλά και χωρίς τη συγκριτική αξιολόγηση για την επιλογή των τιθέμενων σε διαθεσιμότητα, ο εργαζόμενος αποστερείται των υλικών όρων της ύπαρξης του και μάλιστα υπό συνθήκες εξαιρετικά μεγάλης ανεργίας, οι οποίες καθιστούν την ανεύρεση άλλης εργασίας πραγματικά αδύνατη. Δεν είναι, επομένως, επιτρεπτή η επιβολή μέτρων που βαρύνουν δυσανάλογα ορισμένες κατηγορίες πολιτών έναντι άλλων ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων μέτρων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών, εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα. Για να κριθεί το νομοθετικό μέτρο που λήφθηκε πρόσφορο, θα έπρεπε το κριτήριο επιλογής του προσωπικού να είναι κατάλληλο ώστε να εξασφαλισθεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση που αυτό παρέχει, οι σχολικοί φύλακες υπήχθησαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, η οργανική τους θέση καταργήθηκε, ενώ από την 23.07.2013 λαμβάνουν το ποσό που αντιστοιχεί στο 75% των αποδοχών τους για διάστημα οκτώ μηνών μετά το πέρας του οποίου (και εφόσον δεν μεταταχθούν ή μεταφερθούν), η υπαλληλική τους σχέση λύεται. Οι διατάξεις αυτές, όπως ήδη εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω, αντιστρατεύονται ευθέως τις προαναφερθείσες αρχές της αναλογικότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής διάρθρωσης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Τούτο δε διότι η επιλογή των εργαζομένων που τίθενται σε μια τέτοια κατάσταση, δεν γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν και επί πλέον η κατάργηση των παραπάνω οργανικών θέσεων δεν πραγματοποιείται στη βάση μιας ολοκληρωμένης και εμπεριστατωμένης μελέτης αναδιάρθρωσης των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στο τυχαίο κριτήριο της κατάληψης θέσεων κατηγορίας ΔΕ των προαναφερόμενων ειδικοτήτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες της καθεμίας, ότι οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες των υπαλλήλων αυτών των ειδικοτήτων, μολονότι δεν έχει συνταχθεί σχετικό οργανόγραμμα στη βάση των πραγματικών αναγκών τους.
Εξάλλου, ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχόμενης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένος είτε με την κατάργηση ολόκληρης της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία, πλην όμως και πάλι ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιλογή του τρόπου ρυθμίσεως των θεμάτων που σχετίζονται με την κατάργηση οργανικών θέσεων, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, δηλαδή να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων και να θεσπίζει κανόνες με αντικειμενικά κριτήρια. Δημοσιονομικοί λόγοι μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο των επιλογών του νομοθέτη για τον ανακαθορισμό των λειτουργιών του Κράτους και τη διοικητική αναδιοργάνωση του, ωστόσο οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει αφενός να εισάγονται με τήρηση των συνταγματικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλεται να διασφαλίζονται η ορθολογική, αποτελεσματική και διαρκής λειτουργία της Διοικήσεως και η παροχή των υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικούμενους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου, και αφετέρου να εναρμονίζονται με τις αναφερθείσες συνταγματικές εγγυήσεις που αφορούν το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο διορισμός δημοσίου υπαλλήλου προϋποθέτει κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις την προηγούμενη νομοθέτηση οργανικής θέσεως, συνεπώς δε και την ορθολογική οργάνωση των λειτουργιών και των εν γένει υπηρεσιών του Κράτους, δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο θεμιτός σκοπός της αναδιοργανώσεως των δημόσιων υπηρεσιών και της ορθολογικής διαχειρίσεως της αντίστοιχης δημόσιας δαπάνης να καθορίζονται όροι υποχρεωτικής απομακρύνσεως υπαλλήλων από την υπηρεσία με βάση κριτήρια μη συνδεόμενα με τις λειτουργικές και οργανωτικές ανάγκες της Διοικήσεως αλλά και με τα προσόντα, τις ικανότητες και την εν γένει υπηρεσιακή τους απόδοση και η κατάργηση των οργανικών θέσεων, τις οποίες κατείχαν οι απομακρυνόμενοι, να επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της απομακρύνσεως.
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 2112/1920, 288, 361, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι η επιχειρούμενη από τον εργοδότη μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του μισθωτού παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά της εργασιακής του απασχόλησης στην προηγουμένη κατάσταση. Ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει καταρχήν, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, υποχρέωση να απασχολεί πραγματικώς τον εργαζόμενο και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερόμενων υπηρεσιών αυτού δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν, όμως, ως άνω νόμιμη άρνηση του εργοδότη καθίσταται παράνομη, όταν καθίσταται καταχρηστική, το οποίο συμβαίνει, όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ ή των προαναφερομένων διατάξεων του Συντάγματος, οπότε παρέχεται σε αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1672/2007 ΕΕργΔ 2008.968, ΑΠ 362/2007 ΕΕργΔ 2007.1487). Υπάρχει δε αγώγιμη αξίωση του μισθωτού, του οποίου ακυρώνεται, με δικαστική απόφαση, η απόλυση του ως καταχρηστική, να ζητήσει την πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του από τον εργοδότη, ενώ, για να καταδικαστεί ο εργοδότης σε πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής, να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν απαιτείται να συντρέχουν και άλλοι όροι, δηλονότι η απόκρουση των προσφερόμενων υπηρεσιών να έχει γίνει υπό περιστάσεις που υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ ή να συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (άρθρο 57 ΑΚ) ή υπαιτίως να προσβάλουν το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή.
Μιλάμε για διαμάντι...
Ετικέτες
ΑΠΟΛΥΣΗ,
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ,
ΣΧΟΛΙΚΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Κυριακή 15 Μαρτίου 2015
Στις 50.000 Ευρώ το όριο για ποινική δίωξη λόγω χρεών στο Δημόσιο
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του σχεδίου νόμου "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της Οικονομίας", όπως αναρτήθηκε για διαβούλευση στο opengov.gr, το όριο για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον οφειλετών που έχουν βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα αυξάνεται από 5.000 σε 50.000 Ευρώ.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι: "Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλά
κισης:
α) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) Ευρώ.
β) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ υπερβαίνει το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) Ευρώ...
Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό"
Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί και αφορούν σε μικρότερα ποσά από αυτά που ορίζονται παραπάνω, οι οποίες δεν έχουν εκτελεστεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου, μένουν ανεκτέλεστες. Επιπλέον, εκκρεμείς αιτήσεις Προϊσταμένων Δ.Ο.Υ. ή Ελεγκτικών κέντρων ή Τελωνείων ή ένδικα μέσα κατά αποφάσεων για χρέη κατώτερα αυτών που ορίζονται ανωτέρω, δεν εισάγονται για συζήτηση.
Επανεκκίνηση οικονομίας δεν το λες, αλλά σίγουρα αποτελεί ένα μέτρο ανακούφισης σχεδόν για τους μισούς Έλληνες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)