Με μία άκρως αντεργατική και - κατά τη γνώμη μου - νομικά ανερμάτιστη απόφασή της (9/2011), η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκρινε ότι στην περίπτωση κατά την οποία αναγνωριστεί ως άκυρη η καταγγελία σύμβασης εργαζομένου από την πλευρά του εργοδότη, η υποχρέωση του τελευταίου για αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας. Αντιθέτως, η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού σε περίπτωση άκυρης απόλυσης, καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Με άλλα λόγια, η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν συνιστά κατά τη γνώμη της Ολομέλειας επαρκή λόγο για τη θεμελίωση υποχρέωσης του εργοδότη να επαναπασχολήσει το μισθωτό, αλλά ο τελευταίος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει επιπλέον πραγματικά περιστατικά που καθιστούν την άρνηση του εργοδότη καταχρηστική (!). Θεωρείται δηλαδή - παρά την ακύρωση της απόλυσης - καταρχήν νόμιμη η μη αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, εκτός να συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ίδιος ο μισθωτός.
Σαφώς ορθότερη η άποψη της μειοψηφίας (μόλις δύο μελών του Δικαστηρίου), σύμφωνα με την οποία, όταν, η άρνηση του εργοδότη να απασχολεί το μισθωτό εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σε περίπτωση που η καταγγελία προσβάλλεται ως άκυρη, η άρνηση για πραγματική απασχόληση υπονοείται αυτόχρημα παράνομη. Οπότε ο μισθωτός, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την εκ νέου πραγματική απασχόληση αυτού εκ μέρους του εργοδότη, αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιστατικά επί των οποίων ερείδεται η ακυρότητα και δεν απαιτείται να προσθέσει περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ή αδικοπραξία σε βάρος του ή παράνομο αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Διότι όλα αυτά, λόγω της διαταραχής της ομαλής λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας που εκδηλώθηκε με τη άκυρη καταγγελία, ενυπάρχουν στον περί ακυρότητας ισχυρισμό και στους λόγους που τον θεμελιώνουν και που καθιστούν ταυτόχρονα παράνομη την, ήδη εκδηλωθείσα, άρνηση για πραγματική απασχόληση. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από τον ορισμό του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με τον οποίο "ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι του, που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου, του οποίου η απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση". Η απόδοση ποινικής απαξίας στην εν λόγω συμπεριφορά του εργοδότη, που είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, ιδρύει, μετά τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση αυτού να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον ακύρως απολυθέντα μισθωτό και καθιστά άνευ ετέρου παράνομη την άρνηση του να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή.
Διακοπές τέλος και για το blog. Καλό χειμώνα σε όλους!
Διακοπές τέλος και για το blog. Καλό χειμώνα σε όλους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου