Με τη γνωστή πλέον απόφαση υπ' αριθμ. 26534/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε ότι για να πραγματοποιηθούν οι πολιτικές που εξαγγέλλονται από το πρώτο Μνημόνιο πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους. Επίσης κρίθηκε ότι οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/28.02.2012, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ. 2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό είναι μη εφαρμοστέες. Εξάλλου, οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 εισάγουν αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση σε βάρος των νεοπροσληφθέντων εργατοτεχνιτών έναντι των εργατοτεχνιτών που προσλήφθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτούς και παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της ισότητας στις εργασιακές σχέσεις. Κρίθηκε επίσης ότι η απεργία των εργαζομένων στο Μετρό Θεσσαλονίκης δεν είναι καταχρηστική. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει χαρακτήρα διαρκείας σε δυσανάλογο βαθμό με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ούτε βέβαια μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους κατάχρηση η απεργιακή κινητοποίηση κάποιων ημερών, ενόψει του μείζονος θέματος των αμοιβών που συνιστούν πλέον εκμετάλλευση του εργαζομένου και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση του και με άμεσο συλλογικό ενδιαφέρον και αλληλεγγύης.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της απόφασης:
ΑΠΟΦΑΣΗ: 26534/2012
Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 32594/2012
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
[....]
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το αρθρ. 1 §2 ν.4046/2012 (ΦΕΚ 28/14.02.2012), ο οποίος (ν. 4046/2012) ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενεκρίθη το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum ofUnderstanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής επιμέρους Μνημόνια : α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματα του και δημοσιεύθηκαν στο ίδιο ΦΕΚ υπ' αριθμ. 28/14.02.2012, στην αγγλική (ως επίσημη γλώσσα) και σε ελληνική μετάφραση (βλ. ΛΕΒΕΝΤΗ, Γ., Οι πρόσφατες αλλαγές που επέφερε ο ν.4046/2012 στο εργατικό δίκαιο, ΔΕΝ 2012.226). Με το άρθρ. 1 §6 ν. 4046/2012 ορίζεται ότι «οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε ... παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 ... παρ. 4.1 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παρ. 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου». Ακολούθως, με βάση την πιο πάνω εξουσιοδότηση του άρθρ. 1 § 6 ν. 4046/2012, εκδόθηκε η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 6/28.02.2012 (με τον τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012», ΦΕΚ Α' 38/28.02.2012) στο αρθρ. 5 της οποίας ορίζονται τα εξής: «1. Από 14.02.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α’101).
2. Από την 14.02.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (Α' 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν.1892/1990 (Α 101)». Με τις διατάξεις του αρθρ. 43 §§2 και 4 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η εξουσία να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, υπό την επιφύλαξη ότι το αντικείμενο της ρύθμισης δεν έχει με άλλη συνταγματική διάταξη εξαιρεθεί της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τίθεται δε ο κανόνας ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Μ' αυτά ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο, υπό ορισμένους όρους, με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους πλαίσιο) (§4), είτε ειδικά θέματα που προσδιορίζονται συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική διάταξη (§2 εδ.α').
Περαιτέρω, με τη διάταξη της §2 εδ.β1 αρθρ. του ίδιου αρθρ. 43 του Συντάγματος, προβλέπεται ότι φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται περί «ειδικότερων», «τοπικού ενδιαφέροντος», «λεπτομερειακών» ή «τεχνικών» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Αυτόδηλο περιορισμό ωστόσο στην κανονιστική δράση της διοίκησης συνιστούν τα ίδια τα όρια της εξουσιοδότησης. Κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που στερούνται εξουσιοδοτικής κάλυψης είναι νομικά ανίσχυρες. Απαιτείται επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει ο εξουσιοδοτικός νόμος όχι απλώς τον καθ' ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμιση του, έστω σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση, προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΟλΣτΕ 1210/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 1892/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3220/2010 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 3973/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 125/2009 ΝΟΜΟΣ, ΟλΣτΕ 2815/2004 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ2536/2011 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 3285/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 648/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία αποδέκτης της εξουσιοδότησης θα έπρεπε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ν. 4046/2012 όχι μόνο δεν θέτει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις υπό τις οποίες καλείται να ενεργήσει η διοίκηση με την έκδοση κανονιστικής πράξης (βλ. ΠΙΚΟΥΛΑ, Ι., Οι μεταβολές τις οποίες ο πρόσφατος «μνημονιακός» ν. 4046/2012 επέφερε στην εργατική νομοθεσία, ΕΕργΔ 2012.232 και ιδίως 233), αλλά δεν περιέχει κανέναν κανόνα δικαίου. Ο νόμος απλώς παραπέμπει σε κεφάλαια των «Μνημονίων», τα οποία προσαρτήθηκαν ως παράρτημα V σ' αυτόν, με την πρόβλεψη ότι «συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Τα δύο δε «Μνημόνια» δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, αλλά απλές προγραμματικές διακηρύξεις, που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση κανονιστικής δέσμευσης, παρά την παραπομπή σ' αυτά του νόμου (βλ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟ, Γ. Το τέλος του εργατικού δικαίου. Συνταγματική αποτίμηση της «αντιμεταρρύθμισης» του Μνημονίου ΙΙ, ΕΕργΔ 2012.637 και ιδίως 638-639). Ειδικά ως προς το πρώτο από αυτά, έχει ήδη κριθεί εξάλλου, ότι δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή, αλλά για να πραγματοποιηθούν οι εξαγγελλόμενες μ' αυτό πολιτικές, πρέπει να εκδοθούν σχετικές πράξεις από τα αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, όργανα του Ελληνικού Κράτους (νόμοι ή κανονιστικές διοικητικές πράξεις κατ' εξουσιοδότηση νόμου) (ΟλΣτΕ 668/2012 ΕΕργΔ 2012.393). Συνεπώς οι διατάξεις της Π.Υ.Σ. 6/28.02.2012, με τις οποίες εισάγονται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη πρωτογενείς κανόνες δικαίου, εκδόθηκαν από τη διοίκηση κατά παράβαση των αρθρ. 26 και 43 §2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτόν είναι μη εφαρμοστέες. Ως δικαίωμα δε των εργαζομένων η απεργία μπορεί να ασκηθεί και ως εκδήλωση συναδελφικής αλληλεγγύης για τους προαναφερθέντες σκοπούς. Συνεπώς, η απεργία αλληλεγγύης, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που με αυτή διώκεται η μη απόλυση ή ηεπαναπρόσληψη μισθωτών της ίδιας επιχείρησης είναι νόμιμη, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτή αποσκοπεί στην προστασία του συλλογικού συμφέροντος των μισθωτών. (Α.Π. 1579/1990 ΕΕΝ 1991, 693, Εφ.θεσσ. 1976/2004 ΕΕργΔ 2004, 1092, Εφ.Θρ. 71/1991 ΕΕργΔ 1991, 282, Εφ.Θεσσ. 598/1983 Αρμ 1984, 298). Η άσκηση, ωστόσο, του δικαιώματος αυτού δεν είναι ανέλεγκτη αλλά υπόκειται στους περιορισμούς τόσο του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 281 Α.Κ. Έτσι, το δικαστήριο, εκτός από τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος ότι πρέπει να τηρηθούν για τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ελέγχει και αν το ως άνω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ.Α.Π. 27/2004 ΝοΒ 2005, 84, Εφ.Αθ. 5799/2001 ΔΕΕ 2001, 1032). Κρίσιμα στοιχεία για τη διαπίστωση της υπέρβασης των ορίων αυτών, η οποία καθιστά την απεργία καταχρηστική, είναι μεταξύ άλλων η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, του μεγέθους των ζημιογόνων συνεπειών, τις οποίες προκαλεί στον εργοδότη και το κοινωνικό σύνολο σε συνδυασμό με τη μορφή και τη διάρκεια της, την έκταση της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων και η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών (Εφ.Αθ. 5799/2001, ό.π., Εφ.Θεσσ. 608/2000, ό.π., Εφ.Αθ. 7807/1991 ΕλλΔνη 1993, 110). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 23§§1 και 2 εδ. α', β' του ισχύοντος Συντάγματος, προκύπτει ότι, το κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα προς διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ακώλυτη άσκηση των συναφών προς αυτήν δικαιωμάτων, κατά κάθε προσβολής αυτών, μέσα στα όρια του νόμου, ότι η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και την προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων και ότι, το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία τελεί υπό τους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει, προκειμένου περί των δημοσίων υπαλλήλων κ.λ.π., ως και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος και των άρθρων 1 επ. και 19 παρ. 1 ν. 1264/1982 προκύπτει ότι η απεργία, δηλαδή η συμφωνημένη συλλογική διακοπή της εργασίας των μισθωτών είτε ορισμένου επαγγελματικού κλάδου είτε ορισμένης επιχείρησης ή τμήματος αυτής, αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (Εφθεσ 1608/2000 Αρμ. 2000.1116). Επίσης και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους ίδιους ως άνω σκοπούς. Η άσκηση, ωστόσο, του δικαιώματος αυτού δεν είναι ανέλεγκτη αλλά υπόκειται στους περιορισμούς τόσο του αριθμού 25 παρ. 3 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 281 ΑΚ. Ετσι, το δικαστήριο, εκτός από τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος ότι πρέπει να τηρηθούν για τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ελέγχει και αν το ως άνω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 27/2004 ΝοΒ 2005.84, ΕφΑΘ 5799/2001 (ΔΕΕ 2001.1032). Κρίσιμα στοιχεία για τη διαπίστωση της υπέρβασης των ορίων αυτών, η οποία καθιστά την απεργία καταχρηστική, είναι μεταξύ άλλων η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη, καθώς και η εν γένει μεθόδευση των απεργιακών κινητοποιήσεων στη συγκεκριμένη περίπτωση (Εφθεσ 1608/2000, ό.π., ΕφΑΘ 7807/1991 ΕλλΔνη 1993.130 Λεβέντης, Η καταχρηστική απεργία κατά το Σύνταγμα και το κοινό δίκαιο, ΝοΒ 1984.249). Εξάλλου, ο εργοδότης κατά του οποίου στρέφεται η απεργία έχει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70 του ΚΠολΔ και 22 επ. του ν. 1264/1982, έννομο συμφέρον να ζητήσει να αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η απεργία είναι καταχρηστική ή ότι δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμοι όροι για τη διενέργεια αυτής. Τέλος, κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου, όταν ανακύπτει νομική διαφορά μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, η οποία όμως άπτεται του συλλογικού συμφέροντος αναλόγως των περιστάσεων δικαιολογείται η άσκηση του δικαιώματος απεργίας. Το ότι μια δημιουργηθείσα διαφορά ως συλλογική διαφορά συμφερόντων, έχει συγχρόνως και χαρακτήρα νομικής διαφοράς, διαφοράς δηλαδή που μπορεί να επιλυθεί και από τα αρμόδια δικαστήρια, δεν αναιρεί τη νομιμότητα του απεργιακού αιτήματος και το σχετικό ζήτημα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση. Μια τέτοια απεργία δεν συνιστά επέμβαση στα έργα της δικαστικής λειτουργίας γιατί δεν έχει σκοπό να επιλύσει, ούτε και επιλύει τη νομική διαφορά σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της. Επιδιώκει απλώς την επίλυση της συλλογικής διαφοράς συμφερόντων αυτοδυνάμως στην ανάγκη και με θέσπιση νέου δικαίου (σ.σ.ε.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα ανάδοχος κοινοπραξία που ανέλαβε την κατασκευή του έργου «Μετρό Θεσσαλονίκης» δυνάμει συμβάσεως με την κυρία του έργου «ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ» (προσθέτως παρεμβαίνουσα στην παρούσα δίκη, έχουσα προς τούτο έννομο συμφέρον) εκθέτει ότι το εναγόμενο σωματείο, ανακοίνωσε την 30/10/2012 ότι με απόφαση της έκτακτης γενικής Συνέλευσης που πραγματοποιήθηκε 30 Οκτωβρίου 2012 κήρυξαν 24ωρες επαναλαμβανόμενες απεργίες από την Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012 διαμαρτυρόμενοι για τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων από τις διαβουλεύσεις του καλοκαιριού, κατά τις οποίες υπήρχε δέσμευση για επαναπρόσληψη των απολυμένων όταν θα υπάρξει ανάγκη, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν όταν απολύθηκαν και ισχύουν για όλους τους άλλους, την σύμβαση εργασίας που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν οι επαναπροσληφθέντες παραβιάζοντας βασικές αρχές του Συντάγματος και την μη εφαρμογή των Νόμων όσον αφορά την αναβάθμιση των ειδικοτήτων των εργαζομένων, βάση των προϋποθέσεων που θέτει η σύμβαση που έχουν υπογράψει. Ότι, εν συνεχεία το εναγόμενο σωματείο συνέχισε τις απεργιακές του κινητοποιήσεις καθώς με την από 2-11-2012 ανακοίνωση του γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου, την Τρίτη 6 και την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012 αναφέροντας στην ανακοίνωση το αίτημα της υπογραφής οικοδομικής σύμβασης εργασίας με τους 30επαναπροσληφθέντες εργατοτεχνίτες, με γνώμονα την τήρηση του Συντάγματος περί ισονομίας των εργαζομένων. Ότι, ακολούθως τους γνωστοποίησε το εναγόμενο με την από 6-11-2012 ανακοίνωση του τη συνέχιση των 24 ωρών απεργιών για τις 8 και 9 Νοεμβρίου 2012, ομοίως την από 9-11-2012 ανακοίνωση του για τη συνέχιση των 24ωρων απεργιών την 12η, 13η και 14η Νοεμβρίου, ομοίως την από 13-11-2012 ανακοίνωση του για τη συνέχιση των 24ωρων απεργιών την 15η και 16η Νοεμβρίου και τέλος την από 16-11-2012 ανακοίνωση του για τη συνέχιση των 24ωρων απεργιών την 19η, 20η, 21η και 22 Νοεμβρίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι η άνω προκηρυχθείσα απεργιακή κινητοποίηση είναι παράνομη και καταχρηστική για τους λόγους που διεξοδικά αναφέρει στο δικόγραφο της ζητεί: α) να αναγνωριστεί ότι είναι παράνομες και καταχρηστικές οι ως άνω προκηρυχθείσες και διεξαχθείσες απεργίες, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο σωματείο να παραλείψει την έναρξη της απεργίας, ή να διακόψει εφόσον αρχίσει για 19-11-2012, 20-11-2012, 21-11-2012 και 22-11-2012 και να επιβληθεί χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης του εναγόμενου με την απόφαση που θα εκδοθεί καθώς και να επιτραπεί η επίδοση της εκδοθησόμενης απόφασης και μετά την 7η ώρα μ.μ., καθώς και σε ημέρα Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας, δ) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα και να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά της έξοδα.
Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 22 παρ. 4 εδ α'Ν. 1264/1982, όπως ισχύει σήμερα σε συνδυασμό με τα άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ 1, 2 του Συντάγματος, 19, 20 παρ. 1, 2 και 21 του Ν. 1264/1982, 281 ΑΚ, 68, 70, 125 παρ. 1 εδ α', αρθ. 907, 908 παρ 1 εδ. α', 946, 947 ΚΠολΔ και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά την προκείμενη διαδικασία των εργατικών διαφορών η πρόσθετη παρέμβαση επιτρέπεται σύμφωνα προς τα άρθρα 666 παρ. 1 και 231 ΚΠολΔ να ασκηθεί και δια των προτάσεων. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά με την παρούσα, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγόμενου σωματίου, το οποίο είναι μέλος του, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση ασκείται παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 80 και 669 παρ. 2 ΚπολΔ. Επίσης, η κυρία του έργου Αττικό Μετρό ΑΕ άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ενάγουσας η οποία ασκήθηκε νομότυπα με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και καταθέσεως προτάσεων κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου συζήτηση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68 και 80 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, συνεκδικαζόμενες με την υπό κρίση αγωγή λόγω της προφανούς συνάφειας τους με αυτήν (άρθρα 31 παρ 1, 246 και 285 ΚΠολΔ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που διεξήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα πρακτικά με την παρούσα, εκτιμώμενες σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και νομότυπα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Η ενάγουσα η οποία είναι Ανάδοχος Κοινοπραξία κατασκευής του Μετρό Θεσσαλονίκης, μετά από σχετική εντολή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και αντίστοιχης έγκρισης της από τον κύριο του έργου εταιρία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ, τις εντολές του οποίου συνήθως είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί και να εφαρμόζει. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ ιδρύθηκε με το άρθρο 1 παρ 1 του Ν. 1955/1991, ως Νομικό πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και με κύριο και αποκλειστικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο. Στα πλαίσια της επιτάχυνσης των εργασιών αποπεράτωσης των αρχαιολογικών εργασιών μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2012 και τις ανάγκες κατασκευής του Σταθμού «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» του μετρό Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε από την ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων η υπ' αριθμ. 107/5-10-2012 Αρχαιολογική Εντολή της παραπάνω Εφορείας, με την οποία εδόθη εντολή να προβούν στην «πρόσληψη εκατόν εβδομήντα (170) εργατών, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (20 ημέρες), με δυνατότητα παράτασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανασκαφής στο «Σταθμό Δημοκρατίας». Η εντολή αυτή εγκρίθηκε από τον κύριο του έργου εταιρία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ στις 11-10-2012 για την πρόσληψη των παραπάνω 170 εργατών με ημερομίσθιο. Αμέσως με τη λήψη της εντολής η ενάγουσα απέστειλε προς την εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ το υπ' αριθμ. πρωτ. COΝ-06/004-ΑΙΑSΑ-06772/11-10-2012 έγγραφο, με το οποίο υπέβαλλε σχέδιο σύμβασης ορισμένου χρόνου των εργατών που θα προσλαμβάνονταν για την υλοποίηση της αρχαιολογικής εντολής, ενώ ζητήθηκαν και διευκρινίσεις σχετικά με τηνκαταβληθησόμενη αμοιβή. Σε απάντηση του εγγράφου αυτού ο κύριος του έργου εταιρεία ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ απέστειλε το υπ’ αριθμ. πρωτ. CΟΝ-06/004-ΑΜ- 04672/18-10-2012 έγγραφο της με την οποία γνώρισε μεταξύ άλλων ότι οι συμβάσεις (ορισμένου χρόνου) που θα υπογραφούν με τους εργαζόμενους, θα πρέπει να αναφέρουν ρητά ότι αυτές συνάπτονται μόνο για 20 ημέρες και για τις εργασίες στο Σταθμό Δημοκρατίας και ότι η αμοιβή θα είναι σύμφωνη με την ΠΥΣ 6/28.02.2012 και την Εγκύκλιο 4601/304/12.03.2012 του ΥΠ. Εργασίας για τα κατώτατα όρια αποδοχών του 2012 όπως προβλέπεται για ημερομίσθια απασχόληση. Η Κοινοπραξία συμμορφώθηκε με τις παραπάνω υποδείξεις του κυρίου του έργου και την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012 άρχισε τη διαδικασία για να προβεί σε προσλήψεις τριάντα (30) ατόμων εργατοτεχνικού προσωπικού, από αυτούς που είχε γίνει διακοπή της εργασιακής τους σχέσης τους προηγούμενους θερινούς μήνες επειδή αποτελούσαν πλεονάζον προσωπικό που δεν μπορούσε να απασχοληθεί σε κάποιο εργοτάξιο κατασκευής των Σταθμών του μετρό Θεσσαλονίκης.
Περαιτέρω αποδείχθηκε όπως κατατέθηκε από όλους τους εξεταζόμενους μάρτυρες ότι το προσωπικό αυτό δεν ήταν αναγκαίο για την αποπεράτωση του σταθμού και ότι αρκούσαν οι ήδη υπάρχοντες. Στα πλαίσια των διαβουλεύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 240/2006, υπήρχε πάγιο αίτημα του εναγομένου Σωματείου ώστε σε περίπτωση που προκύψουν νέες θέσεις εργασίας στις αρχαιολογικές εργασίες, να προτιμηθούν εργαζόμενοι που είχαν ήδη απολυθεί για οικονομοτεχνικούς λόγους. Κατά την πρόσληψη των εργαζομένων τους γνωστοποιήθηκε ότι η πρόσληψη τους θα ήταν ορισμένου χρόνου και όχι αορίστου όπως παλαιότερα απασχολούνταν στην Κοινοπραξία και ότι η απασχόληση θα ήταν μόνο για 20 ημέρες και ότι οι αποδοχές του θα ήταν αυτές του ημερομισθίου της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως προβλέπεται από την ΠΥΣ 6/28.02.2012 και την Εγκύκλιο 4601/304/12.03.2012 του ΥΠ. Εργασίας για τα κατώτατα όρια αποδοχών του 2012 για ημερομίσθια απασχόληση. Από τους προσκληθέντες εργαζομένους άλλοι απάντησαν αρνητικά μη ενδιαφερόμενοι για εκ νέου απασχόληση με τις παραπάνω προϋποθέσεις, ενώ άλλοι απάντησαν θετικά, αποδεχόμενοι τους παραπάνω όρους, μη αντιλαμβανόμενοι όμως πλήρως, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης το μέγεθος των μειώσεων στις αποδοχές τους. Μετά από αυτά η ενάγουσα Κοινοπραξία προέβη την 22 και 23/10/2012 σε προσλήψεις 30 ατόμων εργατοτεχνικού προσωπικού και ειδικότερα δεκατεσσάρων ατόμων στις 22/11/2012 και δεκαέξι ατόμων στις 23/11/2012, που υπέγραψαν αντίστοιχες συμβάσεις ορισμένου χρόνου για 20 ημέρες. Την 19/10/2012 το εναγόμενο σωματείο υπέβαλε την από 19/10/2012 ανακοίνωση του, με την οποία ανακοίνωσε στην ενάγουσα την κήρυξη 4ωρης στάσης εργασίας τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012, από τις 12:00 έως τις 16:00 και την πραγματοποίηση Έκτακτης γενικής Συνέλευσης για τον προγραμματισμό περαιτέρω κινητοποιήσεων, διαμαρτυρόμενοι με αυτόν τον τρόπο για τη μεθοδολογία με την οποία πραγματοποιούνται οι επαναπροσλήψεις 30 συναδέλφων τους, αναφέροντας στην ανακοίνωση τους: «Ένα τεράστιο έργο όπως είναι το Μετρό της Θεσσαλονίκης είναι ανεκδιήγητο να μην εφαρμόζει βασικές παραγράφους του Συντάγματος της Χώρας μας και να επιτρέπει την επιλεκτική συμπεριφορά μεταξύ των εργατών και το διαχωρισμό ενώ παράγουν το ίδιο να αμείβονται διαφορετικά. Απαιτούμε την ίση μεταχείριση των εργαζομένων και να σταματήσει άμεσα τη δημιουργία κλίματος εργατών δύο ταχυτήτων». Στη συνέχεια την 22.10.2012, ημέρα Δευτέρα και περί ώρα 15:30, το εναγόμενο σωματείο υπέβαλε την από 22/10/2012 ανακοίνωση του, με την οποία μας ανακοίνωσε «την κήρυξη 24ωρων επαναλαμβανόμενων Απεργιών αρχής γενομένης την Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012, διαμαρτυρόμενοι με αυτόν τον τρόπο για τη μεθοδολογία με την οποία πραγματοποιούνται οι επαναπροσλήψεις 30 συναδέλφων» και με αίτημα αυτολεξεί τα εξής: «Απαιτούμε την ίση μεταχείριση των εργαζομένων, καταργώντας τις αστείες συμβάσεις που χρησιμοποιείτε και προσλαμβάνοντας τους νέους εργατοτεχνίτες με την οικοδομική σύμβαση, η οποία ισχύει και για όλους τους άλλους.» Για τις παραπάνω απεργιακές κινητοποιήσεις του εναγομένου σωματείου, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ' αριθμ. καταθ. 31277/24-10-2012 αγωγή, αιτούμενοι την αναγνώριση των παραπάνω απεργιακών κινητοποιήσεων από την 23/10/2012 και κάθε επόμενη ημέρα ως παρανόμων και καταχρηστικών, την παράλειψη της απεργίας την 24/10/2012 και 25/10/2012 και κάθε επόμενη ημέρα, με την απειλή επιβολής χρηματικής ποινής 3.000 Ευρώ σε περίπτωση παράβασης της απόφασης, την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης όσο αφορά το καταψηφιστικό της αίτημα ως προσωρινώς εκτελεστής και την επίδοση της απόφασης και μετά την 7:00 μμ, ακόμη και σε ημέρες αργίας ή Κυριακή. Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 25014/24-10-2012 απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι οι αναφερόμενες απεργίες της 24/10/2012 και 25/10/2012 είναι παράνομες, διότι δεν είχε τηρηθεί η 24ωρη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία γνωστοποιήσεως της απεργίας στον εργοδότη. Μετά την έκδοση και την επίδοση της παραπάνω απόφασης στο εναγόμενο, αυτό διέκοψε τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τα μέλη του προσήλθαν για εργασία. Στη συνέχεια την 3011012012, ημέρα Τρίτη, το εναγόμενο σωματείο υπέβαλε την από 30/10/2012 ανακοίνωση του και γνωστοποίησε ότι πραγματοποιεί επαναλαμβανόμενες απεργίες διαμαρτυρόμενοι για την μη τήρηση των συμφωνηθέντων στις διαβουλεύσεις του καλοκαιριού, κατά τις οποίες υπήρχε δέσμευση για επαναπρόσληψη των απολυμένων όταν θα υπάρξει ανάγκη, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν όταν απολύθηκαν και ισχύουν για όλους τους άλλους την σύμβαση εργασίας που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν οι επαναπροσληφθέντες παραβιάζοντας βασικές αρχές του Συντάγματος και την μη εφαρμογή των Νόμων όσον αφορά την αναβάθμιση των ειδικοτήτων των εργαζομένων, βάση των προϋποθέσεων που θέτει η σύμβαση που έχουν υπογράψει. "Αλλωστε, όπως προκύπτει από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης υπήρξε ρητή δέσμευση της ενάγουσας κατά τις διαβουλεύσεις ότι η επαναπρόσληψη θα γινόταν με τους ίδιους όρους, παρόλα αυτά στα πρακτικά δεν αναγράφεται η ανωτέρω δέσμευση. Για τις παραπάνω απεργιακές κινητοποιήσεις (1/11/2012, 2/11/2012 και των επομένων ημερών), η ενάγουσα άσκησε την υπ1 αριθμ. καταθ. 31.974/31-10-2012 αγωγή, της οποίας δικάσιμος προς συζήτηση ορίσθηκε η 01-11-2012, ημέρα Πέμπτη, πλην όμως η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε λόγω της διήμερης αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντα τους για τη δικάσιμο της 5ης Νοεμβρίου 2012, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου λόγω της συνεχιζόμενης αποχής των δικηγόρων από το λειτούργημα τους, για τη δικάσιμο της 12-11-2012, οπότε και πάλι αναβλήθηκε εκ νέου λόγω της συνεχιζόμενης αποχής των δικηγόρων για τη δικάσιμο της 20-11-2012, από την οποία αγωγή η ενάγουσα παραιτήθηκε. Το εναγόμενο δε σωματείο συνέχισε τις απεργιακές τους κινητοποιήσεις και συγκεκριμένα: Με την από 02/11/2012 ανακοίνωση του γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για την Δευτέρα 5 Νοεμβρίου, την Τρίτη 6 Νοεμβρίου και την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σωματείου της Τρίτης 30 Οκτωβρίου 2012 και με αιτήματα: «Την υπογραφή οικοδομικής σύμβασης εργασίας με τους 30 επαναπροσληφθεντες εργατοτεχνίτες, με γνώμονα την τήρηση του Συντάγματος περί ισονομίας των εργαζομένων. Την τήρηση των συμφωνηθέντων από τις διαβουλεύσεις του καλοκαιριού, που αφορά τις επαναπροσλήψεις απολυμένων όταν δημιουργηθεί ανάγκη για επιπλέον προσωπικό και αυτό να γίνει με τους ίδιους όρους αμοιβής που επικρατούσαν όταν απολύθηκαν. Την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΣΣΕ του 1990 των Οικοδόμων που αφορά την αναβάθμιση των ειδικοτήτων των εργαζομένων». Ακολούθως το εναγόμενο Σωματείο με την από 06/11/2012 ανακοίνωση του γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου και την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σωματείου της Τρίτης 30 Οκτωβρίου 2012, και με αιτήματα: «Την υπογραφή οικοδομικής σύμβασης εργασίας με τους 30 επαναπροσληφθέντες εργατοτεχνίτες, με γνώμονα την τήρηση του Συντάγματος περί ισονομίας των εργαζομένων. Την τήρηση των συμφωνηθέντων από τις διαβουλεύσεις του καλοκαιριού, που αφορά τις επαναπροσλήψεις απολυμένων όταν δημιουργηθεί ανάγκη για επιπλέον προσωπικό και αυτό να γίνει με τους ίδιους όρους αμοιβής που επικρατούσαν όταν απολύθηκαν. Την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΣΣΕ του 1990 των Οικοδόμων, όσον αφορά την αναβάθμιση των ειδικοτήτων των εργαζομένων». Ομοίως το εναγόμενο Σωματείο με την από 09/11/2012 ανακοίνωση του, γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για την Δευτέρα 12 Νοεμβρίου, την Τρίτη 13 Νοεμβρίου, Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σωματείου της Παρασκευής 09 Νοεμβρίου 2012, και με αιτήματα όπως αυτά αναφέρονται στην παραπάνω ανακοίνωση, τα οποία είναι όμοια ακριβώς με αυτά της προηγουμένης ανακοίνωσης της 06/11/2012. Ομοίως το εναγόμενο Σωματείο με την από 13/11/2012 ανακοίνωση του, γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου και την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012 και με όμοια αιτήματα. Ομοίως το εναγόμενο Σωματείο με την από 16/11/2012 ανακοίνωση γνωστοποίησε τη συνέχιση των 24ωρων επαναλαμβανόμενων απεργιών για την Δευτέρα 19 Νοεμβρίου, την Τρίτη 20 Νοεμβρίου, Τετάρτη 21 Νοεμβρίου και Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012, σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σωματείου της Τρίτης 13 Νοεμβρίου 2012, και με όμοια αιτήματα. Περαιτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω απεργία δεν είναι παράνομη, επειδή, όπως επικαλείται η ενάγουσα, αποβλέπει στην επίλυση νομικής διαφοράς, ούτε ότι με τον τρόπο αυτό υπάρχει παραγκωνισμός των δικαστηρίων, διότι τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας γενικότερης αλλαγής των αμοιβών μετά την ισχύ της υπ' αριθμ. 6 ΠΥΣ/28-2-2012, με την οποία μειώνεται ο κατώτατος μισθός και καταργείται η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων, την οποία και το Δικαστήριο κρίνει ως αντισυνταγματική, κατά παράβαση των άρθρων 26 και 43 παρ.2 του Συντάγματος και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί από το δικαστήριο, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην μείζονα της παρούσας. ʼλλωστε οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 εισάγουν αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση σε βάρος των νεοπροσληφθέντων εργατοτεχνιτών έναντι των εργατοτεχνιτών που προσλήφθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτούς και παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της ισότητας στις εργασιακές σχέσεις. Εξάλλου το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, στους νεοπροσληφθέντες εργατοτεχνίτες, σύμφωνα και με τις μαρτυρικές καταθέσεις, ανέρχεται στο μισό περίπου από αυτό των εργατοτεχνιτών που προσλήφθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα και που απασχολούνται ακριβώς υπό τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια προσόντα με τους νεοπροσληφθέντες. Η μείωση αυτή, η οποία είναι συνιστά καταφανώς δυσμενή μεταχείριση, καθώς δεν συνιστά μείωση της τάξεως του 20% που θα δικαιολογούσε μια μεταχείριση διαφορετική λόγω των δυσμενών συνθηκών που διανύει η χώρα, δικαιολογεί την υπό κρίση απεργία καθώς επηρεάζει άμεσα και γενικά τις εργασιακές σχέσεις και επομένως υφίσταται εν προκειμένω συλλογικό συμφέρον, για τη διαφύλαξη του οποίου νομίμως προκηρύχθηκε η εν λόγω απεργία, η οποία σημειωτέον δεν στοχεύει στο να επιλύσει το νομικό ζήτημα, αλλά να θέσει νέες βάσεις διαλόγου και διαβουλεύσεων ώστε να βρεθεί μία βιώσιμη λύση, που δεν θα στερεί από τους εργαζόμενους το δικαίωμα στην εργασία στην ανάλογη αμοιβή με αυτήν και στην επιβίωση τους. Το δε γεγονός ότι υπάρχει το δικαίωμα στους νεοπροσληφθέντες να ασκήσουν αγωγές αξιώνοντας τις μισθολογικές διαφορές, δεν αναιρεί το δικαίωμα της απεργίας καθώς αυτό αποτελεί μέσο πίεσης για το κοινό συμφέρον του συνόλου των εργαζομένων και ανεξάρτητο δικαίωμα. Περαιτέρω η ίδια αυτή καθ1 εαυτή η απεργία έχει ως κύριο στόχο την επίτευξη των συμφερόντων των εργαζομένων μέσω της άσκησης οικονομικής πίεσης σε κάθε επιχείρηση και δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι υπάρχει αφόρητη (τόσο πολύ μεγάλη που να προκαλεί το περί δικαίου αίσθημα), προφανής δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης της ενάγουσας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας από την απεργία και την ικανοποίηση του αιτήματος της και της ωφέλειας των απεργών, λαμβανομένης υπόψη και της τυχόν καθυστέρησης στην αποπεράτωση του έργου, το οποίο βρίσκεται στο 30%, ενώ ήδη θα έπρεπε να έχει αποπερατωθεί και παραδοθεί, η οποία καθυστέρηση σύμφωνα με τον μάρτυρα αποδείξεως οφείλεται σε λόγους διάφορους της απεργίας η οποία άλλωστε απεργία δεν διήρκησε 4 έτη, καθώς πιθανολογείται ότι το έργο θα καθυστερήσει κατά τέσσερα έτη, («ελπίζουμε ότι θα παραδοθεί το 2017», όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της προσθέτως υπέρ της ενάγουσας παρεμβαίνουσας), σε συνδυασμό με το ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο του ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος της απεργίας λόγω της διεκδικητικής αγωνιστικής φύσεως του, εμπεριέχεται ο εξαναγκασμός του εργοδότη στην ικανοποίηση του αιτήματος της με την πρόκληση κυρίως περιουσιακής φύσεως ζημίας του, που προκαλείται από την κήρυξη και την πραγμάτωση της απεργίας. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την διαβούλευση, παρόλο που στα πρακτικά δεν αναγράφεται ουδέν, δεν υπήρξε συζήτηση και υπόσχεση για προσπάθεια στην περίπτωση που προσληφθούν οι ήδη απολυμένοι, να είναι με τους ίδιους όρους, καθώς ο μάρτυρας της εναγομένης κατέθεσε κατηγορηματικά ότι η ενάγουσα τους δήλωσε ότι «εννοείται με τους ίδιους όρους», που άλλωστε, σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, συνέφερε οικονομικά και την ενάγουσα να είναι με τους ίδιους όρους αμοιβών. Επομένως, η εξαγγελθείσα ως άνω απεργία εκ μέρους του εναγομένου είναι νόμιμη, περαιτέρω δε δεν είναι καταχρηστική για τους προαναφερθέντες λόγους στα πλαίσια της ήδη ανωτέρω αναφερόμενης στάθμισης εννόμων αγαθών. Επίσης, η εν λόγω απεργία δεν είναι καταχρηστική διότι δεν αποδεικνύεται ότι έχει προς το παρόν χαρακτήρα διαρκείας σε δυσανάλογο βαθμό με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ούτε βέβαια μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους κατάχρηση η απεργιακή κινητοποίηση κάποιων ημερών, ενόψει του μείζονος θέματος των αμοιβών που συνιστούν πλέον εκμετάλλευση του εργαζομένου και θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση του και με άμεσο συλλογικό ενδιαφέρον και αλληλεγγύης. Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, κατά τα οριζόμενα αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρίας ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ και υπέρ του προσθέτως παρεμβαίνοντος εργατικού κέντρου, εφόσον δεν προκλήθηκε πρόσθετη δαπάνη έκτης πρόσθετης παρέμβασης.