Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

ΣτΕ: Συνταγματική η αλλαγή επωνύμου της συζύγου μετά το γάμο


Το Δ' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ' αριθμ. 1044/2010 απόφασή του έκρινε ότι μπορεί η σύζυγος μετά το γάμο της να ζητήσει από τη νομαρχία την αλλαγή του επωνύμου της και την απόκτηση του επωνύμου του συζύγου της.
Ωστόσο, λόγω της σπουδαιότητας του συγκεκριμένου ζητήματος η υπόθεση παραπέμφθηκε στην αυξημένη επταμελή, σύνθεση του ίδιου Τμήματος προς οριστική κρίση.
Η αλλαγή του επωνύμου της συζύγου πριν την εφαρμογή του Ν. 3791/2008 ήταν δυνατή με απόφαση του νομάρχη κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης. Μετά την ισχύ του Ν. 3719/2008 η αλλαγή του επωνύμου της συζύγου μπορεί να γίνει κατόπιν συμφωνίας των συζύγων με κοινή δήλωσή τους ενώπιον του ληξιάρχου.
Ειδικότερα, το ΣτΕ αναφέρει στη συγκεκριμένη απόφασή του ότι «το επώνυμο, ναι μεν αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου, χωρεί δε δια της διοικητικής οδού».
Ο νομάρχης όμως -συνεχίζει η απόφαση- «κατά την ενάσκηση της σχετικής του αρμοδιότητας οφείλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, προπαντός να εκτιμά τους λόγους που επικαλείται ο αιτών τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικά, από την άποψη αυτή, την απόφασή του».
Περαιτέρω, προσθέτει η απόφαση του ΣτΕ, «ναι μεν κατά το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν. 1329/83 και πριν την συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου 15 με την προσθήκη σε αυτό τρίτης παραγράφου, δια του άρθρου 28 του ν. 3719/2008, ο γάμος δεν επάγεται μεταβολή του επωνύμου της συζύγου, ως προς τις έννομες σχέσεις αυτής, που δύναται πάντως να χρησιμοποιεί το επώνυμο του συζύγου της, με τη συναίνεσή του, στις κοινωνικές της σχέσεις, όμως, εκ τούτου ουδόλως έπεται, ότι αποκλείεται στην έγγαμη γυναίκα, μετά την τέλεση γάμου, να ζητήσει, κατά την διαδικασία και υπό τα προαπαιτούμενα του Ν. 2573/1953, την μεταβολή του επωνύμου της και την πρόσκτηση παρ' αυτής ως επωνύμου εκείνου του συζύγου της».
Και καταλήγει η δικαστική απόφαση: «Η ερμηνεία δ' αυτή μάλιστα παρίσταται επιβεβλημένη εν όψει και της συνταγματικής κατοχυρώσεως του δικαιώματος της ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρο 5), καθώς και της προστασίας του γάμου και της οικογένειας (άρθρο 21)».
Στο ΣτΕ είχε προσφύγει εκδότρια βιβλίων η οποία ζήτησε από τη Νομαρχία Αθηνών τη συμπλήρωση του επωνύμου της με το επώνυμο του συζύγου της, ισχυριζόμενη ότι μετά το γάμο της αντιμετωπίζει προβλήματα ταυτοπροσωπίας ενώπιον των αρχών της Ελβετίας, όπου διαμένει ο σύζυγός της, αλλά και στις σχέσεις της με τους πελάτες της στην επαγγελματική δραστηριότητά της.
Ο νομάρχης απέρριψε το αίτημά της και άσκησε προσφυγή ενώπιον του γενικού γραμματέα Περιφέρειας, η οποία και πάλι απερρίφθη με τον ισχυρισμό ότι οι λόγοι που προβάλλονται δεν αποτελούν εξαιρετική περίπτωση που να δικαιολογούν την αλλαγή, αλλά και οι αλλεπάλληλες αλλαγές αποτελούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των πολιτών. Κατόπιν αυτών η εκδότρια προσέφυγε στο ΣτΕ.
Πηγή: www.kathimerini.gr 

ΓΝΜΔ ΕισΑΠ 2/10 - Υποχρεωτική η εκτέλεση των προσωρινών διαταγών για αποδοχή των υπηρεσιών των συμβασιούχων ΟΤΑ

Γνωμοδότηση υπ' αριθμ. 2/12.3.2010 του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Αθ.  Κονταξή

Σε σχέση με το ερώτημα σας που περιέχεται στο υπ' αριθμ. 2994/24.2.2010 έγγραφό σας, που 
περιέχει ζήτημα που αναφέρεται σε ερμηνεία ποινικής διάταξης, η αιτουμένη γνώμη μας έχει 
ως εξής:

Ι) Κατ' αρχήν στο άνω έγγραφό σας θεωρείτε -όχι ορθά βέβαια- ως δεδομένη την εκ μέρους 
σας παράβαση της παραγράφου 5 του άρθρου 21 νόμου 2190/1994 (όπως αντικαταστάθηκε με το 
άρθρο 8 παρ. 10 εδ. ε' ν. 2225/1994, Φ.Ε.Κ. 121, Α'). Προφανώς δεν είναι τέτοια η αληθής 
έννοια των αναφερομένων σ' αυτό, αλλ' ότι εσείς μεν θέλετε τηρήσει τον νόμο, ήτοι δεν 
θέλετε προβεί σε παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή σε 
μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου αυτών που έχουν νόμιμα προσληφθεί και συνεπώς 
θέλετε προβεί σε μη αποδοχή των υπηρεσιών αυτών με τις εντεύθεν συνέπειες, οι απολυμένοι 
δε θέλουν προβεί σε σχετικές προσφυγές στο αρμόδιο δικαστήριο με τη διαδικασία των 
ασφαλιστικών μέτρων και μέχρις εκδικάσεως της σχετικής αγωγής θέλουν επιτύχει την έκδοση 
προσωρινής διαταγής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αναφερόμενη σύγκρουση 
(υποχρεώσεων) και δη των άρθρων 21 παρ. 5 ν. 2190/1994 και 232Α Π.Κ.

Επομένως, ανεξάρτητα εάν είναι ή όχι δυνατή η έκδοση προσωρινής διαταγής στην άνω 
περίπτωση (βλ. σχετικώς Ζερδελή, Το Δίκαιο της καταγγελίας..., β' έκδ., 2002, σελ. 561 
επ.), θεωρείται αυτή δεδομένη. Η προσωρινή αυτή "απόφαση" έχει την έννοια της αναστολής 
εκτελέσεως της υπό κρίση συμπεριφοράς τού περί ου πρόκειται Δήμου μέχρις εκδόσεως της 
οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσης αιτήσεως. Επομένως, αυτή (αίτηση) μπορεί να έχει 
ως αίτημα την αποδοχή των υπηρεσιών των απολυθέντων, και έτσι η προσωρινή διαταγή την 
υποχρέωση του Δήμου να δεχθεί τις υπηρεσίες τού περί ου πρόκειται προσώπου.

Η προσωρινή αυτή διαταγή -αν και δεν παύει να αποτελεί είδος δικαστικής "απόφασης" (έστω 
περιληπτικής μορφής τοιαύτης, έστω και αν δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση της έννομης 
σχέσης) ως εκ της φύσεώς της, αφού με αυτή παρέχεται έννομη προστασία, βλ. έτσι και Α.Π. 
1154/1990 Ολομέλεια Ποινική, ΕλλΔνη 32, 239, Μητσόπουλος, ΕλλΔνη 1983, σελ. 1137, 
Βαθρακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ. υποσ. 691 No 6, Βλ. σχετικά Δ. Βλάχο, Η προσωρινή διαταγή κατά 
τον Κ.Πολ.Δ. (2002), είναι σε κάθε περίπτωση εκτελεστός τίτλος της δικαστικής αρχής (βλ. 
Ολ.Α.Π. 4/2004, ΝοΒ 52, σελ. 962, Α.Π. 866/2004 ΕλλΔνη 2004, σελ. 1621 No
42, Α.Π. 133/2004 ΠΧρ 2004, σελ. 515, Α.Π. 561/1999, Δίκη 2000, σελ. 1065) και υπάγεται 
στο άρθρο 232Α Π.Κ. Ειδικότερα:

II) Κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 Π.Κ. (που προστέθηκε το πρώτο με το 
άρθρο 7 ν. 1941/1991, καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 9 ν. 2172/1993, και 
επαναπροστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 9 ν. 2479/1997 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 
παρ. 2 ν. 3719/2008 [σε σχέση με την επαύξηση της ποινής]) - "όποιος με πρόθεση δεν 
συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου... τιμωρείται...". Πρόκειται για 
διάταξη που συνιστά μια μορφή απείθειας σε διαταγή δικαστηρίου-δικαστή και καθιερώνει 
ένα έγκλημα γνήσιας παράλειψης. Κατά την εισηγητική έκθεση του άνω νόμου 2479/1997 "Με 
τη ρύθμιση σκοπείται η συμμόρφωση του υπόχρεου στην προσωρινή διαταγή που εκδίδεται 
συνήθως με την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, διαδικασία στην οποία 
προσφεύγει συχνά ο πολίτης λόγω της βραδύτητας που παρουσιάζεται στην απονομή της 
δικαιοσύνης". Πρόκειται για διάταξη που σκοπεί την εκτέλεση των αναφερομένων αποφάσεων 
της δικαιοσύνης που ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα (βλ. και Κωστάρα, Ειδικό Ποινικό,
2007, σελ. 456), στοιχείο δε και δη πυρήνας της δικαστικής προστασίας αποτελεί
-όπως είναι γενικά γνωστό- και η εκτέλεση των αποφάσεων της δικαιοσύνης (πρβλ. Ολ.Α.Π. 
19/2001 ΝοΒ 2002, σελ. 685).

Καθίσταται συνεπώς φανερόν ότι στο άρθρο 232Α παρ. 1 Π.Κ. περιλαμβάνεται και προσωρινή 
διαταγή (πρβλ. και Γνωμ. Εισ. Α.Π. 8/2004, και Συκιώτη, Ποινικός Λόγος 2006, σελ. 1721). 
Η αντίθετη τυχόν άποψη παραβλέπει τόσο τον σκοπό της έκδοσης αυτής όσο και της διάταξης 
του άρθρου 232Α παρ. 1 Π.Κ., αλλά και αυτήν ταύτην τη διάταξη αυτή. Έκδοση "προσωρινής" 
διαταγής δικαστή ή δικαστηρίου εκτός αυτής ή κυρίως εκτός αυτής για την οποία γίνεται 
λόγος, δεν φαίνεται να υπάρχει και να υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 Π.Κ.

Η διάταξη λοιπόν του άρθρου 232Α παρ. 1 Π.Κ. περιλαμβάνει και την "προσωρινή διαταγή" - 
ανεξάρτητα της τυχόν αμφισβήτησης της νομιμότητας της εκδόσεως της. Το ποινικό 
δικαστήριο ελέγχει το κύρος και την ύπαρξη της -όχι όμως και την ορθότητά της- προφανώς 
κατά τον χρόνο τελέσεως.

Να σημειωθεί μάλιστα εδώ ότι ο νομοθέτης του άρθρου 232Α Π.Κ. είναι μεταγενέστερος του 
ν. 2190/1994 και εν γνώσει του τελευταίου.

III) Από τα παραπάνω καθίσταται φανερόν ότι δεν υπάρχει η αναφερόμενη σύγκρουση
αφού εδώ έχουμε μόνο συμμόρφωση και δη υποχρέωση συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση και δη 
με απειλή ποινικών κυρώσεων, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. Το αν η προσωρινή αυτή 
απόφαση δεν είναι τυχόν νόμιμη κατά το περιεχόμενό της είναι άλλο ζήτημα. Τούτο όμως δεν 
ερευνάται εδώ και δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 21 παρ. 5 ν. 2190/1994 από τον 
υπόχρεο προς συμμόρφωση στην άνω προσωρινή διαταγή.

Επίσης, είναι άλλο το ζήτημα ότι και αυτή αύτη η συμμόρφωση στην προσωρινή διαταγή 
μπορεί να κριθεί τελικά μη αξιόποινη π.χ. διότι δεν υπάρχουν ή δεν προβλέπονται τα 
σχετικά κονδύλια κ.λπ.

Επομένως, η άνω συμμόρφωση όχι μόνο δεν συνιστά έγκλημα (βλ. άρθρα 14, 20 Π.Κ.), αλλά η 
μη συμμόρφωση συνιστά τέτοιο (βλ. άρθρο 232Α παρ. 1 Π.Κ.).

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι υποκείμενο τέλεσης του άρθρου 232Α Π.Κ. είναι αυτός που 
είναι υποχρεωμένος σε συμμόρφωση, ο οποιοσδήποτε όμως τοιούτος.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Αποζημίωση στον φοιτητή για την υπόθεση της ζαρντινιέρας

Αποζημίωση ύψους 300.000 ευρώ θα καταβληθεί στον Κύπριο σπουδαστή Αυγουστίνο Δημητρίου, που ξυλοκοπήθηκε άγρια από αστυνομικούς τη 17η Νοεμβρίου του 2006 στην Πλατεία Συντριβανίου στη Θεσσαλονίκη. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εκδίκασε την αγωγή του νεαρού φοιτητή, που είχε υποβάλει αγωγή κατά του ελληνικού Δημοσίου, διεκδικώντας αποζημίωση 1 εκατομμυρίου ευρώ για ηθική βλάβη. Ο κ. Δημητρίου, που σε λίγες μέρες θα καθίσει στο εδώλιο κατηγορούμενος για αντίσταση κατά της αρχής, δήλωσε ότι βίωσε το θάνατο και καταστράφηκε η ζωή του από την ημέρα της επίθεσης. (Πηγή: www.lawnet.gr)