Αριθμός 32/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Γεώργιο Καλαμίδα, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο, κωλυομένου του Προέδρου του Αρείου Πάγου ΒασιλείουΝικόπουλου, ως ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αντιπρόεδρος, Κωνσταντίνο Κούκλη, Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπροέδρους, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αιμιλία Λίτινα, Χαράλαμπο Ζώη, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου - Εισηγήτρια, Νικόλαο Λεοντή, Ελευθέριο Μάλλιο, Γεωργία Λαλούση, ΕυτύχιοΠαλαιοκαστρίτη, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Ανδρέα Δουλγεράκη, Κωνσταντίνο Φράγκο, ΝικόλαοΠάσσο, Γεωργιο Αδαμόπουλο και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της Σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 30 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ:
Των καλούντων-αναιρεσιβλήτων : 1) ... και 2)..., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κώστας Πετρόπουλος με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ
Του καθού η κλήση - αναιρεσείοντος : Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νικόλαος Κατσίμπας Νομικός Σύμβουλος του Κράτους.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17.11.1998 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3045/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 50/2001 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 04.01.2002 αίτησή του.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1393/2006 απόφαση του Β1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον μοναδικό λόγο της από 04.01.2002 αιτήσεως αναιρέσεως στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 14.10.2008 κλήση των καλούντων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντοςανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, που αναφέρονται στις προτάσεις του και ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι είναι βάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ μοναδικός λόγος αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτός.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος αναφέρθηκε σε όσα προηγουμένως είχε αναπτύξει.
Κατά την 18.6.2009, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες ΕλισάβετΜουγάκου - Μπρίλλη και Ευτύχιος Παλαιοκαστρίτης, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 14-10-2008 κλήση των αναιρεσιβλήτων νόμιμα εισάγεται για συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της από 4-1-2002 αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 50/2001 αποφάσεως του ως Εφετείου δικάσαντοςΠολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, ο οποίος παραπέμφθηκε στο δικαστήριο τούτο με την υπ' αριθμ. 1393/2006 απόφαση του Β1 Τμήματος αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος και 563 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, ως προς το νομικό ζήτημα που ανέκυψε, εάν είναι αντισυνταγματική η υπ' αριθμ. 2031795/3503/0022/31-5-1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας κατά το μέρος που περιορίζει την εφαρμογή της μόνο στους υπηρετούντες στη Μυτιλήνη υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου.
Επειδή η διάταξη, του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά, είτε καθιστά καταχρηστική και άρα αντίθετη στο άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος την άσκηση του εκ της ισονομίας ατομικού δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μία κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή άλλη κατηγορία, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχειρίσεως, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας, πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής (Ολ ΑΠ 19/2004). Περαιτέρω, με την 2031795/3603/0022/31-5-1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β' 440/1994), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 2 της 88555/30-9/1988 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εσωτερικών, Οικονομικών και Εργασίας "Υγιεινή και ασφάλεια του Προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ" (ΦΕΚ Β' 721/4-10-1988), που κυρώθηκε με το άρθρο 39 του Ν.1836/1989 και άρχισε να ισχύει από 1-6-1994, ορίστηκε ότι, στους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας τους, εφόσον και για όσο χρόνο υπηρετούν στην έδρα του Υπουργείου αυτού (Μυτιλήνη), χορηγείται κατά μήνα ειδικό επίδομα οριζόμενο σε δεκαοκτώ χιλιάδες (18.000) δραχμές, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής τους στις Υπηρεσίες του ανωτέρω Υπουργείου, λόγω των συνθηκών εργασίας τους και ότι η απόφαση αυτή δεν ισχύει για υπαλλήλους οπωσδήποτε αποσπασμένους σε υπηρεσίες εκτός νήσων του Αιγαίου. Το ποσό του ανωτέρω επιδόματος αυξήθηκε στη συνέχεια με την 2029401/4497/0022/30-4-1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 329/13-5-1996) και ορίστηκε από 1-7-1996 σε είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) δραχμές. Εξάλλου, με το άρθρο 1 του Π.Δ. 1/1986 ορίσθηκε ότι στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Αιγαίου που εδρεύει στη Μυτιλήνη, υπάγονται οι Νομοί Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου και Κυκλάδων, ενώ με το άρθρο 2 του ίδιου Π.Δ καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες του Υπουργείου αυτού, στις οποίες ανήκουν η ενεργοποίηση και εναρμόνιση της κυβερνητικής πολιτικής στην περιφέρεια του και ο συντονισμός των φορέων κρατικής δραστηριότητας για την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή της, η μελέτη και εισήγηση στην Κυβέρνηση των αναγκαίων μέτρων για την επίλυση των προβλημάτων που συνδέονται με τον χώρο του Αιγαίου, η ανάδειξη και προβολή της αιγαιοπελαγίτικης πολιτιστικής παράδοσης, η κατάρτιση περιφερειακών προγραμμάτων με σκοπό την ανάπτυξη και αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και γενικά την προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πνευματικής ανάπτυξης της περιφέρειας του Υπουργείου, η κατάρτιση αυτοτελών ετήσιων ή πολυετών προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων, η παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών για την εκπόνηση τουριστικών προγραμμάτων και η μελέτη, οργάνωση και συντονισμός της δράσης των υπηρεσιών για την ασφάλεια του θαλασσίου χώρου του Αιγαίου. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του Ν.1943/1991, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2085/1992, ορίζεται ότι με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, καθορίζονται περιοχές της Χώρας ως προβληματικές λόγω ιδιαιτεροτήτων από άποψη, ιδίως, συνθηκών διαβίωσης, επικοινωνίας ή στέγασης και ότι αυτές διακρίνονται σε κατηγορία Α' ή Β', ανάλογα με τον βαθμό προβληματικότητάς τους. Τέλος, με τη ΔΙΔΑΔ/Φ.50/265/29847/30-10-1992 (ΦΕΚ Β/11-11-1992) κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου, ο Νομός Λέσβου καθορίστηκε ως προβληματική περιοχή Α' κατηγορίας. Από τις παραπάνω διατάξεις και ιδίως από την κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε το προαναφερόμενο επίδομα μόνο στους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου που υπηρετούν στη Μυτιλήνη, ενώ εξαιρέθηκαν από την καταβολή του οι υπάλληλοι του ίδιου Υπουργείου που υπηρετούν σε περιοχές εκτός των νήσων του Αιγαίου, συνάγεται ότι το επίδομα αυτό θεσπίστηκε ως κίνητρο για την προσέλκυση και παραμονή των υπαλλήλων του Υπουργείου Αιγαίου στην παραμεθόρια περιοχή της Μυτιλήνης, η οποία έχει χαρακτηριστεί, εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσης, επικοινωνίας και στέγασης που επικρατούν σε αυτή, ως προβληματική περιοχή Α' κατηγορίας. Εξάλλου, το προαναφερόμενο επίδομα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάπτεται με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στους υπαλλήλους του
Υπουργείου αυτού και τούτο διότι δεν χορηγήθηκε σε όλους, αλλά μόνο σε όσους υπηρετούν στη Μυτιλήνη, ενώ με το ΠΔ 1/1986 δεν διαφοροποιούνται τα καθήκοντα των τελευταίων έναντι των αυτών συναδέλφων τους, οι οποίοι υπηρετούν σε άλλες περιοχές.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω και δεδομένου ότι στην προαναφερόμενη υπουργική απόφαση δεν προσδιορίζεται ειδικότερα η έννοια των συνθηκών με τις οποίες προσφέρουν την εργασία τους οι ανωτέρω υπάλληλοι ούτε αναφέρεται ότι η τελευταία παρέχεται υπό ιδιαίτερες συνθήκες, το επίδομα αυτό χορηγήθηκε αποκλειστικά ως κίνητρο για την προσέλκυση και εγκατάσταση υπαλλήλων στην πιο πάνω παραμεθόρια περιοχή. Επομένως, η μη χορήγησή του στους υπαλλήλους άλλων Υπουργείων, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, οι οποίοι διέπονται από το ίδιο με τους υπαλλήλους του Υπουργείου Αιγαίου μισθολογικό καθεστώς του Ν. 1505/1984 και υπηρετούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή στην πόλη της Μυτιλήνης, στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Λέσβου ή σε παραμεθόριες νήσους που εντάσσονται στη χωρική αρμοδιότητα του Υπουργείου Αιγαίου και έχουν χαρακτηριστεί, όπως ο νομός Λέσβου, ως προβληματικές περιοχές κατηγορίας Α', συνιστά άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις ίδιες συνταγματικές εγγυήσεις. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι εκ των υστέρων ο νομοθέτης, με το άρθρο 10 παρ. 4 του Ν. 2470/97 "Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", κατάργησε το προαναφερόμενο επίδομα και με το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου νόμου, χορήγησε επίδομα προβληματικών και παραμεθόριων περιοχών σε όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ που υπηρετούν σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως προβληματικές και παραμεθόριες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες καί ήδη αναιρεσίβλητοι, είναι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης του Νομού Λέσβου, που εδρεύει στη Μυτιλήνη και συνδέονται με αυτήν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, υπηρετούσαν δε συνεχώς στην παραπάνω υπηρεσία, ο πρώτος από τις 15-3-1995 έως τις 31-12-1996 και η δεύτερη από τις 1-6-1994 έως τις 31-12-1996. Κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα οι ενάγοντες δεν λάμβαναν το χορηγούμενο ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής τους στις Υπηρεσίες του ανωτέρω Υπουργείου, λόγω των συνθηκών εργασίας τους, προαναφερόμενο ειδικό επίδομα, το οποίο ανερχόταν σε 18.000 δραχμές μηνιαίως από τη 1-6-1994 και σε 25.000 δραχμές μηνιαίως από τη 1-7-1996. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η μη χορήγηση στους αναιρεσιβλήτους του επιδόματος αυτού συνιστά αδικαιολόγητη δυσμενή σε βάρος τους διάκριση έναντι των υπαλλήλων του Υπουργείου Αιγαίου και για την άρση της ανισότητας αυτής πρέπει και αυτοί να λάβουν το παραπάνω επίδομα. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και επομένως είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, παραπεμφθείς στην Ολομέλεια, μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, μειωμένα όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν.3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Ιανουαρίου 2002 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 50/2001 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.