Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

ΑΠ 1583/2009 - Μερική απασχόληση, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Παραίτηση μισθωτού από δικαίωμα, Αδικοπραξία. Άκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης που δεν έγινε κατά τον αναγκαίο έγγραφο τύπο. Παράνομη παρακράτηση διαβατηρίου και λοιπών νομιμοποιητικών εγγράφων αλλοδαπού εργαζομένου από τους εργοδότες του προκειμένου να μην ασκήσει τα παρεχόμενα από την εργατική νομοθεσία δικαιώματά του, εξύβριση και εξαναγκασμός του να αποχωρήσει από την εργασία του. Συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά που προκάλεσε στον αλλοδαπό εργαζόμενο ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας αυτός δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα----- 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, και Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Μαϊου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1)Χ1 και 2)Χ2, αμφοτέρων κατοίκων .... Ο 1ος παραστάθηκε στο ακροατήριο και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λάλλα. 
Του αναιρεσιβλήτου: ..., κατοίκου... ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαρκέτο.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 αντικαταστάθηκε το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 και ορίστηκε στην παράγραφο 1 ότι κατά τη σύσταση της συμβάσεως εργασίας, ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση) και ότι η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάρτισή της, δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την κατάρτιση της συμβάσεως μερικής απασχολήσεως απαιτείται κατά το νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η δε μη τήρηση αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σχετικής συμβάσεως. Η εν λόγω ακυρότητα, η οποία, κατά το άρθρο 159 ΑΚ., είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της ελλείψεως του απαιτούμενου τύπου. Εξάλλου, από τα άρθρα 57,59,299,914, 919, 932 ΑΚ και 361 ΠΚ συνάγεται ότι αν κάποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, ιδίως δε στην τιμή ή την υπόληψή του, από συμπεριφορά άλλου, νοούμενη ως θετική πράξη ή ως παράλειψη θετικής πράξεως, επιβαλλόμενης σ' αυτόν από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, καλή πίστη, ή προσβάλλεται στην προσωπικότητά του κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, προσβάλλεται δε από πρόθεση, το δικαστήριο μπορεί, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή τις καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Τέλος, οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 1 εδαφ. α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύονται, ο μεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος. Η θεμελίωση του τελευταίου λόγου προϋποθέτει ελλείψεις σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα: " Οι εναγόμενοι (αναιρεσείοντες), ο πρώτος των οποίων Χ1 είναι πατέρας του δεύτερου τούτων Χ2, διατηρούν από κοινού επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας γαλακτοκομικών προϊόντων βοοειδών τα οποία εκτρέφονται σε αγρόκτημα τους (φάρμα), που κείται στη θέση ... της νήσου .... Περαιτέρω, ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) ο οποίος φέρει ιθαγένεια χώρας εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα εκείνης του Πακιστάν, προσελήφθη από τους εναγόμενους κατά μήνα Αύγουστο του έτους 1999, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην προαναφερόμενη επιχείρηση αυτών ως ανειδίκευτος εργάτης, εκτελώντας τις εργασίες του ταΐσματος και ποτίσματος των βοοειδών και προεχόντως της καθαριότητας της ανωτέρω φάρμας, εργαζόμενος επί έξι ημέρες την εβδομάδα και επί οκτώ ώρες ημερησίως, και αμειβόμενος με τις καθοριζόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας αποδοχές, που αντιστοιχούν σε ανειδίκευτο, άγαμο και χωρίς προϋπηρεσία εργάτη. Σε εκτέλεση λοιπόν των μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντων ο ενάγων προσέφερε, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του, τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση των εναγομένων κατά το από μηνός Αυγούστου 1999 μέχρι και 17.9.2003 χρονικό διάστημα, εργαζόμενος καθημερινά συμπεριλαμβανομένων και των ημερών του Σαββάτου και της Κυριακής - επί έντεκα (11) ώρες και ειδικότερα από την 06.30 πρωινή ώρα μέχρι και την 12.30 μεταμεσημβρινή ώρα και από την 16.00 απογευματινή ώρα μέχρι την 21.00 βραδινή ώρα και κατά το μεσολαβούν χρονικό διάστημα από την 12.30 μεταμεσημβρινή ώρα μέχρι την 16.00 απογευματινή ώρα αναπαυόταν, ενώ, κατά την μη πληττόμενη με έφεση ή αντέφεση εκ μέρους του ενάγοντος παραδοχή της εκκαλουμένης αυτός εργαζόταν επί εννέα (9) ώρες ημερησίως. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι ο ενάγων προσελήφθη από τους εναγόμενους κατά μήνα Αύγουστο του 1999, και όχι όπως αυτοί αβάσιμα διατείνονται την 1.11.2001, ενισχύεται ιδίως από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Μ1, έχοντος άμεση και προσωπική γνώση νια το ζήτημα τούτο, και από το περιεχόμενο της από 18.9.2003 έγκλησης του ενάγοντος και των λοιπών σ' αυτή αναφερομένων συμπατριωτών του κατά των εναγομένων, η οποία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την 1.10.2003, ήτοι σε χρόνο πολύ προγενέστερο της έγερσης της ένδικης αγωγής - που συντάχθηκε και κατατέθηκε στις 29.7.2005 - και στην δεύτερη σελίδα της οποίας έγκλησης σαφής γίνεται λόγος για πρόσληψη του ενάγοντος κατά μήνα Αύγουστο του 1999, γεγονός (χρόνος πρόσληψης) που ως εκ του χρόνου αναφοράς του κρίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στη συνέχεια η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι ο ενάγων εργαζόταν - κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης - εννέα ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένης και της ημέρας της Κυριακής, και όχι τέσσερις ώρες μόνο, ήτοι από 10.30 έως 12.30 και από 17.00 έως 19.00, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, στηρίζεται τόσο στην εκτίμηση της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεσης του προαναφερόμενου μάρτυρα απόδειξης και του περιεχομένου των προσαγόμενων από τον ενάγοντα ενόρκων βεβαιώσεων, όσο και στις παρατηρήσεις ότι α) η παρεχόμενη από αυτόν εργασία αφορούσε βοοειδή, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν αα) κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ανωμοτί κατάθεση του εκ των εναγομένων Χ1 σε 155 έως 160, αβ) κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης σε άνω των 300 και αγ) κατά την μη πληττόμενη με λόγο έφεσης παραδοχή της εκκαλουμένης σε 200 τουλάχιστον, β) τα βοοειδή αυτά κινούνταν και αφόδευαν στο στεγασμένο για τις ανάγκες αυτών 70% της επιφανείας της 15 περίπου στρεμμάτων φάρμας των εναγομένων, ταϊζόμενα και ποτιζόμενα από τον ενάγοντα και άλλους τέσσερις συμπατριώτες του, οι οποίοι (ενάγων και συμπατριώτες του) καθάριζαν και την κοπριά αυτών, μη επαρκούσης, κατά την κοινή λογική, για τις εργασίες αυτές απασχόλησης τεσσάρων μόνο ωρών ημερησίως και γ) δεν μνημονεύουν αυτοί (εναγόμενοι) ποίος πραγματοποιούσε τις προαναφερόμενες εργασίες κατά τις Κυριακές, η ανάγκη εκτέλεσης των οποίων αναμφισβήτητα συνέτρεχε και κατά τις ημέρες αυτές. Ακόμη η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η πρόσληψη του ενάγοντος έγινε και από τους δύο εναγόμενους και όχι μόνο από τον δεύτερο τούτων Χ2, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται αυτοί, ενισχύεται αφενός από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Μ1, και αφετέρου από το περιεχόμενο των προσαγομένων από τους εναγόμενους υπ' αριθμ. 1573 και 1574/4.4.2007 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ... και .... Περαιτέρω, η προαναφερόμενη κρίση του Δικαστηρίου περί του χρόνου πρόσληψης του ενάγοντος, της διάρκειας της ημερήσιας εργασίας του, της εργασίας του κατά την ημέρα της Κυριακής (η εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου συνομολογείται από τους εναγόμενους τόσο με όσα εκθέτουν αυτοί στην τρίτη σελίδα των ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεων τους, όσο και με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου χωρίς όρκο καταθέσεις τους), και περί του ότι προσελήφθη αυτός και από τους δύο εναγόμενους, δεν μεταβάλλεται από τα προς απόδειξη των αντιθέτων ισχυρισμών τους προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα της γνωστοποίησης των όρων ατομικής σύμβασης εργασίας προς τον εργαζόμενο και την Επιθεώρηση Εργασίας, καθώς και της αναγγελίας πρόσληψης του στον Ο.Α.Ε.Δ., δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται από τους εναγόμενους - ούτε και επικαλούνται αυτοί - ότι η σύναψη της σχετικής ατομικής σύμβασης εργασίας έγινε κατά τον αναγκαίο και προβλεπόμενο από το άρθρο 2 § 1 του ν. 2639/1998 έγγραφο τύπο, η έλλειψη του οποίου δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τα προαναφερόμενα έγγραφα, έτσι ώστε η μη τήρηση αυτού, και στην περίπτωση ακόμη που μια τέτοια συμφωνία περί μερικής απασχόλησης του ενάγοντος είχε πράγματι καταρτισθεί, να συνεπάγεται την κατά το άρθρο 159 του ΑΚ απόλυτη ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, και λόγω ακριβώς της προαναφερόμενης έλλειψης της απαιτούμενης από το νόμο άδειας εργασίας του αλλοδαπού ενάγοντος, η μεταξύ αυτού και των εναγομένων καταρτισθείσα σύμβαση εξαρτημένης εργασία, ήταν, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 174 και 180 του ΑΚ, άκυρη, φέρουσα τον χαρακτήρα απλής σχέσης εργασίας και παρέμεινε τοιαύτη μέχρι και τις 28.2.2002, οπότε εφοδιάσθηκε αυτός για πρώτη φορά με την προαναφερόμενη άδεια και η σύμβαση εργασίας του ισχυροποιήθηκε έκτοτε ως εξαρτημένη τοιαύτη αορίστου χρόνου. Δικαιούται λοιπόν αυτός να διεκδικήσει για το χρονικό διάστημα που προσέφερε τις υπηρεσίες του στους εναγόμενους χωρίς άδεια εργασίας, αξιώσεις σχετικά με δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή για υπερεργασία, παράνομη υπερωρία και εργασία κατά τις Κυριακές, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού-δεδομένου ότι -στην αγωγή διαλαμβάνεται τέτοια βάση- ως εξοικονομηθείσα από τον εργοδότη δαπάνη, στην οποία θα έπρεπε να υποβληθεί για τη μισθοδοσία άλλου μισθωτού της ίδιας με αυτόν ειδικότητας και απόδοσης που θα είχε απασχοληθεί στην ίδια εργασία, ενώ αξιώσεις του αναφορικά με την προσαύξηση 75% για παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, την προβλεπόμενη από το άρθρο 1 § 2 του ν. 435/1976 προσαύξηση κατά ποσοστό 100% για παράνομες υπερωρίες, καθώς και την, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 2874/2000, προσαύξηση 150% για παράνομη υπερωριακή απασχόληση, δύναται να στηρίξει ευθέως στους σχετικούς εργατικούς νόμους. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της εκκαλουμένης απόφασης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές του περί του χρόνου πρόσληψης του ενάγοντος, των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας του και των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του, προέβη, με βάση τις λεπτομερώς αναφερόμενες νόμιμες ημερήσιες αποδοχές του, όπως αυτές προκύπτουν από τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των ετών 2000 έως και 2003, και σε συνδυασμό και προς τα ποσά που φέρονται ως καταβληθέντα σε αυτόν από τους εναγόμενους, σε επιδίκαση α) διαφορών αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.1.2000 μέχρι 17.9.2003, συνολικού ύψους 7.253,65 ευρώ, β) αμοιβής υπερεργασίας του χρονικού διαστήματος από 1.1.2000 μέχρι 31.3.2001, συνολικού ύψους 1987,09 ευρώ, γ) αμοιβής παράνομης υπερωριακής απασχόλησης του ιδίου ως άνω χρονικού διαστήματος (1.1.2000 έως 31.3.2001), συνολικού ύψους 2.386,38 ευρώ, δ) αμοιβής ιδιόρρυθμης υπερωριακής εργασίας του χρονικού διαστήματος από 1.4.2001 μέχρι 17.9.2003, συνολικού ύψους 1914,43 ευρώ, ε) αμοιβής παράνομης υπερωριακής εργασίας του ιδίου ως άνω χρονικού διαστήματος (1.4.2001 μέχρι 17.9.2003), συνολικού ύψους 11.693,63 ευρώ, στ) αμοιβής για την εργασία του καθ'εκάστη Κυριακή του από 1.1.2000 μέχρι 17.9.2003 χρονικού διαστήματος, συνολικού ύψους 6.424,84 ευρώ, ζ) αμοιβής για παράνομη υπερωριακή απασχόληση επί μία ώρα κάθε Κυριακής του από 1.1.2000 μέχρι 17.9.2003 χρονικού διαστήματος, συνολικού ύψους 2.545,98 ευρώ, η) επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2000 έως και 2003, συνολικού ύψους 2.183,48 ευρώ και θ) επιδομάτων εορτών Πάσχα των ιδίων ως άνω ετών 2000 έως και 2003, συνολικού ύψους 1.194,99 ευρώ. Συνολικά δε για τις προαναφερόμενες αιτίες επιδικάσθηκε στον ενάνοντα το ποσό των 37,584.47 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, αφότου κάθε μερικότερο τμήμα εκάστου των προαναφερομένων ποσών ήταν κατά νόμο καταβλητέο. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι καταχρηστικά ασκείται το αγωγικό εν προκειμένω δικαίωμα του ενάγοντος και ζητούν την εκ του λόγου τούτου απόρριψη της αγωγής, το μεν διότι ασκήθηκε αυτή δύο περίπου έτη μετά την κατά την 17.9.2003 επισυμβάσα λύση της μεταξύ αυτού και εκείνων καταρτισθείσας εργασιακής σύμβασης, χωρίς κατά το διάστημα τούτο να έχει προβάλει αυτός οποιαδήποτε αξίωση ή να έχει διατυπώσει παράπονο για οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές, το δε διότι ουδέν οφείλουν σ' αυτόν από οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αιτίες, διότι του έχουν καταβάλει κάθε ποσό που δικαιούταν αυτός να λάβει από την μεταξύ αυτών και εκείνου καταρτισθείσα σύμβαση εργασίας. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού προσκομίζουν και επικαλούνται προεχόντως την από του έτους 2003 υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος, του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, την επί της οποίας γνησιότητα της υπογραφής του έχει βεβαιώσει με την από 29.12.2003 σχετική επισημείωση ο Αρχιφύλακας του Α.Τ. ..... Ο εν λόγω ισχυρισμός των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος και τούτο διότι κρίνεται ότι η μετά διετία από την λύση της επίμαχης εργασιακής σύμβασης έγερση της αγωγής, άνευ ουδεμιάς στο χρονικό τούτο διάστημα εκ μέρους του ενάγοντος διαμαρτυρίας και όχλησης προς καταβολή των οφειλομένων σ' αυτόν από τους εναγόμενους, σε συνδυασμό με τα αναγραφόμενα στην ως άνω υπεύθυνη δήλωση περί ανυπαρξίας οιασδήποτε εργοδοτικής οφειλής έναντι αυτού, κρίνεται ότι δεν αποτελούν συμπεριφορά ικανή να δημιουργήσει την πεποίθηση ότι ο τελευταίος αυτός δεν θα ασκήσει τις εν λόγω αξιώσεις του. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι η τυχόν περιεχόμενη στη δήλωση αυτή παραίτηση του ενάγοντος από τα δικαιώματα του προς λήψη των οφειλομένων κατά νόμο ελαχίστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση του από άλλα δικαιώματα του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και δεν επάγεται έννομα αποτελέσματα, ενώ και αν ήθελε εκτιμηθεί το περιεχόμενο της εν λόγω επίμαχης δήλωσης ότι περιέχει παραίτηση του ενάγοντος από το δικαίωμα λήψης των νομίμων αποδοχών του ή άλλων παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους (άρθρ. 454 ΑΚ), είναι και πάλιν άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη. Τέλος σε κάθε περίπτωση και ως άφεση χρέους εκτιμώμενη των πηγαζουσών από την εργασιακή σύμβαση αξιώσεων του ενάγοντος είναι και πάλιν άκυρη, ως αόριστη, αφού δεν μνημονεύονται σ' αυτή τα ποσά που καταβλήθηκαν κατά περίπτωση και για κάθε αιτία. Επίσης, αν ήθελε εκτιμηθεί η δήλωση αυτή ως περιέχουσα εξώδικη ομολογία του ενάγοντα περί ανυπαρξίας οιασδήποτε εργοδοτικής οφειλής έναντι αυτού εκ μέρους των εναγομένων, πρέπει και πάλιν να απορριφθεί ως κατ' ουσία αβάσιμη, αφού, εκτιμώμενη αυτή ελευθέρως από το Δικαστήριο (άρθρο 352 § 2 Κ.Πολ.Δ.), κρίνεται, με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι δεν δημιουργείται πεποίθηση στο Δικαστήριο τούτο ότι ο ενάγων είχε σαφή επίγνωση του περιεχομένου της, αφού δεν γνωρίζει αυτός την ελληνική γραφή και ανάγνωση και δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα. Ακόμη η περί κατά τα άνω απόρριψη ως νομικά αβάσιμου του περί ου ο λόγος ισχυρισμού των εναγομένων κρίση αυτού του Δικαστηρίου, δεν μεταβάλλεται από την απαραδέκτως γενομένη το πρώτον στην παρούσα κατ' έφεση δίκη προσπάθεια αυτών να διανθιστεί - ενισχυθεί ο ισχυρισμός αυτός (άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ.) με την επίκληση -προσθήκη του μη ενισχυόμενου σε κάθε περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας γεγονότος ότι τυχόν αποδοχή της αγωγής θα έχει "..δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες για εμάς, που ευρισκόμεθα σε δεινή οικονομική θέση, αδυνατούντες να ανταποκριθούμε στις εκ των δανείων υποχρεώσεις μας, γεγονός που θέτει σε άμεσο κίνδυνο αυτή ταύτη την βιωσιμότητα της μονάδας...". Περαιτέρω, και εφόσον κατά τα δεκτά γενόμενα α) ο ενάγων προσλήφθηκε από τους εναγόμενους κατά μήνα Αύγουστο του 1999 και όχι την 1.11.2001, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται αυτοί και β) κατά τις μη μεταβαλλόμενες με την παρούσα απόφαση παραδοχές της εκκαλουμένης, εργαζόταν αυτός επί εννέα ώρες ημερησίως μέχρι και τις 17.9.2003, και όχι επί τέσσερις ώρες κάθε ημέρα, όπως επίσης αβάσιμα υποστηρίζουν αυτοί, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε με την εκκαλουμένη απόφαση του απαιτήσεις του της χρονικής περιόδου από 1.1.2000 μέχρι 31.10.2001 και ορθά υπολόγισε τα σχετικά κονδύλια με βάση ημερήσια εργασία του ενάγοντος, διάρκειας εννέα ωρών και όχι τεσσάρων και, συνεπώς, τα αντιθέτως προβαλλόμενα με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων προσέφερε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του στους εναγόμενους μέχρι και τις 17.9.2003, οπότε και εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εργασία του, δεδομένου ότι, καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του στην επιχείρηση των εναγομένων, οι τελευταίοι παρακρατούσαν παράνομα αρχικά το διαβατήριο του και στη συνέχεια και τα λοιπά νομιμοποιητικά έγγραφα του (άδεια εργασίας, άδεια παραμονής), προκειμένου να μην ασκήσει αυτός τα παρεχόμενα από την εργατική νομοθεσία δικαιώματά του και τον εξύβρισαν όταν ζήτησε αυτός να του αποδοθούν, πράγμα (απόδοση των εγγράφουν) που έγινε μετά από παρέμβαση του Γραμματέα της Πακιστανικής Κοινότητας, η οποία παρέμβαση και προκάλεσε την μήνιν των εναγομένων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο ενάγων και οι συμπατριώτες του ..., ... και ..., οι οποίοι μαζί με αυτόν εργάζονταν στην προαναφερόμενη επιχείρηση των εναγομένων, υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, την 1.10.2003, την από 18.9.2003 έγκληση τους κατά των κατηγορουμένων, καταμηνύοντας αυτούς για τις τελεσθείσες σε βάρος τους αξιόποινες πράξεις, οι οποίες αναφέρονται παραπάνω, αλλά και για τις ειδικότερα μνημονευόμενες σ' αυτή πράξεις που αναφέρονται σε παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Η έγκληση αυτή τέθηκε στο αρχείο με την υπ' αριθμ. 450/28.6.2004 διάταξη του προαναφερόμενου Εισαγγελέα, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι έγινε τούτο (δηλ. η θέση στο αρχείο) διότι αναζητηθέντες οι ως άνω εγκαλούντες δεν ευρέθησαν για να καταθέσουν σχετικά με τα από αυτούς καταγγελλόμενα, αλλά και διότι τα όσα οι προταθέντες από αυτούς μάρτυρες κατέθεσαν στα πλαίσια της διενεργηθείσης προκαταρκτικής εξέτασης, δεν τα γνώριζαν από ιδία αντίληψη αλλά από διηγήσεις των εγκαλούντων. Πλην όμως τα έγγραφα αυτά (έγκληση και διάταξη του Εισαγγελέα), σε συνδυασμό λαμβανόμενα και προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, δεν μεταβάλλουν την κατά τα άνω κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι πράγματι ο ενάγων εξαναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την εργασία του λόγω της συμπεριφοράς των εναγομένων και κατόπιν εξύβρισης τους από αυτούς, αφού το τελευταίο τούτο ενισχύεται ιδίως από την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης. Υπό τα προαναφερόμενα και δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων υπέστη από την προς αυτόν αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την υπαιτιότητα των εναγομένων, το είδος της βλάβης και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, πρέπει για την αιτία αυτή να επιδικασθεί στον ενάγοντα το εύλογο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης αποφάσεως. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο δεν παρεβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε εκείνες των άρθρων 424, 454, 679 ΑΚ και 2 παρ. 1 του ν. 2556/1997, διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., απορρέοντες, πρώτος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρη του, δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του και κατά το δεύτερο σκέλος του τρίτου μέρους του, τρίτος, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρη του, τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου μέρους του, και πέμπτος κατά το πρώτο σκέλος του δευτέρου μέρους του, λόγοι του αναιρετηρίου είναι αβάσιμοι. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (Ολ. ΑΠ 42/2002). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναιρέσεως. Στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, το Εφετείο βεβαιώνει ότι προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τη μερική παραδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου έλαβε υπόψη του και όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη βεβαίωση αυτή, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο αποδεικτικά έγγραφα και ειδικότερα: 1) το υπ' αριθμ. .... ειδικό βιβλίο καταχωρήσεως προσωπικού του ΙΚΑ, 2) την από 1-11-2001 έγγραφη προς τον ΟΑΕΔ αναγγελία προσλήψεως, 3) τα με αριθμ. ..., ...,... και ... έγγραφα της Νομαρχίας Πειραιώς, 4) την από 22-5-2007 μήνυση του πρώτου των αναιρεσειόντων και 5) τις από 4-12-2003 και 22-12-2003 υπεύθυνες δηλώσεις του αναιρεσίβλητου. Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ., περί του αντιθέτου δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του, τρίτος κατά το δεύτερο μέρος του, τέταρτος κατά το δεύτερο μέρος του, και πέμπτος, κατά το τρίτο μέρος του λόγοι της αναιρετικής αιτήσεως είναι αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 670 και 671 Κ.Πολ.Δ, οι οποίες έχουν εφαρμογή και στην κατ' έφεση δίκη ('άρθρο 674 παρ. 2 του αυτού Κώδικα), προκύπτει ότι κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτιμά ελευθέρως, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει τους κανόνες του νόμου ως προς την αποδεικτική δύναμη αυτών, εξαιρέσει της δικαστικής ομολογίας. Ενόψει τούτων, η διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ., με την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, ως ασυμβίβαστη με την ως άνω ειδική διαδικασία, που προβλέπεται από τα άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ. Επομένως, οι εκ του άρθρου 559 αριθμ. 12 Κ.Πολ.Δ., πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, και δεύτερος κατά τα δεύτερα σκέλη των πρώτου και δευτέρου μερών του, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο παραβίασε τους κανόνες του νόμου ως προς τη αποδεικτική δύναμη της από 1-11-2001 έγγραφης συμβάσεως μερικής απασχολήσεως, του υπ' αριθμ. ...ειδικού βιβλίου καταχωρήσεως προσωπικού του ΙΚΑ και της από 1-11-2001 έγγραφης προς τον ΟΑΕΔ αναγγελίας προσλήψεως που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, είναι απαράδεκτοι. Με τον τέταρτο, κατά τα πρώτο και τρίτο μέρη του, λόγο της αναιρετικής αιτήσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ., καταλογίζονται στο Εφετείο οι πλημμέλειες: α) ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις των οποίων δεν είχε γίνει νόμιμη επίκληση και συγκεκριμένα τις 5276/2006 και 5277 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων και την από 18-9-2003 έγκληση, που χωρίς σχετική επίκλησή τους προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος και β) ότι δεν έλαβε υπόψη δικαστική ομολογία του αναιρεσίβλητου, ενυπάρχουσα στις από 11-6-2007 ενώπιον αυτού (Εφετείου) έγγραφες προτάσεις του, περί προσλήψεως του αναιρεσίβλητου κατά την 1-11-2001. Ως προς την πρώτη αιτίαση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ως άνω προτάσεων του αναιρεσίβλητου, ο τελευταίος αυτός επικαλέστηκε ρητά και ειδικά τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις και έγκληση) που προσκόμισε (βλέπε εν τέλει των σελίδων 18 και 11 των ανωτέρω προτάσεων). Ως προς την δεύτερη αιτίαση ο ίδιος λόγος είναι επίσης αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των άνω προτάσεων, δεν περιέχεται σ' αυτές η εκτεθείσα ομολογία του αναιρεσίβλητου, αλλά, αντίθετα, προβάλλεται με ανεπτυγμένους σχετικούς ισχυρισμούς ότι η πρόσληψή του έγινε τον Αύγουστο του 1999 και όχι την 1-11-2001, όπως οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονταν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, είτε ως επιθετικού, είτε ως αμυντικού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι λόγοι εφέσεως, των οποίων η λήψη υπόψη και παραδοχή θα είχε ως συνέπεια την κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Όμως ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό ή λόγο εφέσεως και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο. Επομένως, ο πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της παρά το νόμο μη λήψεως υπόψη του και με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους προβληθέντος ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί μερικής, επί 4ώρο ημερησίως, και όχι πλήρους απασχολήσεως του αναιρεσίβλητου, είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι ο ανωτέρω, με λόγο εφέσεως, ισχυρισμός που προέβαλλαν οι αναιρεσείοντες ελήφθη υπόψη και απερρίφθη από το, δεχθέν ολική απασχόληση του αναιρεσίβλητου, Εφετείο ως ουσιαστικά αβάσιμος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 22-10-2008 αίτηση των Χ1 και Χ2 περί αναιρέσεως της 632/2008 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Και, 
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιουνίου 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου