Εργαζόμενη επί τέσσερα έτη ως πωλήτρια ζήτησε αναρρωτική άδεια εξ αιτίας προβλημάτων που αντιμετώπιζε στην εγκυμοσύνη της. Ο εργοδότης της ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση εργασίας της ήταν ορισμένου χρόνου και ότι είχε λήξει. Η εργαζόμενη, η οποία πίστευε ότι εργαζόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία ενημέρωσε το Συνήγορο του Πολίτη για το θέμα. Ο ΣτΠ ερεύνησε την υπόθεση και κατέληξε ότι δεν δικαιολογείτο ο περιορισμός της διάρκειας της σύμβασης της εργαζομένης σε τέσσερα έτη. Επομένως, καταχρηστικά η σύμβαση χαρακτηρίστηκε ως τετραετούς διάρκειας. Με βάση τα ανωτέρω, ο ΣτΠ εισηγήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή προστίμου σε βάρος του εργοδότη. Η εισήγηση έγινε δεκτή και επιβλήθηκε στον εργοδότη πρόστιμο 6.000€
Νομικό ιστολόγιο για (ό,τι έχει απομείνει από) την εργασία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα...
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011
ΣτΠ: Πρόστιμο 6.000 Ευρώ σε Εργοδότη που Απέλυσε Έγκυο με την Πρόφαση ότι η Σύμβασή της ήταν Ορισμένου Χρόνου
Ετικέτες
ΑΠΟΛΥΣΗ,
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ
Ριζικές Αλλαγές στη Δικαιοσύνη
Διαρθρωτικές αλλαγές στη Δικαιοσύνη με σκοπό την ταχύτερη απονομή της και την αντιμετώπιση των φαινομένων Αρνησιδικίας περιλαμβάνει το νομοσχέδιο που έδωσε στη δημοσιότητα ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, που περιλαμβάνει 80+1 σημεία παρέμβασης στα Πολυμελή Πρωτοδικεία υπάρχουν συχνά 30 ή 40 υποθέσεις στο δικάσιμο μιας μέρας, με αποτέλεσμα να δικάζονται εν τέλει μόλις 3-5 υποθέσεις και οι υπόλοιπες να αναβάλλονται, συχνά για δύο χρόνια.
Συγκεκριμένα στο πλαίσιο των Πολιτικών Δικών λαμβάνονται μέτρα που αφορούν σε:
► Οργάνωση της δικαστικής μεσολάβησης.
► Αλλαγές στα συναινετικά και μη διαζύγια.
► Αντιμετώπιση του προβλήματος της αναβολής υποθέσεων.
► Αποσυμφόρηση των Πολυμελών Πρωτοδικείων (Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, που περιλαμβάνει 80+1 σημεία παρέμβασης στα Πολυμελή Πρωτοδικεία υπάρχουν συχνά 30 ή 40 υποθέσεις στο δικάσιμο μιας μέρας, με αποτέλεσμα να δικάζονται εν τέλει μόλις 3-5 υποθέσεις και οι υπόλοιπες να αναβάλλονται, συχνά για δύο χρόνια)
► Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.
► Το Ειρηνοδικείο αποκτά την αρμοδιότητα στο σύνολο των ενεργειών για τις δημοσιεύσεις των διαθηκών και την έκδοση κληρονομητηρίου.
► Τροποποιήσεις στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.
► Ειδικές προβλέψεις σχετικά με εργατικές διαφορές.
Στο πλαίσιο των Ποινικών Δικών λαμβάνονται μέτρα που αφορούν στη Δικαιοκρατική αντιμετώπιση του τεράστιου όγκου μηνύσεων και εγκλήσεων. (Υπολογίζεται ότι μόνο στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών όλο το 2011 έχουν εισαχθεί περίπου 330.000 μηνύσεις- εγκλήσεις ενώ το 2010 έφτασαν τις 672.014).
Έτσι, μεταξύ άλλων:
► Καταργείται η υποχρεωτικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης στα πλημμελήματα.
► Ανώνυμες καταγγελίες τίθενται αμέσως στο αρχείο.
► Ο μηνυτής στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ.
► Θεσπίζεται Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων για συγκεκριμένα κακουργήματα που δεν επιφέρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως υποθέσεις ναρκωτικών, διακεκριμένες κλοπές, ληστείες, του νόμου περί αλλοδαπών, του νόμου περί λαθρεμπορίας, του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, του νόμου περί τυχερών παιχνιδιών και του νόμου περί αθλητικής βίας.
► Προσωρινή κράτηση μπορεί να διαταχθεί και όταν το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων απ' αυτό.
► Σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή και εισαγγελέα για την προσωρινή κράτηση, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο την ίδια ημέρα, που απολογήθηκε ο κατηγορούμενος. Μέχρι την έκδοση της απόφασης ο κατηγορούμενος κρατείται.
► Η αναβολή γίνεται σε δικάσιμο, στην οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής που προήδρευε του δικαστηρίου, που χορήγησε την αναβολή.
► Τα ποσά που προβλέπονται ως κατώτατα όρια για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως κακούργημα αναπροσαρμόζονται ως ακολούθως: Το ποσό των 15.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ, το ποσό των 73.000 σε 300.000 ευρώ και το ποσό των 150.000 ευρώ σε 500.000 ευρώ.
Όσον αφορά στη Διοικητική Δίκη, συμπληρώνεται και ενισχύεται ο θεσμός της πιλοτικής δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων:
► Συγκροτείται ειδικός δικαστικός σχηματισμός στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν τις στρατηγικές επενδύσεις.
► Εισάγεται ο θεσμός της ενιαίας ενδικοφανούς προσφυγής. Δηλαδή οι διοικητικές αμφισβητήσεις επιλύονται χωρίς την ανάγκη του διοικούμενου να προσφεύγει στα διοικητικά δικαστήρια.
► Γίνεται υποχρεωτική η αναγραφή ηλεκτρονικής διεύθυνσης του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο ή και του προσφεύγοντας.
► Σε περίπτωση που η δημόσια διοίκηση δεν αποστέλλει το φάκελο στο δικαστήριο, το δικαστήριο μπορεί να συνάγει τεκμήριο ομολογίας σε βάρος του δημοσίου για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.
► Θεσπίζεται το δικαίωμα αποζημιώσεως των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης ( εκτός από το δημόσιο και τους κυβερνητικούς οργανισμούς).
► Το δικαστήριο θα μπορεί να επιβάλλει δικαστική δαπάνη έως τριπλάσια της εκάστοτε οριζόμενης, στις περιπτώσεις που ο ηττηθείς διάδικος συνέβαλε με τη δικονομική του συμπεριφορά στην καθυστέρηση της εκδίκασης.
Ηλεκτρονική Δικαιοσύνη
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει διατάξεις με τις οποίες θεσπίζεται η αναγραφή, επάνω στο δικόγραφο, υποχρεωτικά, της ηλεκτρονικής διεύθυνσης των δικηγόρων που καταθέτουν τα σχετικά ένδικα μέσα. Εισάγεται ο θεσμός της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων εφόσον υπάρχει η δυνατότητα προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Οι διατάξεις αυτές αφορούν το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα Διοικητικά Δικαστήρια και το Ελεγκτικό Συνέδριο και έρχονται να συμπληρώσουν αντίστοιχες διατάξεις που πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, στο πλαίσιο του προγράμματος e-justice.
(Πηγή: www.enet.gr)
(Πηγή: www.enet.gr)
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011
ΔΣΑ: Δελτίο Τύπου Για Αυτόφωρο σε Φορολογικές Παραβάσεις
Πρόσφατα διά της υπ' αριθμ. 6/2011 εγκυκλίου του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δίδονται, μεταξύ άλλων, συστάσεις για την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.
Εντούτοις, τόσο η καθιέρωση της ανωτέρω διαδικασίας για τα εν λόγω αδικήματα, όσο και η τεκμηρίωση που επιχειρείται στην προαναφερθείσα εγκύκλιο ως προς την αναγκαιότητα εφαρμογής της, γεννούν εύλογες απορίες και ερωτηματικά, καθώς μεταφέρουν πλέον την προβληματική του ζητήματος από το επίπεδο της νομιμότητας σε αυτό της σκοπιμότητας.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών δεν μπορεί παρά να εκφράσει τον έντονο θεσμικό προβληματισμό του για την αντίθετη προς θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου διεύρυνση της έννοιας του «αυτοφώρου», όπως η τελευταία διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του Ν. 3943/2011. Ειδικότερα, η εφεξής θεώρηση ως χρόνου τέλεσης των αδικημάτων φοροδιαφυγής του χρονικού διαστήματος από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος έως τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της - κατά περίπτωση προβλεπόμενης - προθεσμίας παραγραφής έχει ως αποτέλεσμα όλα συλλήβδην τα εγκλήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του Ν. 2523/1997 να θεωρούνται διαρκή και, κατά συνέπεια, αυτόφωρα. Η θεώρηση, ωστόσο, αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Συντάγματος.
’λλωστε, και στην ίδια την ανωτέρω εγκύκλιο επισημαίνονται οι θεωρητικές αντιρρήσεις στην προπεριγραφείσα νομοθετική παρέμβαση και προφανώς, ως δείγμα αδυναμίας ανάπτυξης πειστικού αντιλόγου, αναφέρεται ρητά ότι το ζήτημα «θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια». Εντούτοις, αποδεκτή θεωρείται, κατά το συντάκτη της εγκυκλίου, η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας «σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής», χαρακτηρισμών γενικών και αόριστων που προσβάλλουν κατάφωρα την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Η κατάθεση των προαναφερθεισών ενστάσεων και προβληματισμών γίνεται φυσικά και πάνω στη βάση ότι οι φορολογικές ποινικές υποθέσεις έχουν ως αφετηρία μια διοικητικού δικαίου διαφορά, που διέπεται από ιδιαίτερες αρχές και δικούς της κανόνες, οι οποίοι δυσχερώς δύνανται να αντιμετωπισθούν με επάρκεια εντός της ab initio συνοπτικής αυτόφωρης διαδικασίας.
Με ιδιαίτερη λύπη και απογοήτευση διαπιστώνουμε πως και η ανωτέρω εγκύκλιος, εντάσσεται σε μία προσπάθεια στήριξης και ενίσχυσης με κάθε τρόπο ενός παραπαίοντος φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αντί να συμβάλλει στην ορθολογική και αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων, που είναι το ζητούμενο. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιανόητο και ανεπίτρεπτο για μια δημοκρατικά δομημένη πολιτεία η χρονίζουσα αδυναμία ενός κρατικού μηχανισμού να επιτύχει τους επιδιωκόμενους δημοσιονομικούς στόχους του να επιδιώκεται να θεραπευτεί κατά τρόπο αποσπασματικό διά ρυθμίσεων που προσλαμβάνουν τη μορφή νομοθετικών ακροβασιών και συνοδεύονται από ελλειμματική δικαστική προστασία, χωρίς σεβασμό στα θεμελιώδη και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη, φορολογουμένου και κατηγορουμένου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΣΑΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ετικέτες
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ,
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
Αίτηση Ακύρωσης του ΔΣΑ για το Τέλος Επιτηδεύματος
Ο ΔΣΑ κατέθεσε σήμερα αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης ΠΟΛ. 1167/02-08-2011 (Φ.Ε.Κ. Β' 1835/17-08-2011) του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος αυτής (άρθρα 3 και 4), που αφορά στην επιβολή του Τέλους Επιτηδεύματος, το οποίο θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011. Μάλιστα, ο ΔΣΑ ζητεί την εισαγωγή της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, αφού - σύμφωνα με το δικόγραφο της Αίτησης - υφίσταται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς αφορά στην πλειοψηφία των Μελών των Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και όλων των ελευθέρων επαγγελματιών και επιτηδευματιών και, ως εκ τούτου, συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την εισαγωγή της υποθέσεως στην πλήρη Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 του Ν. 3900/2010 και 14~2 περ. β' του Π.Δ. 18/1989.
Το πλήρες περιεχόμενο του δικογράφου μπορείτε να το δείτε εδώ.
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011
Κατατέθηκε η Πρώτη Προσφυγή για το Τέλος Ακινήτων και την Εισφορά Αλληλεγγύης
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε σήμερα ο δικηγόρος Αθηνών Άγγελος Τσιγκρής ο οποίος στρέφεται κατά της από 2.8.2011 απόφασης του υπουργού Οικονομικών (ΠΟΛ.1167) που καθορίζει τη "διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος".
Ο δικηγόρος υποστηρίζει ότι η επίμαχη υπουργική απόφαση είναι αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, υπογραμμίζει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος που καθιερώνουν τις αρχές της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, της φορολογικής ισότητας και της νομιμότητας του φόρου. Αλλά πέρα από το χαρακτηρισμό της επίμαχης οικονομικής επιβάρυνσης ως τέλους αυτό συνιστά φόρο.
Σύμφωνα με τον Άγγελο Τσιγκρή: "Το τέλος επιτηδεύματος έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φόρου και συγκεκριμένα πρόκειται για χρηματική, υποχρεωτική και οριστική οικονομική επιβάρυνση των φορολογουμένων, επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, προς το κράτος προς εκπλήρωση δημοσίου σκοπού που πραγματοποιείται με βάση προνόμια δημόσιας εξουσίας και η οποία δίνεται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα. Σε κάθε περίπτωση η έλλειψη ειδικού ανταλλάγματος, η οποία συνιστά την ειδοποιό διαφορά μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους, φανερώνει την πραγματική φύση του επιβαλλόμενου τέλους επιτηδεύματος ως φόρου".
Ο δικηγόρος, επικαλείται νομολογία τόσο του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία "μια οικονομική επιβάρυνση έχει το χαρακτήρα φόρου και όχι τέλους, ακόμη και αν ονομάζεται έτσι, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται ειδικό αντάλλαγμα από το κράτος ή άλλο δημόσιο φορέα". Συνεπώς, συνεχίζει ο δικηγόρος, "το επιβαλλόμενο με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 τέλος επιτηδεύματος συνιστά φόρο και όχι τέλος, παρά τον εκ νόμου διδόμενο σε αυτό χαρακτηρισμό, ελλείψει παροχής ειδικού ανταλλάγματος στους υπόχρεους". Στην πραγματικότητα, με το προβλεπόμενο τέλος επιτηδεύματος, επιβάλλεται κεφαλικός φόρος, δεδομένου ότι οι φορολογούμενοι, επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες, αποτελούν αυτοί καθαυτοί τη βάση επιβολής του εν λόγω φόρου.
Ακόμη, στο σκεπτικό της προσφυγής, αναφέρεται ότι "η επιβολή "κεφαλικού φόρου", όπως το τέλος (φόρος) επιτηδεύματος, παραβιάζει και την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος". Οι φορολογούμενοι "θα πρέπει να φορολογούνται ανάλογα με τις δυνάμεις τους, δηλαδή τη φοροδοτική τους ικανότητα και όχι με κριτήρια, όπως για παράδειγμα ο τόπος εγκατάστασής τους, τα οποία δεν είναι κατάλληλα και αντικειμενικά για την ανεύρεση της φοροδοτικής τους ικανότητας". Με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται και η συνταγματική αρχή της ισότητας την οποία επιβάλλει η Πολιτεία και μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο τους φορολογούμενους που τελούν υπό όμοιες συνθήκες από την πλευρά της φοροδοτικής ικανότητας.
Η επιβολή "κεφαλικού φόρου" μόνο στους ελεύθερους επαγγελματίες και στους επιτηδευματίες και όχι στους λοιπούς φορολογούμενους παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας. Πολύ περισσότερο παραβιάζεται η εν λόγω αρχή, καθώς προβλέπονται και εξαιρέσεις από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος.
Παράνομη χαρακτηρίζεται και η πρόβλεψη της επίμαχης απόφασης που αναφέρει ότι η κατάθεση προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια δεν αναστέλλει την είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος. Και αυτό γιατί ο πρόσφατος νόμος 3943/2011 με την κατάθεση προσφυγής αναστέλλεται η πληρωμή του 50% του τέλους, φόρου κ.λπ.
Ως προς την ειδική εισφορά αλληλεγγύης ο κ. Τσιγκρής υπογραμμίζει ότι παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της φοροδοτικής ικανότητας και της μη αναδρομικότητας των φορολογικών νόμων. Συγκεκριμένα, αναφέρει, με το "άρθρο 29 του Ν. 3986/2011 θεσπίζεται αναδρομικά εφαρμογή φορολογικού τεκμηρίου και διαδικασίας και μεθόδου εξεύρεσης της φορολογητέας ύλης, καθώς και η αναδρομική κατάργηση υφιστάμενου φορολογικού καθεστώτος που προβλέπει φορολογικές αλλαγές".
Ο φόρος αλληλεγγύης παραβιάζει και τις συνταγματικές αρχές της φορολογικής ισότητας και της προοδευτικότητας του φόρου και αυτό γιατί οι "φορολογικοί συντελεστές επιβάλλονται στο σύνολο των εισοδημάτων των φορολογουμένων και όχι σε μέρος των εισοδημάτων αυτών με βάση την προοδευτική κλίμακα υπολογισμού του φόρου, όπως προβλέπεται στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων".
Η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος παραβιάζουν την ΕΣΔΑ, καθώς και τα δύο επιβάλλονται για το ίδιο οικονομικό αντικείμενο προσβάλλοντας έτσι το κατοχυρωμένο περιουσιακό δικαίωμα των φορολογουμένων.
Τέλος, σημειώνει ότι το ύψος των νέων έκτακτων φόρων είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογούμενων και ενδέχεται οι φορολογούμενοι να στερηθούν την ιδιοκτησία τους, αφού για να καταβάλουν το ποσό των αμφισβητούμενων φόρων, θα πρέπει να προβούν στη λήψη μέτρων (π.χ. λήψη δανείων), ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με την υποχρέωση αυτή υπάρχει ο κίνδυνος να ληφθούν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας τους, όπως για παράδειγμα επιβολή κατάσχεσης στην ακίνητη περιουσία. (Πηγή: www.enet.gr)
Καταδίκη σε $ 675.000 για Παράνομο File Sharing
O Joel Tenenbaum, φοιτητής του αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βοστόνης, καταδικάστηκε να πληρώσει το δυσθεώρητο ποσό των 675.000 δολαρίων στον σύνδεσμο δισκογραφικών εταιρειών RIAA για παραβίαση της νομοθεσίας περί copyright μέσω της πρακτικής του file-sharing. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι ο εναγόμενος Joel είχε πετύχει τη μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης στο πιο διαχειρίσιμο ποσό των 67.500 δολαρίων, προτού εκδοθεί η εφετειακή απόφαση που επιδικάζει ξανά το αρχικό ποσό. Η δίκη του φοιτητή για ανέβασμα και ανταλλαγή αρχείων μουσικής μέσω υπηρεσιών peer-to-peer και file-sharing είναι μόλις η δεύτερη που διεξάγεται γι’ αυτό το λόγο στην Αμερική. Είχε προηγηθεί το 2007 αγωγή του ίδιου οργανισμού, RIAA, (Recording Industry Association of America) κατά νεαρής γυναίκας που κατέβαζε παράνομα μουσικά κομμάτια με την ίδια υπηρεσία.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είχε κρίνει την υπόθεση είχε μειώσει το αρχικό πρόστιμο κατά 90%, καθώς η δικαστής Nancy Gertner έκρινε ότι ήταν τόσο υψηλό που καταντούσε συνταγματικά ανεπίτρεπτο. Η RIAA άσκησε έφεση κατά της απόφασης και πέτυχε την επαναφορά του προστίμου στα αρχικά επίπεδα. Η αιτιολογία με την οποία το εφετειακό δικαστήριο δικαίωσε την RIAA ήταν ότι η πρωτοβάθμια δικαστής δεν εφάρμοσε σωστά τις διαθέσιμες μεθόδους για τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης. Δηλαδή, σε περιπτώσεις που επιδικάζεται ένα υπερβολικά υψηλό ποσό, συνήθως ακολουθείται η διαδικασία της πρότασης «remittitur», που σημαίνει ότι ο δικαστής μειώνει το ποσό, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα στον ενάγοντα να ζητήσει νέα δίκη, εφόσον δεν συμφωνεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Gertner δεν ακολούθησε αυτή τη μέθοδο –διότι ανέφερε στο αιτιολογικό της απόφασης ότι οι ενάγοντες είχαν δηλώσει κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ότι ήταν απίθανο να δεχθούν μειωμένη αποζημίωση- και κατέφυγε σε συνταγματικές διατάξεις περί αναλογικότητας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λοιπόν θεώρησε ότι –παρά τον κατά τα λοιπά επιτυχή χειρισμό της υπόθεσης- η δικαστής έσφαλε, διότι δεν προσπάθησε να λύσει το θέμα με την πρώτη μέθοδο και κατέφυγε πρόωρα στη συνταγματική στάθμιση.
Παρά την επίλυση του ζητήματος υπέρ της RIAA για λόγους τυπικής νομικής μεθοδολογίας, το εφετειακό δικαστήριο δήλωσε ότι επί της ουσίας δεν στηρίζει τόσο σκληρά μέτρα κατά εναγομένων σε παρόμοιες υποθέσεις, απευθύνοντας σύσταση στο Κογκρέσο να κοιτάξει προσεκτικότερα τα προβλήματα εφαρμογής που δημιουργεί τελευταία η νομοθεσία για το copyright. (Πηγή: www.lawnet.gr).
Θυμίζω ότι το καλοκαίρι, σε ανάλογη περίπτωση, στη Σκωτία, εναγόμενη που είχε παραβιάσει το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω υπηρεσιών file sharing είχε καταδικαστεί μόλις σε τρία χρόνια επιτήρησης (δείτε εδώ). Το επόμενο βήμα στις ΗΠΑ για ανάλογα αδικήματα θα είναι προφανώς η επιβολή θανατικής ποινής. Η μουσική σκοτώνει τους πειρατές!
Θυμίζω ότι το καλοκαίρι, σε ανάλογη περίπτωση, στη Σκωτία, εναγόμενη που είχε παραβιάσει το νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω υπηρεσιών file sharing είχε καταδικαστεί μόλις σε τρία χρόνια επιτήρησης (δείτε εδώ). Το επόμενο βήμα στις ΗΠΑ για ανάλογα αδικήματα θα είναι προφανώς η επιβολή θανατικής ποινής. Η μουσική σκοτώνει τους πειρατές!
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
Άκυρη η απόλυση υπαλλήλου λόγω υβριστικής συμπεριφοράς του εργοδότη
Δικαστήριο διέταξε την επαναπρόσληψη οδηγού καπνοβιομηχανίας, αφού έκριναν ότι η απόλυσή του κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική, επειδή έγινε αποκλειστικά λόγω της ιδιοτροπίας της εργοδότριάς του και της υβριστικής και προσβλητικής συμπεριφοράς της απέναντί του. Ο “απολυμένος” οδηγός, δικαιούται σύμφωνα με το δικαστήριο, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που δέχθηκε, μισθοί υπερημερίας αλλά και άμεση επαναπρόσληψη. Σε περίπτωση δε, που δεν επαναπροσληφθεί, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας θα υποχρεωθεί να του καταβάλλει μηνιαίως χρηματική ποινή 500 ευρώ, ενώ θα του επιβληθεί φυλάκιση δέκα ημερών για κάθε μήνα που θα αρνείται την επαναπρόσληψή του. Ο απολυθείς είχε προσληφθεί τον Οκτώβριο του 2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως οδηγός σε γνωστή ελληνική καπνοβιομηχανία. Αρχικά, ήταν προσωπικός οδηγός του βασικού μετόχου της, για διεκπεραίωση των προσωπικών υποθέσεών του και εξωτερικών εργασιών, αλλά μετά το θάνατο του βασικού μετόχου το 2009, ο οδηγός διατέθηκε για την εξυπηρέτηση της χήρας και της κόρης τού εκλιπόντα.
Ένα πρωί η χήρα έστειλε τον οδηγό σε μια Τράπεζα να παραλάβει ένα φάκελο από μία τραπεζοϋπάλληλο. Η τελευταία είπε στον οδηγό ότι υπάρχει ένας φάκελος και για την κόρη τής χήρας, ο οποίος θα σταλεί υπηρεσιακά. Όμως, η χήρα πήρε στο τηλέφωνο τον οδηγό, τον εξύβρισε, ζητώντας του εξηγήσεις γιατί δεν πήρε και το φάκελο της κόρης της και προσέθεσε: “Σε έχω απολύσει, μην πας να παραπονεθείς”, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε αυθημερόν η επίδοση τής απόλυσής του.Σύμφωνα με τους δικαστές, η απόλυση έγινε με “εμπαθή ελατήρια”, καθώς η χήρα “από αδικαιολόγητη ιδιοτροπία θεώρησε τον οδηγό υπεύθυνο της μη παραλαβής του φακέλου της κόρης της.” Κατόπιν αυτών η απόλυση κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική. (Πηγή: www.enet.gr)
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Προσωρινή Δικαίωση για 410 Συμβασιούχους του Δ. Αθηναίων
Με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κι άλλοι 410 συμβασιούχοι του δήμου Αθηναίων θα παραμείνουν στην εργασία τους. To Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, με προσωρινή διαταγή, αποδέχτηκε σχετικό αίτημα των 410 εργαζομένων και διέταξε τον δήμο να διατηρήσει τους συμβασιούχους στις θέσεις εργασίας τους και μετά τη λήξη των συμβάσεων τους, στο τέλος του μηνός. Mε αντίστοιχη προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου πριν λίγες μέρες, είχαν πετύχει την παραμονή στην εργασία τους κι άλλοι 200 συμβασιούχοι στον τομέα καθαριότητας του δήμου Αθηναίων. Η προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου επιτρέπει στους εργαζόμενους να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι τη συζήτηση των προσφυγών τους, τον Οκτώβριο, οπότε και θα κριθεί η υπόθεσή τους. Ενώ την ημέρα της συζήτησης το δικαστήριο μπορεί να παρατείνει την παραμονή των εργαζομένων στις υπηρεσίες του δήμου μέχρι την έκδοση της απόφασης του. (Πηγή: www.enet.gr)
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011
Άρειος Πάγος: Άκυρη και καταχρηστική η απόλυση μητέρας γιατί μπορεί να ξανάμενε έγκυος
Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η καταγγελία σύμβασης εργασίας μιας μητέρας, η οποία απολύθηκε μόλις έληξε η προστασία της μητρότητας που της παρέχει η εργατική νομοθεσία, επειδή μπορούσε, λόγω της ηλικίας της, να μείνει και πάλι έγκυος στο μέλλον, είναι άκυρη και καταχρηστική.
Η βοηθός μικροβιολόγου ήταν ανύπαντρη όταν προσελήφθη και στη συνέχεια παντρεύτηκε και έμεινε έγκυος, αλλά όλο το διάστημα της κυήσεώς της παρέμεινε κλινήρης λόγω επιπλοκής στην εγκυμοσύνη. Έλαβε άδεια τοκετού και λοχείας τρεις μήνες πριν τον τοκετό και 3,5 μήνες μετά, δηλαδή 17 εβδομάδες (4 μήνες περίπου) περισσότερο από ό,τι προβλέπει η εργατική νομοθεσία, ενώ όλο αυτό το διάστημα της κύησης και της λοχείας πληρωνόταν κανονικά. Μετά τη λήψη της άδειας μητρότητας η βοηθός μικροβιολόγου είχε μειωμένο ωράριο εργασίας και προσερχόταν μία ώρα αργότερα και αποχωρούσε και πάλι μία ώρα νωρίτερα. Όμως αιφνιδιαστικά την 1η Νοέμβριου 2005 η μικροβιολόγος απολύθηκε. (Πηγή; www.enet.gr)
Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011
Ζητήματα Αντισυνταγματικότητας για το Νέο Τέλος Ακινήτων
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, καθώς και ο Σύλλογος Ελλήνων Φορολογουμένων μελετά όλες τις νομικές δυνατότητες που υπάρχουν για να αντιμετωπίσει ο πολίτης, το νέο χαράτσι. Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», ο Ευστάθιος Μπακάλης, δικηγόρος και φορολογικός σύμβουλος στο ΔΣΑ, υπογραμμίζει πως κατ' αρχήν παρατηρείται μια «αγωνιώδης προσπάθεια να θεμελιωθεί ο "ανταποδοτικός" χαρακτήρας του προσχηματικώς καλούμενου "τέλους", ενώ παράλληλα δεν επιδεικνύεται ουδεμία μέριμνα για την πραγματική προστασία της ιδιοκτησίας».Υπενθυμίζοντας ότι η ακίνητη περιουσία φορολογείται ήδη με την επιβολή αρκετών φόρων [Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), Φόρος Μεταβιβάσεως Ακινήτων (ΦΜΑ), Φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής κ.ά.], καταλήγει πως η «παραπάνω συνολική φορολογική επιβάρυνση, που αυξάνεται με την επιβολή του Ειδικού Τέλους Ακινήτων, δημιουργεί αφόρητη πίεση στην ακίνητη ιδιοκτησία και συρρικνώνει την αξία της. Η διαρκής σύνδεση φορολογικών βαρών με την ακίνητη περιουσία προσλαμβάνει δημευτικές διαστάσεις, εγείροντας σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας».Παράλληλα, «ζητήματα νομιμότητας εγείρει και η διαδικασία εισπράξεως μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, αφού τυχόν αδυναμία, απροθυμία, ή αδιαφορία του ιδιοκτήτη, που εκμισθώνει το ακίνητο, θα καταδικάσει τον μισθωτή στη δυσμενέστατη συνέπεια της διακοπής της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος». Εκτός, λοιπόν, από τις συνήθεις κυρώσεις για τη μη τήρηση φορολογικών υποχρεώσεων, «εφευρίσκεται και ένας επιπλέον μοχλός πίεσης. Η στέρηση ενός κοινωνικού αγαθού, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα».Το μόνο μέσο άμυνας είναι η προσφυγή στα δικαστήρια. «Εντούτοις, κάτι τέτοιο είναι σχετικό, λόγω εγγενών αδυναμιών του υπάρχοντος συστήματος. Κατ' αρχάς, η άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά του Ειδικού Τέλους δεν αναστέλλει την υποχρέωση καταβολής του. Ο δε χρόνος της προσφυγής αυτής ανάγεται στο μακρινό μέλλον (4-5 έτη), με μόνη ελπίδα την εισαγωγή μιας υποθέσεως απευθείας προς εκδίκαση στο ΣτΕ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, κατ' εφαρμογή του Ν. 3900/2010».«Ως άμεση αντιμετώπιση, πάντως, προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία, με την επίκληση της ανεπανόρθωτης βλάβης, συγκεντρώνει πιθανότητες ευδοκιμήσεως σε περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται μεν ιδιοκτησιακό δικαίωμα, έστω και ουσιώδες, όχι όμως και αντίστοιχη απόκτηση εισοδημάτων και, συνακόλουθα, οικονομική ρευστότητα, εν όψει και των λοιπών -φορολογικών και μη- υποχρεώσεων του φορολογουμένου».Ο ΔΣΑ, έχοντας διατρανώσει την αντίθεσή του «στη φορολογική στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας, η οποία, ως εύκολη λύση, βάλλεται διαχρονικά», θα εξετάσει όλες τις νομικές δυνατότητες προστασίας έναντι τέτοιων νομοθετικών επιλογών, «στεκόμενος στο πλευρό, όχι μόνο των μελών του, αλλά και εν γένει της κοινωνίας».Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Εμμ. Χασιώτης, δικηγόρος στο Σύλλογο Ελλήνων Φορολογούμενων και τον Αρειο Πάγο, τονίζει πως το νέο ειδικό τέλος «παρουσιάζει προβλήματα συνταγματικότητας», καθώς «η ίδια η φύση του δεν συμβαδίζει με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματός μας καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ)».Ειδικότερα, «η επιβολή του δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη. Ο φόρος για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος». Επιπλέον, «παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας. Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση για την ίδια αιτία. Η διπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου». (Πηγή: www.tvxs.gr)
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
Ανεργία: Αύξηση 22% σε Σχέση με Πέρυσι
Για μικρή κάμψη στον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων τον Αύγουστο σε σύγκριση με τον Ιούλιο κάνει λόγο ο ΟΑΕΔ. Ο οργανισμός καταγράφει 693.329 ανέργους για τον Αύγουστο, αριθμός μειωμένος κατά 0,9% σε σύγκριση με τον Ιούλιο, όμως σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2010 διαπιστώνεται αύξηση 22%, καθώς προστέθηκαν στον κατάλογο 125.000 άνεργοι.
Στη διάρκεια του Αυγούστου ο ΟΑΕΔ κάνει λόγο για 50.443 προσλήψεις, αριθμός μειωμένος κατά 38% και κατά 4,2% σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2011 και τον Αύγουστο του 2010. Στο σύνολο των εγγεγραμμένων ανέργων το 62,6% ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 30-54 ετών, ενώ το 60% των ανέργων είναι γυναίκες. Την ίδια ώρα, απαισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις των εργοδοτών για το δ΄ τρίμηνο του 2011, σύμφωνα με έρευνα για τις προοπτικές απασχόλησης, την οποία δημοσιοποίησε η ManpowerGroup. Όπως προκύπτει από την έρευνα, ο δείκτης των συνολικών προοπτικών απασχόλησης διαμορφώνεται στο -13% υποδεικνύοντας ότι περισσότεροι είναι οι εργοδότες που προβλέπουν μείωση από αυτούς που προβλέπουν αύξηση των θέσεων εργασίας. Ο δείκτης παρουσιάζεται μειωμένος κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010, καταγράφει μείωση τριών ποσοστιαίων μονάδων.
Συνολικά, οι εργοδότες και στους εννέα τομείς της ελληνικής οικονομίας δηλώνουν ότι ο αριθμός των ατόμων που απασχολούν θα μειωθεί μέσα στο προσεχές τρίμηνο, με τις πλέον απαισιόδοξες εκτιμήσεις να προέρχονται από τον χώρο του Τουρισμού (-24%) και των Κατασκευών (-23%). Ωστόσο, σχεδόν δύο στους τρεις εργοδότες που συμμετείχαν στην έρευνα, δηλώνουν την πρόθεση τους να διατηρήσουν τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ποσοστό 9% των εργοδοτών αναμένουν αύξηση στον αριθμό των ατόμων που απασχολούν, το 22% μείωση ενώ το 64% δεν προβλέπει καμία μεταβολή στον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων. (Πηγή: www.tvxs.gr)
Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011
Επικύρωση των Παράνομων Ατομικών Συμβάσεων Εργασίας
Υπό το κράτος των συνεχών πιέσεων της τρόικας, η οποία έχει υιοθετήσει πλήρως τα σχετικά εγχώρια εργοδοτικά αιτήματα, το υπουργείο Εργασίας προχωρεί σε νέα αναθεώρηση του εργατικού δικαίου. Στην επικύρωση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, μέσω των οποίων πολλές επιχειρήσεις μείωσαν -εντελώς παράνομα- τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, προσανατολίζεται η κυβέρνηση.
Μετά την καθιέρωση των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων του περασμένου Δεκεμβρίου, μέσω των οποίων επιτρέπεται η βύθιση των αποδοχών κάτω των κλαδικών συμβάσεων και, ακολούθως, την πρόβλεψη για σύναψη ειδικών συμβάσεων ακόμη και με τις εργασιακές επιτροπές (σε επιχειρήσεις κάτω των 30 ατόμων), όπου εκφράζεται μόλις το 25% των μισθωτών, τώρα εξετάζεται η σύναψη επιχειρησιακής «σύμβασης» με ατομικές υπογραφές επί λίστας εργαζομένων...
Θα μπορεί δηλαδή ο εργοδότης στις επιχειρήσεις που απασχολούν κάτω από 50 ατόμα (όπου εργάζεται το 90% των μισθωτών) να καλεί έναν έναν προσωπικά τους εργαζόμενους και να τους υποδεικνύει να (απο)δεχτούν τη μείωση των αποδοχών. Οταν συγκεντρωθεί το 50% συν μία των υπογραφών, η σχετική «σύμβαση» θα ισχύει αυτόματα στο σύνολο του προσωπικού..
Προς τούτο είναι ενδεικτικές οι δηλώσεις του υπουργού Εργασίας Γ. Κουτρουμάνη στη Θεσσαλονίκη (στη διάρκεια της συνέντευξης του πρωθυπουργού), ο οποίος διαπίστωσε ότι «δυστυχώς, έχουν κυριαρχήσει οι ατομικές συμβάσεις» και ότι ο εργαζόμενοι «δεν πληρώνονται τις αποδοχές τους...». Ενώ όλα αυτά είναι παράνομα και αντί η πολιτεία να στείλει τα εποπτικά και ελεγκτικά της όργανα, όπως για παράδειγμα το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), να κάνουν τους αναγκαίους ελέγχους και να εφαρμοστούν οι κείμενοι νόμοι, τελικά υποκύπτει στην εργασιακή ζούγκλα και τη νομιμοποιεί. «Χρειάζεται επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας», δήλωσε ο κ. Κουτρουμάνης. Ωστόσο, το υπό εκκόλαψη σχέδιο διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και πλήρους κυριαρχίας των ατομικών συμβάσεων -οι οποίες θα έχουν σαν κατώφλι μόνο τον κατώτατο μισθό της ΓΣΕΕ (751 ευρώ) ή 20% χαμηλότερα για τους νέους κάτω των 25 ετών- αναμένεται να αποτελέσει και τη σπίθα στις σχέσεις με την Εργατική Συνομοσπονδία. Πόσο μάλιστα όταν ο κ. Κουτρουμάνης προέρχεται από τα σπλάχνα του συνδικαλιστικού κινήματος... (Πηγή: www.enet.gr)
Ετικέτες
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ,
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011
ΗΠΑ: Άκυρη η Απόλυση Μισθωτών που Σχολίασαν Δυσμενώς στο Facebook τις Συνθήκες Εργασίας τους
Στις Η.Π.Α. απόφαση της Εθνικής Επιτροπής για τις Εργασιακές Σχέσεις (NLRB – National Labor Relations Board) κήρυξε παράνομη την απόλυση πέντε εργαζομένων από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Hispanics United of Buffalo εξαιτίας της δημοσίευσης αρνητικών σχολίων για το εργασιακό περιβάλλον τους.
Το θέμα ξεκίνησε όταν ένας εργαζόμενος στην οργάνωση κατέφυγε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του προς έναν συνάδελφο, τον οποίο είχε ακούσει να επικρίνει άλλους εργαζομένους για την εργασιακή τους απόδοση.
Η συγκεκριμένη ανάρτηση έγραφε: «Ένας συνάδελφος πιστεύει ότι δεν εξυπηρετούμε αρκετά καλά τους πελάτες εδώ στη HUB. Εγώ όμως το κάνω! Συνάδελφοι τί πιστεύετε;». Το αρχικό post έγινε κατόπιν αντικείμενο σχολίων από άλλους εργαζομένους στην οργάνωση, που υπερασπίζονταν τον τρόπο εργασίας και τη διαγωγή τους προς τους πελάτες, ενώ διατύπωσαν μομφές κατά του εργασιακού φόρτου και της έλλειψης ικανοποιητικού αριθμού υπαλλήλων. Μόλις η HUB αντιλήφθηκε το συμβάν, απέλυσε τους πέντε υπαλλήλους που συμμετείχαν στα comments, με την αιτιολογία της παρενόχλησης του εργαζόμενου που έκανε το αρχικό σχόλιο.
Μία εκ των απολυθέντων υπαλλήλων προσέφυγε στο γραφείο της NLRB, ισχυριζόμενος ότι η οργάνωση παραβίαζε με τον τρόπο αυτό την άσκηση των εργασιακών δικαιωμάτων που τους εγγυάται η εργατική νομοθεσία (National Labor Relations Act). Η υπόθεση έφτασε μέχρι τον διοικητικό δικαστή, ο οποίος σε απόφαση που εξέδωσε στις 2 Σεπτέμβρη, δικαίωσε την προσφεύγουσα θεωρώντας ότι οι εργαζόμενοι έχουν κάθε δικαίωμα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους απόψεις για τις συνθήκες εργασίας τους. Η συνομιλία τους λοιπόν στο Facebook αποτελεί προστατευόμενη δραστηριότητα κατά το νόημα του εβδόμου παραρτήματος της εργατικής νομοθεσίας (Section 7 of the National Labor Relations Act), διότι ακριβώς αναφέρεται στο περιβάλλον και τους όρους παροχής εργασίας και καλύπτει τόσο την εργασιακή απόδοση όσο και την εκτίμηση για την επάρκεια του προσωπικού. Η συζήτηση για να υπάγεται στην παραπάνω έννοια πρέπει να αναφέρεται σε προβληματισμούς που διατυπώνουν έστω μερικοί –όχι μόνο ένας- υπάλληλοι της εταιρείας, μεταξύ τους ή δημοσίως, σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης, και οι οποίοι αφορούν τους υπάρχοντες όρους εργασίας και ενδεχόμενες βελτιώσεις. Στο διατακτικό της απόφασης, το δικαστήριο υποχρεώνει την οργάνωση να επαναπροσλάβει τους παρανόμως απολυθέντες εργαζομένους, να τους καταβάλλει αναδρομικά μισθούς για το διάστημα που δεν εργάστηκαν καθώς και να αναρτήσει μια ανακοίνωση στην υπηρεσία της που να ενημερώνει τους εργαζομένους για τα δικαιώματά τους.
Πηγή: www.lawnet.gr
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011
ΟλΑΠ 9/2011: Καταρχήν Νόμιμη η Άρνηση του Εργοδότη να Επαναπασχολήσει Ακύρως Απολυθέντα Μισθωτό!
Με μία άκρως αντεργατική και - κατά τη γνώμη μου - νομικά ανερμάτιστη απόφασή της (9/2011), η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκρινε ότι στην περίπτωση κατά την οποία αναγνωριστεί ως άκυρη η καταγγελία σύμβασης εργαζομένου από την πλευρά του εργοδότη, η υποχρέωση του τελευταίου για αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας. Αντιθέτως, η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού σε περίπτωση άκυρης απόλυσης, καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Με άλλα λόγια, η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν συνιστά κατά τη γνώμη της Ολομέλειας επαρκή λόγο για τη θεμελίωση υποχρέωσης του εργοδότη να επαναπασχολήσει το μισθωτό, αλλά ο τελευταίος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει επιπλέον πραγματικά περιστατικά που καθιστούν την άρνηση του εργοδότη καταχρηστική (!). Θεωρείται δηλαδή - παρά την ακύρωση της απόλυσης - καταρχήν νόμιμη η μη αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, εκτός να συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, τους οποίους πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ίδιος ο μισθωτός.
Σαφώς ορθότερη η άποψη της μειοψηφίας (μόλις δύο μελών του Δικαστηρίου), σύμφωνα με την οποία, όταν, η άρνηση του εργοδότη να απασχολεί το μισθωτό εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σε περίπτωση που η καταγγελία προσβάλλεται ως άκυρη, η άρνηση για πραγματική απασχόληση υπονοείται αυτόχρημα παράνομη. Οπότε ο μισθωτός, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την εκ νέου πραγματική απασχόληση αυτού εκ μέρους του εργοδότη, αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιστατικά επί των οποίων ερείδεται η ακυρότητα και δεν απαιτείται να προσθέσει περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ή αδικοπραξία σε βάρος του ή παράνομο αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Διότι όλα αυτά, λόγω της διαταραχής της ομαλής λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας που εκδηλώθηκε με τη άκυρη καταγγελία, ενυπάρχουν στον περί ακυρότητας ισχυρισμό και στους λόγους που τον θεμελιώνουν και που καθιστούν ταυτόχρονα παράνομη την, ήδη εκδηλωθείσα, άρνηση για πραγματική απασχόληση. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από τον ορισμό του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με τον οποίο "ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι του, που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου, του οποίου η απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση". Η απόδοση ποινικής απαξίας στην εν λόγω συμπεριφορά του εργοδότη, που είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, ιδρύει, μετά τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση αυτού να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον ακύρως απολυθέντα μισθωτό και καθιστά άνευ ετέρου παράνομη την άρνηση του να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή.
Διακοπές τέλος και για το blog. Καλό χειμώνα σε όλους!
Διακοπές τέλος και για το blog. Καλό χειμώνα σε όλους!
Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011
ΔΣΑ: Ενημερωτικό Σημείωμα για το Νέο Καθεστώς των Δικηγόρων
Ο ΔΣΑ εξέδωσε ενημερωτικό σημείωμα για τα νέα δεδομένα, που δημιουργούν στην παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών οι σχετικές διατάξεις του Ν. 3919/2011 και του Ν. 3943/2011, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:
"Τα κατωτέρω διατυπώνονται με την επισήμανση ότι πρόκειται για νεοεισαγόμενες νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες αφενός δεν έχουν τύχει αυθεντικής ερμηνείας και αφετέρου δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη. Ως εκ τούτου, διά του παρόντος επιχειρείται μια συνοπτική περιγραφή του πλαισίου εφαρμογής του νέου καθεστώτος κατά τα ουσιώδη σημεία του και καταγράφονται κάποιες απόψεις ως προς τη δέουσα φορολογική αντιμετώπιση του ζητήματος, οι οποίες παρίστανται ορθολογικές με βάση τα όσα είχαν γίνει δεκτά έως σήμερα.
· Το γραμμάτιο παύει να συνδέεται με την προείσπραξη αμοιβής και εκδίδεται πλέον αποκλειστικώς για λόγους υπολογισμού και καταβολής των πάσης φύσεως κρατήσεων υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου των Ασφαλιστικών Ταμείων, του Ταμείου Συνεργασίας και του Διανεμητικού Λογαρισμού.
· Υπόχρεος προς καταβολή των κρατήσεων είναι ο ίδιος ο Δικηγόρος, πλην της περιπτώσεως της έμμισθης εντολής, όπου υπόχρεος προς καταβολή είναι ο εντολέας, ευθύνεται όμως εις ολόκληρον και ο Δικηγόρος.
· Δεδομένου αφενός ότι το ανωτέρω γραμμάτιο δεν συνδέεται με αμοιβή και αφετέρου ότι υπόχρεος προς καταβολή των κρατήσεων είναι ο ίδιος ο Δικηγόρος, επί του γραμματίου αυτού δεν υπολογίζεται Φ.Π.Α. από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, όπως επιβεβαιώνει προφορικώς και η Διεύθυνση Φ.Π.Α. του Υπουργείου Οικονομικών.
· Για την προκαταβολή φόρου 15%, εκκρεμεί έκδοση Κ.Υ.Α. Η πρόταση της Ολομέλειας Προέδρων Δ.Σ. είναι να συντελείται η ανωτέρω προκαταβολή μέσω του Δικηγορικού Συλλόγου, να περιορίζεται στις δικαστηριακές πράξεις και να υπολογίζεται μόνο επί του ποσού της «νόμιμης αμοιβής» (όχι στην επιπλέον αμοιβή, όχι στις εξώδικες, όχι στα συμβόλαια) όπως και θα γίνεται μέχρι και την έκδοση της Κ.Υ.Α.
· Ανεξαρτήτως του ύψους της συμφωνηθείσης αμοιβής, οι κρατήσεις υπολογίζονται πάντοτε επί των «ποσών αναφοράς», που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 96 και 161 του Κ.Δ. όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 ν.3919/2011(ΦΕΚ32/2.4.2011)
· Δεν υπάρχουν πλέον ελάχιστες αμοιβές, αλλά η αμοιβή συμφωνείται ελεύθερα μεταξύ Δικηγόρου και εντολέως.
· Η αμοιβή του Δικηγόρου καθορίζεται με έγγραφη συμφωνία ή, ελλείψει αυτής, ισχύουν ως «νόμιμες αμοιβές», τις οποίες αυτός μπορεί να αξιώσει και δικαστικώς, οι αμοιβές της Κ.Υ.Α. 1117864/2297/Α0012/07.12.2007 (Φ.Ε.Κ. 2422 Β’) ή οι αμοιβές των διατάξεων των άρθρων 100 επ. του Κ.Δ.
· Η έλλειψη έγγραφης συμφωνίας δεν συνδέεται με την επιβολή κυρώσεων, ιδίως φορολογικών.
· Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20§7 του Ν. 3943/2011, μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους ο Δικηγόρος υποχρεούται να υποβάλει στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιφέρειας, όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα, κατάσταση των εγγράφων συμφωνιών, που έχει συνάψει με τους εντολείς του κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ. του κάθε εντολέως του, η δικηγορική υπηρεσία που παρασχέθηκε και η συμφωνηθείσα αμοιβή.
· Στα συμβόλαια δεν προβλέπονται «νόμιμες αμοιβές» και, κατά συνέπεια, ελλείψει έγγραφης συμφωνίας, δεν υπάρχει συγκεκριμένο ποσό αμοιβής, το οποίο δύναται να αξιώσει ο Δικηγόρος.
· Σε περίπτωση λήψεως της «νόμιμης αμοιβής» σε δικαστηριακές πράξεις, ο Δικηγόρος δεν μπορεί να αφαιρέσει από αυτή ως εισόδημα το ποσό των κρατήσεων, που κατέβαλε στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, διότι πρόκειται για δύο αυτοτελή συστήματα υπολογισμού: ένα για τον υπολογισμό της αμοιβής του Δικηγόρου και ένα ανεξάρτητο - μη συνδεόμενο με την αμοιβή – για τον υπολογισμό των κρατήσεων, υπόχρεος δε για την καταβολή των τελευταίων είναι ο ίδιος ο Δικηγόρος.
· Εάν ο Δικηγόρος συμφωνήσει να λάβει το ποσό των κρατήσεων από τον εντολέα επιπλέον της αμοιβής του και εντάξει το ποσό αυτών στην Α.Π.Υ. του, τότε ο Φ.Π.Α. επιβάλλεται επί του συνολικού ποσού της Α.Π.Υ. (αμοιβή + κρατήσεις), αλλά ως ακαθάριστο εισόδημα θεωρείται μόνο η αμοιβή, ήτοι από το συνολικό ποσό της Α.Π.Υ. αφαιρούνται οι κρατήσεις, κατ’ επίκληση των παλαιών ΠΟΛ. 1035/2001 και 1220/2001".
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011
Ολομέλεια ΑΠ 7/2011: Η Απόφαση για τους Συμβασιούχους
... Ι. Με την απόφαση 33/2007 της Α' Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια ο μοναδικός λόγος κατά το άρθρο 560 αριθ.1 του Κ.Πολ.Δ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 5766/2002 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, γιατί κρίθηκε ότι τίθενται τα γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητήματα: "Εάν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, κατά τον ορθό εκ μέρους του ουσιαστικού Δικαστηρίου χαρακτηρισμό της όλης έννομης σχέσης παροχής εργασίας εξαρτημένης, η αναγνώριση κυρίως ή παρεμπιπτόντως του πραγματικού χαρακτήρα της ίδιας έννομης σχέσης ως αορίστου χρόνου, όταν πρόκειται για συνεχείς - διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που κάλυπταν καθόλο το ένδικο διάστημα πάγιες και διαρκείς όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, και η συμφωνημένη κάθε φορά ορισμένη διάρκεια επιβαλλόταν από το νόμο ή από τον κανονισμό λειτουργίας του εργοδότη - αναιρεσιβλήτου που έχει ισχύ νόμου".
ΙΙ. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (ουσιαστικού), που κατά το αναιρετήριο παραβιάστηκε (Ολ.Α.Π. 28/1998). Η παράβαση δε του νόμου με την προαναφερθείσα έννοια κρίνεται κατ' αρχή σε σχέση με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, με την προϋπόθεση όμως ότι το δίκαιο αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρεπτά ρυθμίζει την επίδικη έννομη σχέση όταν ανάγεται στο παρελθόν. Εξάλλου η φύση της σύμβασης ή της δικαιοπραξίας, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτή οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση που στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 559 ή 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006 και 19/2007, η δεύτερη καθόσον αφορά μόνο το μέχρι την 17.4.2001 χρονικό διάστημα και όχι το μεταγενέστερο που άρχισαν να ισχύουν οι προστεθείσες παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος), αλλά ούτε και από εσωτερικό κανονισμό της υπηρεσίας του εργοδότη είτε ανήκει στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και εάν ο κανονισμός αυτός έχει αποκτήσει ισχύ νόμου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ' έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του (Ολ.Α.Π.30/1998). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης εξαφανίσει την πρωτόδικη οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης "κατ' ουσίαν", υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη (Ολ.Α.Π.654/1984), είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση. Αλλά και στην περίπτωση, που η αγωγή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ' αποδοχή αντίστοιχου λόγου έφεσης του εναγομένου έκρινε ότι η αγωγή ήταν νομικά αβάσιμη, με βάση επίσης το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (και δεν μεσολάβησε άλλος νεώτερος νόμος με αναδρομική εφαρμογή), όταν στη συνέχεια το Εφετείο προβεί στην κατ' άρθρ. 535 του Κ.Πολ.Δ. εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το κατά το ίδιο άρθρο 535 Κ.Πολ.Δ. στάδιο της "κατ' ουσίαν" εκδίκασης της υπόθεσης, δεν εξικνείται περαιτέρω επεκτατικά, πέραν της απόρριψης της αγωγής ως νομικά αβάσιμης, με βάση το αμέσως προηγηθέν πόρισμά του της παραδοχής του λόγου της έφεσης και με βάση τις ίδιες διατάξεις που κρίθηκε το βάσιμο του ίδιου λόγου, και όχι με την παράλληλη εφαρμογή άλλων νεώτερων διατάξεων, που δεν έχουν αναδρομική ισχύ αλλά και δεν καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση. Περαιτέρω, ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), που ιδρύθηκε με το Β.Δ. από 20/29 -12-1958 (αρθρ. 1,3 και 5), εκδοθέν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.Δ. 3865/1958, δυνάμει του Π.Δ. 228/1999 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, η οποία, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν.2414/1996 "Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις" και του Κ.Ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, επί πλέον δε από το άρθρο 5 παρ. 1 του καταστατικού της προβλέπεται, ότι οι μετοχές της εταιρίας θα εκδοθούν στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου και συνεπώς ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο Τομέα. Ο ΟΠΑΠ διέπεται από Εσωτερικό Κανονισμό Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας των Υπηρεσιών του, ο οποίος εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 10 του Α.Ν.127/1967, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 391/1974, εγκρίθηκε με την 2084/ 1986 απόφαση Υπ. Πολιτισμού και δημοσιεύτηκε (ΦΕΚ Β 770/31-10-1986) και συνεπώς έχει ισχύ νόμου. Κατά τον Κανονισμό αυτό, το προσωπικό του ΟΠΑΠ συνδέεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό, έκτακτο και ευκαιριακά απασχολούμενο (το άρθρο 13). Τακτικό είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται για την πλήρωση των προβλεπομένων οργανικών θέσεων (άρθρο 14) και του οποίου η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου (άρθρο 48 παρ. Ια'). Έκτακτο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων εποχιακών ή έκτακτων αναγκών. Ευκαιριακά απασχολούμενο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση μιας ημέρας για τις ανάγκες της καταμέτρησης και διαλογής του δελτίου ή σε παρεμφερείς εργασίες στις ημέρες που διεξάγονται οι διαγωνισμοί του ΠΡΟ-ΠΟ. Η πρόσληψη του έκτακτου προσωπικού γίνεται από τον Οργανισμό με επιλογή και αξιολόγηση των κατατεθέντων στοιχείων καθενός με απόφαση του Συντονιστή Διευθυντή και οριστικοποιείται με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης εργασίας από το ενδιαφερόμενο μέρος (άρθρο 17 παρ. 2 και 3). Η πρόσληψη του ευκαιριακά απασχολούμενου προσωπικού για την κάλυψη των αναγκών του Οργανισμού κατά τις ημέρες διεξαγωγής των διαγωνισμών, γίνεται με πάγια απόφαση του Δ.Σ. και η τελική επιλογή του γίνεται από τον Συντονιστή Διευθυντή, χωρίς να χρειάζεται η υπογραφή σύμβασης εργασίας (άρθρο 17 παρ. 4). Εξάλλου, ανεξάρτητα από την επακολουθήσασα υπ' αριθ. 1999/70 Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και η ισχύς της άρχισε σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής στις 10.7.2001, ενσωματώθηκε δε στην Ελληνική έννομη τάξη στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003, στην Ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή "οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου".
Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά ανάγκες της υπηρεσίας πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου ή τον έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου(ΑΕΔ3/2001, ΑΠ Ολ. 6/2001). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του ΟΠΑΠ με ορισμένου χρόνου διαδοχικές συμβάσεις μίας ημέρας σε εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των υπηρεσιών του έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης (με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ). Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο της αγωγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είχαν προσληφθεί ως καθαρίστριες από τον ΟΠΑΠ- ήδη ΟΠΑΠ Α.Ε., καθολική διάδοχο του - ότι από την πρόσληψή τους (10-3-1991 και 01.3.1990) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους (22-1-1998) παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρες ωράριο εργασίας, με πενθήμερη απασχόληση από 5.30 έως 13.30 (νόμιμο ωράριο εργασίας), καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. 'Οτι η σύμβαση εργασίας τους, δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα κάθε φορά μιας ημέρας όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, για τους λόγους ότι όλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής τους σχέσης καλύπτουν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες, όπως άλλωστε αρμόζει στην ίδια τη φύση της εργασίας τους, και συνεχίζουν να εργάζονται στο εναγόμενο, όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους. Ότι, οι επικαλούμενες από το εναγόμενο ως άνω συμβάσεις άλλως παρατάσεις ορισμένου χρόνου, τις οποίες αποκρούουν ως τέτοιες, έγιναν προς καταστρατήγηση του Ν. 2112/1920 και των νόμων που υποχρεώνουν την τήρηση των ΣΣΕ, την καταβολή αδειών, επιδομάτων αδείας κ.λ.π., κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αρα, όλες οι ανωτέρω συμβάσεις, για κάθε μία ενάγουσα, συνιστούν μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Απέκρουσαν δε, ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, την οποία επιχείρησε ο ΟΠΑΠ και συνίστατο σε μείωση των ήμερων εργασίας αρχικά από 5 σε 4 και στη συνέχεια από 4 σε 3, που αυτές δεν αποδέχθηκαν. Ζήτησαν δε με την αγωγή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Ο.Π.Α.Π. που συνεχίζει να τις απασχολεί επί 3 ημέρες την εβδομάδα μέχρι την άσκηση της αγωγής, να καταβάλει σ'αυτές τις διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.10.1995 μέχρι 31.12.1997 που τις περιέκοψε, αφού παρεμπιπτόντως αναγνωρισθεί αναγκαίως ότι κατά το ίδιο ένδικο χρονικό διάστημα των ζητούμενων διαφορών η έννομη σχέση που τις συνδέει με τον εναγόμενο ήταν αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι σε προγενέστερο χρόνο άσκησαν κατά του εναγομένου και την από 21.12.1995 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση που τις συνδέει με τον αναιρεσίβλητο εργοδότη, όπως εξελίχθηκε και λειτουργούσε καθόλη τη διάρκειά της, είναι παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η ένδικη αγωγή συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε την 27.4.1998 η υπ' αριθ. 574/1998 απόφαση που την έκρινε ως νόμιμη και βάσιμη κατ' ουσία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920, 281, 671 Α.Κ. Κατά της απόφασης εκείνης ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του αναιρεσίβλητου και εκδόθηκε την 3.9.2002 η υπ'αριθ. 5766/2002 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό δέχθηκε αντίστοιχο λόγο της έφεσης ως προς την νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κρίνοντας ότι η αγωγή δεν ήταν νομικά βάσιμη στο πλαίσιο εφαρμογής αποκλειστικά των ίδιων ως άνω διατάξεων, γιατί "η σύναψη της ένδικης σύμβασης ως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας του εναγομένου που έχει ισχύ νόμου και δεν μπορεί κατ' ακολουθία να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών - εναγουσών έστω και αν χρησιμοποιήθηκαν αυτές για την εκτέλεση εργασίας που εξυπηρετούσε μόνιμες λειτουργικές ανάγκες του εργοδότη".
Στη συνέχεια δε, αφού δέχθηκε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσίβλητου και εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νομικά αβάσιμη, χωρίς να προσφύγει, (αφού δεν είχε κατά τα προαναφερθέντα και αντίστοιχη δυνατότητα), στις εκ των υστέρων και μετά την κατά την 27.4.1998 έκδοση της πρωτόδικης απόφασης θεσπιθείσες διατάξεις της υπ' αριθ. 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και στις διατάξεις του Ν.2190/1994, όπως ισχύουν μετά το Ν. 2527/1997 και στην έκταση που με την θέσπιση της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος απέκτησαν από τις 18.4.2001 συνταγματικό κύρος, αφού δεν προκύπτει από αυτές η δυνατότητα ρύθμισης με αναδρομική ισχύ της ένδικης έννομης σχέσης εξικνούμενης χρονικά κατά το αντικείμενό της το αργότερο μέχρι την 31.12.1997. Η αγωγή αυτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις (μέχρι της 31.12.1997), είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες κατά το χρόνο δημοσίευσης (27-4-1998) της πρωτόδικης απόφασης κανόνες δικαίου, με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής, ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις (λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεως) εργασίας των εναγουσών, είχαν προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειάς τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγουσών μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους με βάση τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού του αναιρεσίβλητου, και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παραγρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση εργασίας των αναιρεσειουσών, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο, συνεχιζόταν ακόμη και ήταν ενεργός κατά την προαναφερθείσα έναρξη ισχύος τους.
Συνεπώς το ουσιαστικό δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη, παραβίασε με την εσφαλμένη μη εφαρμογή τους, τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920 και 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ο μοναδικός, κατ' εκτίμηση από το άρθρο 560 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγος είναι βάσιμος και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, όπως και οι υπέρ αυτής ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις, στο μέτρο, που στηρίζονται αποκλειστικά στην παραβίαση των ίδιων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920 και 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, με τη μη εφαρμογή τους. Μειοψήφισαν είκοσι (20) μέλη του δικαστηρίου, ήτοι οι Αντιπρόεδροι, Ηλίας Γιαννακάκης και Θεοδώρα Γκοίνη και οι Αρεοπαγίτες, Βασίλειος Φούκας, Γρηγόριος Κουτσόπουλος, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, Παναγιώτης Κομνηνάκης, Δημήτριος Μαζαράκης, Ανδρέας Δουλγεράκης-Εισηγητής, Κωνσταντίνος Φράγκος, Σαράντης Δρινέας, Δημήτριος Τίγγας, Ιωάννης Γιαννακόπουλος, ΧριστόφοροςΚοσμίδης, Ανδρέας Ξένος, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειος Φράγγος, Νικόλαος Τρούσας, Δημήτριος Κόμης Ερωτόκριτος Καλούδης και Μιλτιάδης Σπυρόπουλος. Τα μέλη αυτά, εκτός του Δημητρίου Τίγγα, διατύπωσαν την παρακάτω γνώμη : Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 672 ΚΠολΔ και 1 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία, ρητά ή σιωπηρά, έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο, ή η λήξη της προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής σύμβασης ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Εξάλλου το άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β' του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, ορίζει ότι, οι διατάξεις του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου εφαρμόζονται και επί συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο σκοπός της διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων, περί υποχρεωτικής καταγγελίας. Η διάταξη όμως αυτή δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση ορισμένης διαρκείας καταρτίζεται υποχρεωτικώς εκ του νόμου ως τέτοια, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο καθορισμό της συμβάσεως σαν ορισμένης διάρκειας, ούτε καθίσταται αόριστου χρόνου η σύμβαση του προσληφθέντος για ορισμένο χρόνο, βάσει διατάξεως νόμου, αν αυτός χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση εργασίας, που εξυπηρετεί πάγιες ανάγκες του εργοδότη (Ολ.ΑΠ 180/1986). Περαιτέρω, ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), που ιδρύθηκε με το Β.Δ. από 20/29 -12-1958 (άρθρ. 1,3 και 5), εκδοθέν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.Δ. 3865/1958, δυνάμει του Π.Δ. 228/1999, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, η οποία, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996 "Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις" και του Κ.Ν.2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, επί πλέον δε από το άρθρο 5 παρ. 1 του καταστατικού της προβλέπεται, ότι οι μετοχές της εταιρίας θα εκδοθούν στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου και συνεπώς ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο Τομέα, διεπόταν δε, κατά την επίδικη περίοδο, από Εσωτερικό Κανονισμό Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας των Υπηρεσιών του, ο οποίος εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 10 του Α.Ν.127/1967, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 391/1974, εγκρίθηκε με την 2084/ 1986 απόφαση Υπ. Πολιτισμού και δημοσιεύτηκε (ΦΕΚ Β 770/31-10-1986), και συνεπώς έχει ισχύ νόμου. Κατά τον Κανονισμό αυτό, το προσωπικό του ΟΠΑΠ διακρίνεται σε τακτικό, που προσλαμβάνεται για την πλήρωση των προβλεπομένων σ' αυτόν οργανικών θέσεων, σε έκτακτο, που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων εποχιακών ή έκτακτων αναγκών και σε ευκαιριακά απασχολούμενο, που προσλαμβάνεται με σύμβαση διάρκειας μιας ημέρας για τις ανάγκες της καταμετρήσεως και διαλογής του δελτίου ή σε παρεμφερείς εργασίες στις ημέρες που διεξάγονται οι διαγωνισμοί του ΠΡΟ-ΠΟ (άρθρο 13), ότι η πρόσληψη του τακτικού και του έκτακτου προσωπικού, που γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ύστερα από εισήγηση του συντονιστή διευθυντή για το πρώτο και με απόφαση του συντονιστή διευθυντή για το δεύτερο, οριστικοποιείται με την υπογραφή της εργασιακής συμβάσεως από τα μέρη, ότι η πρόσληψη του ευκαιριακά απασχολούμενου προσωπικού γίνεται με επιλογή από το συντονιστή διευθυντή στο πλαίσιο πάγιας αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 17) και ότι το έκτακτο προσωπικό δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το 25% των οργανικών θέσεων (άρθρο 49). Έτσι, οι κανονιστικές αυτές ρυθμίσεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο, που να επιτρέπει την πρόσληψη από τον ΟΠΑΠ με εργασιακή σύμβαση αόριστης διάρκειας, ακόμη και του τακτικού προσωπικού του, για το οποίο προβλέπεται ο διορισμός (με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου) σε συγκεκριμένες οργανικές θέσεις για ορισμένο χρόνο (μέχρι τη συνταξιοδότηση ή τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας, άρθρο 48) και επιπλέον καθιερώνεται ο έγγραφος τύπος ως στοιχείο του κύρους της σχετικής συμβάσεως εργασίας. Η πρόσληψη σε ʽη θέσεις επιτρέπεται αποκλειστικά για την αντιμετώπιση εποχιακών ή έκτακτων ή πρόσκαιρων αναγκών και γίνεται μόνο με σύμβαση ορισμένου χρόνου και μάλιστα έγγραφη σε σχέση και με το έκτακτο προσωπικό. Επομένως, η πρόσληψη προσωπικού από τον ΟΠΑΠ για την αντιμετώπιση, είτε έκτακτων είτε τακτικών αναγκών, με σύμβαση αορίστου χρόνου, αντίκειται στις απαγορευτικές διατάξεις του, ισχύ νόμου έχοντος, ως άνω κανονισμού του, με συνέπεια οι σχετικές συμβάσεις να είναι άκυρες. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικά χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του αρθρ. 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ.2) "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ/φων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία αρχικώς προσλαμβάνονταν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη, τυπικά, πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος αλλά και της κοινής νομοθεσίας (άρθρα 56 έως 82 του π.δ.410/1988), στη συνέχεια διαπιστώνονταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, "τακτοποιούνταν" το κατά τον πιο πάνω τρόπο προσλαμβανόμενο προσωπικό, είτε με το διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, κατ' αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις, βάσει των πάγιων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας. Έτσι μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Για να αποτρέψει λοιπόν τη συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε την προμνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ' της παρ/φου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες "τακτοποίησης" προσωπικού με τον πιο πάνω τρόπο ήταν ακόμα εκκρεμείς κατά το χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 17 του ν. 2839/2000 που ακολούθησε την πρακτική ρυθμίσεων προγενέστερων διατάξεων) και προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν και χωρίς να προσκρούουν οι σχετικές για την τακτοποίηση διατάξεις του κοινού νομοθέτη σε οψιγενή "αντισυνταγματικότητα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε στο άρθρο 118 του Συντάγματος την παρ/φο 7, κατά την οποία "νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών". Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Δηλαδή ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (Ολ.ΑΠ.19/2007).
Εξάλλου, επίσης, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος-μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος-μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 23/1998). Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οιδιεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/ και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή τής κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αόριστου χρόνου. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται").
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Αλλά και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C - 212/04 της 4ης Ιουλίου 2006 διαλαμβάνει στη σκέψη 91 της αποφάσεώς του, ότι "η συμφωνία - πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών - μελών να προβλέπουν τη μετατροπή σε συμβάσεις αόριστου χρόνου των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και δεν προβλέπει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση των τελευταίων αυτών συμβάσεων". Περαιτέρω στην 94η σκέψη του δέχεται, ότι " όταν το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις στην περίπτωση που θα διαπιστωνόταν μ' όλα ταύτα καταχρήσεις, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λάβουν πρόσφορα μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά, για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας - πλαισίου". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, κατά τη γνώμη πάντοτε της μειοψηφίας, ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ.164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο της αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είχαν προσληφθεί ως καθαρίστριες από τον ΟΠΑΠ, ήδη ΟΠΑΠ Α.Ε., καθολική διάδοχό του, ότι από την πρόσληψή τους (10-3-1991 και 1-3-1990, αντιστοίχως) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους (22-1-1998) παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατά πλήρες ωράριο εργασίας, με πενθήμερη απασχόληση από 5.30 έως 13.30 (νόμιμο ωράριο εργασίας), καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Ότι η σύμβαση εργασίας τους, δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα κάθε φορά μιας ημέρας, όπως εντελώς αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, για τους λόγους ότι εκάστη α) δεν υπέγραψε ποτέ τέτοιου είδους σύμβαση εργασίας, β) όλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής της σχέσης καλύπτει μόνιμες και διαρκείς ανάγκες, όπως άλλωστε αρμόζει στην ίδια τη φύση της εργασίας της, γ) συνεχίζει να εργάζεται στο εναγόμενο, όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να αποχωρήσει από την υπηρεσία της. Ότι, οι επικαλούμενες από το εναγόμενο ως άνω συμβάσεις άλλως παρατάσεις ορισμένου χρόνου, τις οποίες εκάστη αποκρούει ως τέτοιες, έγιναν προς καταστρατήγηση του Ν. 2112/1920 και των νόμων που υποχρεώνουν την τήρηση των ΣΣΕ, την καταβολή αδειών, επιδομάτων αδείας κ.λ.π., κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και συνεπώς όλες οι ανωτέρω συμβάσεις, για κάθε μία, συνιστούν μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Απέκρουσαν δε, ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, την οποία επιχείρησε ο ΟΠΑΠ και συνίστατο σε μείωση των ημερών εργασίας αρχικά από 5 σε 4 και στη συνέχεια από 4 σε 3, και που αυτές δεν αποδέχθηκαν. Ζήτησαν δε με αυτήν (αγωγή) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΠΑΠ, που συνεχίζει να τις απασχολεί επί 3 ημέρες την εβδομάδα, να καταβάλει σε κάθε μία τις διαφορές αποδοχών από τα ημερομίσθια που της περιέκοψε, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή τους. Η αγωγή αυτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, δεν είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες κατά το χρόνο δημοσίευσης (3-9-2002) της προσβαλλόμενης απόφασης κανόνες δικαίου, που προαναφέρθηκαν, με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής (άρθρα 573 παρ. 1 και 533 παρ. 2 KΠολΔ.). Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, ως νόμω αβάσιμη. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με το να εφαρμόσει, τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και να μην εφαρμόσει εκείνες των άρθρων 8 παρ.3 του ν. 2112/1920, 281, 671 του Α.Κ και 25 του Συντάγματος, διότι οι εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ήταν υποχρεωτικώς από το νόμο ορισμένου χρόνου και δεν μπορούσαν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, έστω και αν οι αναιρεσείουσες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου, αφού καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του, ισχύ νόμου έχοντος, οργανισμού του αναιρεσίβλητου και ήταν ενεργές υπό την ισχύ των διατάξεων του Ν. 2190/1994 και του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, που τις διέπουν, αφού αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο της δημοσίευσης (3-9-2002) της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 573 παρ.1 και 533 παρ.2 ΚΠολΔ). Ακόμη, η Οδηγία 1999/170/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε της 28-6-1999 δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής και δεν ήταν αμέσως εφαρμόσιμη από τη λήξη του χρόνου προσαρμογής στις 10-7-2001, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καταρτίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου κατ' επιταγή των ανωτέρω διατάξεων δηλαδή του οργανισμού του αναιρεσιβλήτου, του άρθρου 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994, βάσει των οποίων απαγορεύεται η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Συνεπώς, το ουσιαστικό Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη, δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο παραπεμφθείς από την Τακτική Ολομέλεια στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, μοναδικός, από το άρθρο 560 αριθ. 1 του KΠολΔ., λόγος δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, από το μέλος της μειοψηφίας, Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτη, διατυπώθηκε διάφορη επιχειρηματολογία, όπως αυτή καταχωρείται στα πρακτικά της παρούσας. Κατ' ακολουθίαν τούτων, απορριπτομένου δε, ως άνευ αντικειμένου, του αιτήματος που υποβλήθηκε από την παρεμβάσα Τριτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση ΑΔΕΔΥ, για την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ, σχετικά με τα όρια εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Ετικέτες
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ,
ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)