Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠ 1510/2009 - Η μετακίνηση εργαζομένου από θέση αποθηκάριου σε θέση οδηγού - φύλακα, χωρίς μείωση των αποδοχών του, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα 
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, και Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Μαϊου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ1, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΑΕΡΙΟΥ Α.Ε", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.1, 118 περ.4 και 559 αριθ.20 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού εγγράφου, πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο ,εκτός άλλων, το ακριβές περιεχόμενο του εγγράφου και εκείνο το οποίο εξέλαβε ως περιεχόμενό του το Εφετείο, ώστε να κριθεί αν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένως ανέγνωσε το έγγραφο αυτό και συνεπεία της εσφαλμένης αναγνώσεώς του, δέχθηκε ως περιεχόμενο του εγγράφου διαφορετικό από εκείνο που περιέχει .Ως έγγραφα δε, των οποίων η παραμόρφωση ιδρύει το λόγο αυτό, θεωρούνται εκείνα που χρησιμεύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 339 και 442 επ. Κ.Πολ.Δ ως αποδεικτικά μέσα. Υπό την έννοια αυτή, δεν αποτελούν έγγραφα και άρα δεν επιδέχονται παραμόρφωση και οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατά το κανονιστικό τους μέρος ως αποτελούσες κανόνες δικαίου. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ.1 και 578 Κ.Πολ.Δικ. για την άσκηση της αναίρεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλομένη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δικ. Ο διάδικος δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει την απόφαση με αναίρεση, όταν επικαλείται την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σε ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικώς και όλως παρέργως, ως προς τα οποία, μη στηρίζοντα το διατακτικό αυτής, δεν παράγεται δεδικασμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, και κατά το πρώτο μέρος αυτού, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω έγγραφων, από τα οποία προκύπτει ο αγωγικός ισχυρισμός του περί πρόκλησης μισθολογικής και βαθμολογικής υποβάθμισης του, εξαιτίας της τοποθέτησης αυτού από την εργοδότιδα του αναιρεσίβλητη στη θέση του οδηγού-φύλακα απ'αυτή του υπευθύνου γραφείου αποθήκης, την οποία κατείχε προηγουμένως: 1) της από 27-8-1997 σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης,2)της από 1-12-1997 σύμβασης αορίστου χρόνου μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων,3) της από Αύγουστο 1998 απόδειξη πληρωμής του αναιρεσείοντος, 4)της από Ιανουαρίου 2003 απόδειξη πληρωμής του αναιρεσείοντος,5) της από 11-8-2004 αίτησης του ίδιου για χορήγηση άδειας,6)του από 28-8-2000 υπηρεσιακού σημειώματος,7)του από 7-6-2002 οργανογράμματος της αναιρεσίβλητης,8)της Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της αναιρεσίβλητης,9)του Εσωτερικού Κανονισμού Εργασίας αυτής, 10) της από 25-8-2004 επιστολής διαμαρτυρίας του Συλλόγου Εργαζομένων της αναιρεσίβλητης, και 11) του από 8-5-2002 εγγράφου, με τον ίδιο δε λόγο και κατά το άλλο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ως άνω άρθρου, προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει αντιφατική αιτιολογία ως προς την κρίση της περί μη βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του αναιρεσείοντος, με την προαναφερθείσα αλλαγή του αντικειμένου της εργασίας του, με το να δεχθεί σε ένα σημείο της ότι "έστω αν αντικειμενικά είναι βλαπτική για τον ενάγοντα (η τοποθέτησή του στη θέση του οδηγού-φύλακα),υπό την έννοια ότι συνιστούσε τοποθέτηση σε θέση ιεραρχικά κατώτερη....",ενώ σε άλλο σημείο αυτής δέχθηκε ότι "...θέση που σε κάθε περίπτωση είναι παράλληλη με εκείνη του φύλακα οδηγού, χωρίς υφιστάμενο προσωπικό και με απαιτούμενα τα ίδια προσόντα....".
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο σε σχέση με την κυρία βάση της ένδικης αγωγής, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής:Η αναιρεσίβλητη (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου ΑΕ) προσέλαβε τον αναιρεσείοντα, κατόπιν διαγωνισμού του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, αρχικά με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου τρίμηνης διάρκειας (1-9-1997 εώς 30-11-97) και στη συνέχεια από 1-2-1997 με Σύμβαση αορίστου χρόνου, αντί της αμοιβής που θα όριζαν για το κλάδο του οι σχετικές σ.σ.ε και δ.α, σε θέση φύλακα οδηγού και με καθήκον να ελέγχει τη Ζώνη Διέλευσης του Κεντρικού Αγωγού του αερίου, με περιπολίες οι οποίες γινόταν καθημερινά με υπηρεσιακό όχημα και μία φορά το xρόνο πεζή, με σκοπό την πρόληψη ή τον περιορισμό ζημιών, που θα προκληθούν από φυσικά φαινόμενα ή από τρίτους. Σύμφωνα με την προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π., που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ αρ. φύλλου 3/13-2-1996 τα προσόντα, τα οποία απαιτούνταν και είχε ο αναιρεσείων για την κατάληψη της θέσεως του φύλακα ήταν απολυτήριος τίτλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματική άδεια οδήγησης Β' κατηγορίας. Στην ατομική εργασιακή σύμβαση περιλήφθηκε ειδικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο η εργοδότιδα "...δικαιούται να μεταβάλλει τη θέση ή και τον τόπο εργασίας του εργαζομένου, χωρίς τούτο να συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Εταιρείας και τις λειτουργικές της ανάγκες..".Μέχρι την 31-8-2000 ο αναιρεσείων παρείχε υπηρεσίες φύλακας όπως είχε προσληφθεί. Ωστόσο, την 17-7-2000 υπέβαλε αρμοδίως αίτημα αλλαγής θέσης από φύλακα σε διοικητικό υπάλληλο, επικαλούμενος λόγους υγείας. Προς απόδειξη της καταστάσεως του επισύναψε στην αίτησή την από 6-3-200 βεβαίωση του καθηγητή ... (ορθοπεδικού), σύμφωνα με την οποία έπασχε από "από επίπονη σωματική εργασία".Το αίτημα του έγινε δεκτό και με το από 28-8-2000 υπηρεσιακό σημείωμα του Γεν. Διευθ. Κατασκευών, Λειτουργίας και συντήρησης, .... από την 1-9-2000 τοποθετήθηκε ως υπεύθυνος της αποθήκης υλικών του ΚΕΣ .... Ακολούθως με την υπ'αριθμ. 372/2000 απόφαση της διοίκησης της αναιρεσίβλητης του ανατέθηκαν την 7-6-2002 καθήκοντα υπευθύνου γραφείου αποθήκης (αποθηκαρίου) στο Τμήμα Λειτουργίας και Συντήρησης ... με καθήκοντα τη διαχείριση αποθηκών-υλικών, δηλαδή τις απογραφές, τον έλεγχο υλικών και απόσυρση αυτών, και τη συμμετοχή στη μηχανογράφηση αυτών, σε συνεργασία με την Κεντρική Αποθήκη. Για τη νέα θέση του απαιτούνταν τίτλος σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως και για τη θέση του φύλακα, για την οποία προσλήφθηκε. Εν τέλει ο αναιρεσείων ζήτησε και έλαβε, για λόγους προσωπικούς και οικογενειακούς, άδεια άνευ αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 10-9-2003 έως 31-7-2004.Όταν επέστρεψε, πληροφορήθηκε την 2-8-2004 από τον τομεάρχη ότι η εργοδότιδα καλεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη θέση του φύλακα, για την οποία είχε αρχικά προσληφθεί με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε πλέον επαρκές (για πλήρη απασχόληση) αντικείμενο στη θέση του αποθηκάριου διότι στο δεκάμηνο διάστημα που έλειπε είχαν μεταβληθεί οι υπηρεσιακές ανάγκες της εταιρίας. Ο ενάγων αντέδρασε στην αλλαγή αυτή και προσέφυγε την 5-8-2004 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ισχυριζόμενος ότι η ανωτέρω μεταβολή συνιστούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή εκ μέρους της εργοδότιδας. Η αναιρεσίβλητη δεν άλλαξε απόφαση και την 9-8-2004 του κοινοποίησε υπηρεσιακό σημείωμα του Γενικού Διευθυντή του Κλάδου Μεταφοράς ..., με το οποίο τον καλούσε να αναλάβει εργασία. Ο αναιρεσείων αυθημερόν της απέστειλε εξώδικη δήλωση αποκρούοντας την αλλαγή της θέσης του ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως του, προσφέροντας ωστόσο τις υπηρεσίες του υπευθύνου γραφείου αποθήκης. Αξίωσε δε τη λήψη νομότυπης απόφασης με προηγούμενη γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ακολούθως, η αναιρεσίβλητη με την υπ'αριθμ. 10/1 από 6-9-2004 απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της γνωστοποίησε την 1-10-2004 στον αναιρεσείοντα ότι η αλλαγή της θέσεως του εγκρίθηκε και από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο και προσυπογράφηκε από τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ... . Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το υπηρεσιακό συμβούλιο της αναιρεσίβλη της στην ανωτέρω εισήγησή του έκανε και την εξής μνεία: "...εκφράζει την επιθυμία η εταιρία να λάβει υπόψη τους λόγους υγείας που ο κ. Χ1 (αναιρεσείων)" επικαλείται ως αδυναμία επιστροφής στην ανωτέρω θέση, εφόσον αυτοί τεκμηριωθούν σύμφωνα με τις ισχύουσες σύννομες διαδικασίες".Τελικά ο αναιρεσείων απέστειλε στην αναιρεσίβλητη την από 5-10-2004 νέα εξώδικη δήλωσή του, με την οποία δήλωσε ότι εμμένει στην προηγούμενη δήλωσή του. Από τότε είναι εκτός εργασίας, αλλά απασχολείται επαγγελματικά σε σταθερή και μόνιμη βάση ως φροντιστής μαθηματικός σε φροντιστήριο της πόλης του (...) που προετοιμάζει μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως προαναφέρθηκε, στην ένδικη ατομική εργασιακή σύμβαση είχε περιληφθεί ειδικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο η εργοδότιδα "...δικαιούται να μεταβάλλει τη θέση ή και τον τόπο εργασίας του εργαζομένου, χωρίς τούτο να συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανονισμούς της εταιρίας και τις λειτουργικές της ανάγκες...".Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.6 του από 2-4-2002 Εσωτερικού Κανονισμού Εργασίας που διέπει τις σχέσεις της αναιρεσίβλητης και του προσωπικού της: "...όταν πρόκειται για αλλαγή θέσης σε άλλη ειδικότητα απαιτείται γνωμοδότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ενώ "οι αλλάγες αυτές δεν συνεπάγονται καμία μείωση αποδοχών".Επομένως, η απόφαση της αναιρεσίβλητης να μεταθέσει τον αναιρεσείοντα στη θέση του φύλακα (ουσιαστικά να τον επαναφέρει στη θέση του) αποτελούσε συμβατικό της δικαίωμα και γι'αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μονομερής και απαγορευμένη από το άρθρο 7 του ν.2112/1920, έστω και αν αντικειμενικά είναι βλαπτική για τον αναιρεσείοντα υπό την έννοια ότι συνιστούσε τοποθέτηση σε θέση ιεραρχικά κατώτερη. Πάντως μείωση των αποδοχών του δεν επέφερε διότι ρητά αναφέρεται στην από 8-4-2004 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στην αναιρεσίβλητη εταιρία (άρθρο 6 παρ.4) ότι "το επίδομα θέσεως δεν μπορεί να μειωθεί σε περίπτωση αλλαγής καθηκόντων".
Συνεπώς η μετακίνηση του αναιρεσείοντος δεν συνεπάγονταν μείωση των αποδοχών που λάμβανε ως αποθηκάριος, θέση που σε κάθε περίπτωση είναι παράλληλη με εκείνη του φύλακα-οδηγού, χωρίς υφιστάμενο προσωπικό και με απαιτούμενα τα ίδια τυπικά προσόντα. Επομένως, η πρώτη βάση της αγωγής ότι συντρέχει μονομερής μεταβολή των εργασιακών όρων είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί....

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠ 1205/2009 - Δικαίωμα αποζημίωσης εργαζομένου λόγω υποβιβασμού




 
Αριθμός 1205/2009 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα  
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα 
Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Σαράντη Δρινέα και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.
 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Απριλίου 2009, με την παρουσία 
και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
 Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ 
(ΔΕΗ ΑΕ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από 
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Μανιάτη.  
 Του αναιρεσιβλήτου: ............ ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.  
 Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-4-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που 
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1296/2004 του ίδιου 
Δικαστηρίου και 6759/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης 
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-9-2005 αίτησή της.

 Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η 
αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε 
την από 11-9-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης 
αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως 
και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

   
                            ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Oπως προκύπτει από την ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ... 
ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη προσδιορισμού της αρχικά ορισθείσας 
δικασίμου της 23-9-2008, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το 
πινάκιο για την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής δικάσιμο, καθώς και κλήση για 
συζήτηση κατά την δικάσιμο εκείνη, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο 
και επομένως εφόσον αυτός δεν παρέστη καθοιονδήποτε τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου 
κατά την παρούσα μετ' αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συμφωνήθηκε νόμιμα με 
την σειρά της από το οικείο πινάκιο και για την οποία δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη 
κλήτευσή του, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να χωρήσει παρά την απουσία του (αρ. 226 § 
4, 573 § 1, 576 § 2 ΚΠολΔ).
 
 ΙΙ. Σύμφωνα με το αρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο 
παρά το νόμο έλαβεν υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που 
προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της 
διάταξης αυτής ως "πράγματα", τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και 
των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον προβλεπόμενο από την ως άνω 
διάταξη αναιρετικό λόγο νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συγκροτούν την 
ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης 
αντένστασης. "Πράγματα" αποτελούν επίσης και οι λόγοι έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι 
έφεσης που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς δεν αποτελούν, όμως "πράγματα" οι ισχυρισμοί 
που συνιστούν άρνηση αυτών οι οποίοι και αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των 
θεμελιωτικών της αγωγής κτλ πραγματικών γεγονότων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι 
έφεσης. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία "Δημόσια Επιχείρηση 
Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) ΑΕ" με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 8 του 559 Κ.Πολ.Δ 
προβάλλει ότι προς αντίκρουση αγωγής του αναιρεσιβλήτου υπαλλήλου της, διωκούσης την 
αναγνώριση της ακυρότητας της μετάθεσής του ως συνιστώσης βλαπτική μεταβολή των όρων της 
σύμβασης εργασίας του και γενομένης από την αναιρεσείουσα κατά κατάχρηση του 
διευθυντικού δικαιώματός της, και την επιδίκαση σ' αυτόν χρηματικής ικανοποίησης για την 
ηθική βλάβη που υπέστη από την μετάθεση αυτή, ισχυρίσθηκε με την έφεσή της, όπως είχεν 
ισχυρισθεί και ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι η μετάθεση του αναιρεσιβλήτου 
(ενάγοντος) δεν συνιστούσε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός της, αλλά 
ήταν επιβεβλημένη και έγινε κυρίως λόγω της αντιυπηρεσιακής και αντιδεοντολογικής 
συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός πρωτοστάτησε στην ίδρυση ανωνύμων εταιρειών 
που δρουν ανταγωνιστικά προς τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας (ως έχουσες σκοπό την 
ανάπτυξη και εκμετάλλευση μονάδων ηλεκτροπαραγωγής), στις οποίες συμμετείχαν ο ίδιος, 
μέλη της οικογένειάς του και δη στα διοικητικά συμβούλια αυτών, με προτροπή δε δική του 
και υφιστάμενοί του στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, το Εφετείο, όμως, με την 
προσβαλλομένη απόφασή του δεν έλαβεν υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς που αποτελούν 
"πράγματα" κατά την έννοια του αρ. 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ και έχουν ουσιώδη επίδραση στην 
έκβαση της δίκης, καθόσον αποδεικνύουν ότι η μετάθεσή του ήταν επιβεβλημένη και έγινε 
στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματός της και όχι κατά κατάχρηση αυτού. Ο ως άνω 
λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί 
δεν συνιστούν "πράγματα" κατά την προδιαληφθείσα έννοια της διάταξης του αρ. 559 αριθ. 8 
Κ.Πολ.Δ, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ως τείνοντες σε αντίκρουση των 
περιστατικών που θεμελιώνουν την αποτελούσα στοιχείο της βάσης της αγωγής καταχρηστική 
μετάθεση του αναιρεσιβλήτου.
 
 ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας 
ουσιαστικού δικαίου. Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει 
τον ως άνω αναιρετικό λόγο, συντελείται, όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, 
μολονότι κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις 
εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιο κανόνα, αν και σύμφωνα με τις 
παραδοχές της απόφασής του υπήρχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις της εφαρμογής του, η 
παραβίαση δε αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με 
εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω σύμφωνα με τον αριθμ. 19 του ίδιου άρθρου αναίρεση 
επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου 
αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη 
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος 
απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού 
δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν 
καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα 
δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της 
(ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, δηλ. όταν δεν προκύπτει από την 
απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της 
να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την 
εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε. Στην περίπτωση αυτή λόγου αναίρεσης από τον 
αριθμ. 19 του άρ. 559 ΚΠολΔ (έλλειψη νόμιμης βάσης) οι νομικές διατάξεις που στηρίζουν 
το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και εάν δεν μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, να 
υφίστανται και να δικαιολογούν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της, το διατακτικό 
της, οπότε ο Αρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, σύμφωνα με το άρ. 578 ΚΠολΔ. 
Εξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 648 και 652 ΑΚ προκύπτει, ότι στην σύμβαση εργασίας η 
ρύθμιση κάθε θέματος που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης για την 
επίτευξη των σκοπών της ανήκει στον εργοδότη και αποτελεί εκδήλωση του διευθυντικού 
δικαιώματος αυτού. Ετσι ο εργοδότης δικαιούται να καθορίζει το είδος, τον τόπο, τον 
χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους αυτής, εκτός εάν το δικαίωμα αυτό, 
πλην των άλλων, ασκείται καθ' υπέρβαση των αξιολογικών ορίων του αρ. 281 ΑΚ. Επομένως η 
άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα 
όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του 
δικαιώματος, δηλ. κατά κατάχρηση αυτού, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της σύμβασης 
εργασίας του μισθωτού κατά την έννοια του αρ. 7 ν. 2112/1920. Τέτοια περίπτωση 
μονομερούς βλαπτικής μεταβολής της σύμβασης εργασίας κατά κατάχρηση του διευθυντικού 
δικαιώματος συντρέχει και όταν ο εργοδότης στα πλαίσια της οργανωτικής αναδιάρθρωσης της 
επιχείρησής του τοποθετεί τον μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία 
είχε τοποθετηθεί προηγουμένως, και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, εφόσον τα νέα αυτά 
καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική 
ζημία ή ηθική βλάβη με την προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την επαγγελματική 
αξία του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει, εκτός των 
άλλων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 57, 59, 281, 648, 652, 914 
και 932 ΑΚ, 7 ν. 2112/1920 και 2 και 22 του Συντάγματος χρηματική ικανοποίηση για την 
ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό του.

 Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 6759/2005 απόφασή του 
δέχθηκε, ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγομένη ΔΕΗ ΑΕ 
(αναιρεσείουσα) την ...-3-1986 ως μηχανολόγος-οικονομολόγος μηχανικός με την κατηγορία 
και ειδικότητα Τ1/Α και τοποθετήθηκε στην Διεύθυνση Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας (ΔΕΜΕ) 
και υπηρέτησε σ' αυτήν μέχρι την ...-11-1996, όταν τοποθετήθηκε στην Διεύθυνση 
Περιφέρειας Νήσων, στην οποία από ...-6-1998 ανατέθηκαν σ' αυτόν προσωρινά τα καθήκοντα 
του προϊσταμένου στο Κλιμάκιο Ηπίων Μορφών Ενέργειας (ΚΗΜΕ) με αντικείμενο την 
εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) που παραδίδονταν 
σε λειτουργία από την ΔΕΜΕ, ειδικότερα δε τον συντονισμό, έλεγχο και προγραμματισμό της 
εκμετάλλευσης των Αιολικών και Ηλιακών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας όλων των 
Διευθύνσεων Περιφερειών Διανομής, την επιμέλεια και τον προγραμματισμό της προμήθειας 
των ανταλλακτικών και λοιπών υλικών που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση των ως άνω 
σταθμών παραγωγής και την διεκπεραίωση αιτημάτων των αυτοπαραγωγών, ότι πριν από την 
πρόσληψή του από την εναγομένη ο ενάγων εργάσθηκε σε διάφορες εταιρείες, όπως στην 
Διεύθυνση Δοκιμαστηρίων Κινητήρων της Γενικής Διεύθυνσης Ερευνας και Ανάπτυξης της 
εταιρείας ......... με αντικείμενο την βελτίωση της λειτουργίας και την αύξηση της 
απόδοσης των κινητήρων, στην Γενική Διεύθυνση "Τεχνική Βιομηχανική Οικονομία" του 
χαλυβουργείου ......... με αντικείμενο την εκπόνηση οικονομοτεχνικών μελετών και 
βελτιώσεων της παραγωγικής διαδικασίας, στην ............ ως βοηθός Γεν. Διευθυντή, στην 
ΔΕΦΑ ως Γενικός Διευθυντής, στην ........ ως Διευθυντής Βιομηχανικής Παραγωγής, είχε δε 
διατελέσει και μέλος του Δ.Σ. των Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου (ΕΛΔΑ) και της 
Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) έχοντας αποκτήσει από τις παραπάνω απασχολήσεις του 
αξιόλογη εμπειρία και εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες, ότι από τις αρχές της 
υπηρεσίας του στην εναγομένη και λόγω των υπευθύνων θέσεων που κατείχε συμμετείχε με την 
έγκριση του Γενικού Διευθυντή αυτής σε ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια, ελληνικά και 
παγκόσμια, σχετικά με τον Τομέα Αξιοποίησης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και με την 
ενέργεια γενικότερα, ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Κλιμάκιο Ηπιων Μορφών 
Ενέργειας (ΚΗΜΕ) παρήγαγε σημαντικό έργο με την σταδιακή επαναλειτουργία των εκτός 
λειτουργίας ανεμογεννητριών και την διατήρησή τους σε συνεχή λειτουργία, αποφέροντας 
σημαντικό όφελος στην Διεύθυνση Περιφέρειας Νήσων της εναγομένης, ότι κατά την υπηρεσία 
του στο ως άνω κλιμάκιο και κάθε φορά που παρίστατο ανάγκη απουσίας του, όπως επί 4 
μήνες το καλοκαίρι του 2001 και 2 μήνες την άνοιξη του 2002, αναπληρωνόταν από τον Π1, 
Τομεάρχη του Τεχνικού Τομέα του Κλάδου Διανομής και πρώην προϊσταμένου του ΚΗΜΕ κατά την 
περίοδο 1996-1998, τον οποίο είχε διαδεχθεί σ' αυτό ο ενάγων, ότι μεταξύ του ενάγοντος 
και του Π1 είχαν προκύψει προβλήματα τόσο κατά την διάρκεια της συνεργασίας τους όσο και 
κυρίως κατά την διάρκεια της ως άνω αναπλήρωσης του ενάγοντα λόγω της διαφωνίας του 
τελευταίου ιδίως σχετικά με την ανάθεση έργων σε εργολάβους κατ' αποκοπή κατά την 
απουσία του ενάγοντος, που κατά την άποψή του έπρεπε ν' ανατεθούν σε τεχνίτες υπό την 
επίβλεψη του προσωπικού της εναγομένης προς περιστολή περιττών εξόδων και επίτευξη 
καλύτερης ποιότητας των έργων, ότι ενόψει των προβλημάτων αυτών ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε 
προς την εναγομένη με το από 23-12-2002 υπηρεσιακό σημείωμά του προς τις αρμόδιες 
υπηρεσίες, εκθέτοντας τις απόψεις και τις διαφωνίες του για τις βλαπτικές ενέργειες της 
ιεραρχίας της εναγομένης και την ζημία που επέφεραν στην επιχείρησή της, τουλάχιστον 
όπως ο ίδιος πίστευε, ότι την 3-1-2003 με απόφαση του Διευθυντή Περιφέρειας Νήσων ο 
ενάγων μετατέθηκε από το ΚΗΜΕ στον Τομέα Ανάπτυξης και Λειτουργίας Δικτύου της 
Περιφέρειας Νήσων στο γραφείο του Διευθυντή στον Τομέα Υποστήριξης υπό τον Τομεάρχη 
Διοικητικού της Διεύθυνσης Περιφέρειας Νήσων, δηλ. σε διαφορετικό Τομέα της ίδιας 
Διεύθυνσης, ότι τα νέα καθήκοντά του ήταν η εποπτεία και παρακολούθηση των παγίων της 
Διεύθυνσης της Περιφέρειας Νήσων (ΔΠΝ), η εποπτεία και παρακολούθηση του κτηματολογίου 
σε συνεργασία με τους πολιτικούς μηχανικούς της ΔΠΝ, η εποπτεία και παρακολούθηση του 
ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των κτιριακών εγκαταστάσεων της ΔΠΝ, των τηλεπικοινωνιακών 
έργων εσωτερικού Δικτύου και των προγραμμάτων ανάπτυξης των πληροφοριακών συστημάτων της 
ΔΠΝ, ότι η νέα θέση στην οποία τοποθετήθηκε ο ενάγων είναι εμφανώς υποδεέστερη από 
εκείνη που τον είχε τοποθετήσει η εναγομένη από το 1998, ότι ειδικότερα με την 
τοποθέτηση στη νέα θέση υποβιβάσθηκε σε θέση υπαλλήλου και του ανατέθηκαν από τον 
αρμόδιο Διευθυντή καθήκοντα εκτός της ειδικότητας και του επιστημονικού του πεδίου σε 
ένα τομέα με διοικητικές και οικονομικές δραστηριότητες και η εναγομένη ουσιαστικά τον 
αδρανοποίησε, ότι ο πραγματικός λόγος της μετακίνησης του ενάγοντος δεν ήταν η 
αναδιοργάνωση της επιχείρησης της εναγομένης, μετά την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία 
και σύμφωνα με το καταστατικό και το νέο οργανωτικό σχήμα της, με βάση το οποίο το ΚΗΜΕ 
δεν εμφανιζόταν ως οντότητα στο νέο Κανονισμό Διάρθρωσης Υπηρεσιών και η επίκληση του 
λόγου αυτού από την εναγομένη ήταν εντελώς προσχηματική, αλλά η προσωπική διαμάχη του 
ενάγοντος με την ιεραρχία της εναγομένης και ιδιαίτερα με τον Π1 και η συνεπεία αυτής 
υποβολή παρατηρήσεων με το από 23-12-2002 σχετικό έγγραφό του που αφορούσαν σε ενέργειες 
ή παραλείψεις υπηρεσιακών εν γένει παραγόντων που κατά την άποψή του είχαν δυσμενείς 
επιπτώσεις στην συντήρηση και λειτουργία των προαναφερομένων Ανανεώσιμων Πηγών και στην 
μη τήρηση συμβατικών όρων κατά την παραλαβή νέων Ανανεώσιμων Πηγών από τους αναδόχους 
των έργων, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω μετακίνηση του ενάγοντος ήταν αναγκαία και 
δεν μπορούσε να καλυφθεί με άλλο υπάλληλο της εναγομένης, ότι κατά συνέπεια η μετάθεση 
αυτή του ενάγοντος σε θέση καταφανώς υποδεέστερη συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή 
των όρων της σύμβασης εργασίας του έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της 
εναγομένης, ότι ειδικότερα αυτός από την νευραλγική θέση του προϊσταμένου του ΚΗΜΕ με 
εξειδικευμένες γνώσεις, εμπειρία και κατάρτιση στην συγκεκριμένη υπηρεσία υποβαθμίσθηκε 
σε υπάλληλο απασχολούμενο με την εποπτεία και παρακολούθηση των παγίων, του 
κτηματολογίου, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, των κτιριακών εγκαταστάσεων και των 
Τηλεπικοινωνιακών Εργων της Δ.Π.Ν. χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες και ότι από τη 
μετάθεση αυτή ο ενάγων προσεβλήθη στην προσωπικότητά του, μειώθηκε η επαγγελματική και 
επιστημονική υπόληψή του, αφού από προϊστάμενος σε έναν τομέα ζωτικής σημασίας, όπου 
αναλάμβανε πρωτοβουλίες και ελάμβανε αποφάσεις που αξιοποιούσαν τις εξειδικευμένες 
γνώσεις του, τα προσόντα και τις ικανότητές του, μετακινήθηκε σε θέση υπαλλήλου σε έναν 
τομέα, στον οποίο δεν μπορούσε ν' αξιοποιήσει τα ως άνω προσόντα του και στον οποίο 
ουσιαστικά αδρανοποιήθηκε.

 Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά περιστατικά το Εφετείο κατέληξε, κατ' επικύρωση της 
απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας 
εναγομένης, ότι ο αναιρεσίβλητος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία η εύλογη 
χρηματική ικανοποίηση που πρέπει να του επιδικασθεί ανέρχεται σε 3.000 ευρώ. Με την 
κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και 
δη των άρ. 57, 59, 281 κι 932 ΑΚ που ήταν εφαρμοστέες, αν και δεν μνημονεύονται στην 
προσβαλλόμενη απόφαση, μη συντρεχούσης στην ερευνώμενη υπόθεση περίπτωσης εφαρμογής, άρα 
ούτε παραβίασης, των διατάξεων των άρ. 5 § 1, 17 § 1 και 106 § 2 του Συντάγματος, 
διέλαβε δε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις 
αιτιολογίες που εμπεριέχουν σαφώς και το στοιχείο της υπαιτιότητας των οργάνων της 
εναγομένης, αφού έγινε δεκτό ότι η μετάθεση του ενάγοντος σε υποδεέστερη θέση έγινε κατά 
κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και με προσχηματική επίκληση απ' 
αυτήν της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της επιχείρησής της. Επομένως, πρέπει ν' 
απορριφθεί ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του 
άρθρου 559 ΚΠολΔ ως αβάσιμος, ειδικά δε κατά το σκέλος τους, σύμφωνα με το όποίο ο 
αναιρεσίβλητος ενάγων ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη από ενέργειες της αναιρεσείουσας-
εναγομένης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη 
κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης (άρ. 561 § 1 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με τα 
προαναφερθέντα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της, μη 
τεθεί όμως διάταξη περί δικαστικών εξόδων λόγω της απουσίας του αιτούντος αναιρεσιβλήτου 
και της συνακόλουθης μη υποβολής σχετικού αιτήματος.   

                               Για τους λόγους αυτούς 

 Απορρίπτει την από 15-9-2005 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ 
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ" για αναίρεση της 6759/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠ 1508/2009 - Μεταβίβαση επιχείρησης. Προστασία εργαζομένου ακόμα και όταν προς καταστρατήγηση του νόμου αναγκάστηκε να αποχωρήσει οικειοθελώς και εν συνεχεία υπέγραψε νέα σύμβαση εργασίας με τον διάδοχο εργοδότη. Αποδεικτική δύναμη υπεύθυνης δήλωσης. Απόλυση για λόγους εκδίκησης.


Αριθμός 1508/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Κολυβά, Αντιπρόεδρο, Χρήστο Αλεξόπουλο, Αντώνιο Αθηναίο, Γρηγόριο Κουτσόπουλο και Δημήτριο Μουστάκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...
Της αναιρεσιβλήτου: ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό λόγου αναίρεσης, πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον ν' ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση ένεκα του σφάλματος που αναφέρεται στο λόγο. Εξάλλου, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης κατά την ένεκα των άρθρων 1.2.3 του ΠΔ 572/1988 και του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν.2112/1920, 9 παρ. 1 του ΒΔ της 16-7-1920 του προισχύαντος άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955 και 8 του ΠΔ της 8-2-28 είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφ' όσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, η οποία συνεχίζει τη λειτουργία της διατηρώντας την οικονομική της οντότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΠΔ 572/1988 τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίσταται κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν εξ αιτίας της μεταβίβασης αυτής το διάδοχο. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως οι αξιώσεις του μισθωτού που πηγάζουν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας με τον αρχικό εργοδότη, που υφίσταται κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, βαρύνουν εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής το διάδοχο εργοδότη. Οι ίδιες συνέπειες επέρχονται και στην περίπτωση που προς καταστρατήγηση των παραπάνω προστατευτικών διατάξεων υποχρεωθεί ο μισθωτός, που συνεχίζει αδιάλειπτα την εργασία του στην επιχείρηση, να καταγγείλει τη σύμβασή του με τον αρχικό εργοδότη και ευθύς εν συνεχείς να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας με το διάδοχο εργοδότη.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι τους διαδίκους συνέδεε η ένδικη σύμβαση εργασίας και ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα απέλυσε την αναιρεσίβλητη με την από 25-7-2000 έγγραφη καταγγελία της για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνηση της αναιρεσίβλητης να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις της που είχε κατά της πρώτης από την εργασία της. Με τους τρεις πρώτους κύριους λόγους αναιρέσεως από τους αριθμ. 14,19 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι η ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της στην παρούσα δίκη. Και τούτο διότι εργοδότης της αναιρεσίβλητης δεν είναι πλέον αυτή (αναιρεσείουσα), αλλά η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΠΑΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", η οποία προέκυψε από την μετατροπή της ατομικής επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας σε ΑΕ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος για την προβολή τους εκ μέρους της αναιρεσείουσας, αφού όπως προεξετέθη για τις ένδικες αγωγικές αξιώσεις της αναιρεσίβλητης ευθύνονται τόσον η αναιρεσείουσα, όσο και η επικαλουμένη διάδοχος εταιρία. Επειδή κατά το άρθρο 559 άρθρ. ΙΙ του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, ενώ μόνο το γεγονός ότι δεν έγινε ειδική μνεία και ξεχωριστή αξιολόγηση κάποιον αποδεικτικού μέσου δεν στοιχειοθετεί το λόγο αυτό αναιρέσεως, εφόσον από το περιεχόμενο της αποφάσεως συνάγεται ότι έχει ληφθεί αυτό υπόψη από το δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο κύριο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα προς απόδειξη των ισχυρισμών της κατά της εναντίον της αγωγής της αναιρεσιβλήτου και συγκεκριμένα: το ΦΕΚ 5739/14-6-2000 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και 2) το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο μετατροπής ατομικής επιχείρησης σε ΑΕ, από τα οποία προέκυπτε η μετατροπή της ατομικής επιχείρησης της αναιρεσείουσας σε ανώνυμη εταιρεία. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, αφού η λήψη υπόψη την εν λόγω εγγράφων δεν θα είχε έννομη επιρροή στη έκβαση της δίκης, ενόψει και των όσων προεκτέθηκαν στη προηγούμενη νομική σκέψη.
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 και 339 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υπεύθυνη δήλωση ή βεβαίωση τρίτου (μαρτυρία τρίτου), η οποία δεν δόθηκε κατά τον από το νόμο οριζόμενο τρόπο εφόσον έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε ως συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ8/1987). Στην ένδικη υπόθεση με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την από 5-2-2001 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 του .... Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού αυτή η δήλωση κατά τα ανωτέρω, είναι πράγματι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, καθόσον κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην ένδικη πολιτική δίκη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά νόμον. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΑΚ, η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού υπόκειται στον από το άρθρο 281 ΑΚ τιθέμενο περιορισμό, άρα δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η καταγγελία είναι σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ άκυρη, ο δε εργοδότης που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού είναι υποχρεωμένος στην καταβολή, κατ' άρθρο 656 ΑΚ, των μισθών υπερημερίας. Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε για εκδίκηση σε βάρος του μισθωτού, λόγω συμπεριφοράς του η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του.
Εξάλλου, παράβαση κανόνα δικαίου, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, υπάρχει εφόσον αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν αυτός εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε ή εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 36/1988 ΕλλΔ 1989, 1153). Ενώ έλλειψη νόμιμης βάση, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του αριθμού 19 του ανωτέρω άρθρου υπάρχει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου, για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας, ή την άρνησή της ή αντιφάσκουν μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχεται, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία διατηρούσε στην ... αρτοποιείο, προσέλαβε την αναιρεσίβλητη την 1-6-1998 για να εργασθεί σ' αυτό ως τεχνίτρια αρτοποιός και με την ειδικότητα της κλιβανέως κυρίως και παράλληλα ως πλάστρια ψωμιού. Επίσης, η αναιρεσίβλητη μετά το τέλος της παραπάνω εργασίας της παρασκεύαζε κατ' απαίτηση της αναιρεσείουσας κουλούρια και αρτοσκευάσματα. Η αναιρεσίβλητη διέθετε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την παραπάνω εργασία της, αφού ήταν εφοδιασμένη με βιβλιάριο υγείας και είχε προϋπηρεσία από τις αρχές του έτους 1980. Ενόψει της μετατροπής της ατομικής επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας σε εταιρεία η τελευταία ζήτησε από την αναιρεσίβλητη να υπογράψει έγγραφο με το οποίο να αναγνωρίζει ότι δεν διατηρούσε κάποια αξίωση από τη μέχρι τότε εργασία της. Όμως αυτή αρνήθηκε να υπογράψει τέτοιο έγγραφο, καθόσον διατηρούσε αξιώσεις από την εργασία της. Κατόπιν αυτού η αναιρεσείουσα την απέλυσε, κοινοποιώντας της την από 25.7.2000 καταγγελία συμβάσεως εργασίας στις 2.8.2000 και έκτοτε αυτή δεν αποδεχόταν τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης. Η παραπάνω απόλυση της αναιρεσίβλητης έγινε για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνησή της να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις που είχε από την εργασία της και έτσι το διευθυντικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας για απόλυση της αναιρεσίβλητης ασκήθηκε καταχρηστικά και καθιστά άκυρη και μη γενόμενη την καταγγελία αυτή κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, με αποτέλεσμα την περιέλευση της αναιρεσείουσας σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας της. Έτσι, η τελευταία οφείλει αποδοχές υπερημερίας κατά το άρθρο 656 του ΑΚ.
Δέχτηκε επίσης το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη, εκτός από τα κατώτατα ημερομίσθια που καθορίστηκαν από τις 2-6-1998, 2-3-1999 και 31-7-2000 συλλογικές συμβάσεις εργασίας αρτοποιών-αρτεργατών, δικαιούται, εκτός των άλλων και το επίδομα τριετιών 30%, καθώς και το τεχνικό επίδομα 7%. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει εν μέρει αντιθέτως και στη συνέχεια δέχτηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης και επιδίκασε σ' αυτήν το συνολικό ποσό των 35429,86 ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ διέλαβε επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού των κανόνων που εφήρμοσε και ερμήνευσε για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Συνεπώς οι αντίθετοι πέμπτος κύριος, δεύτερος, τρίτος και έβδομος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652,653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του για την επίτευξη των σκοπών της, δεν έχει κατ' αρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί τον μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η κατ' αρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια, που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σημειωτέον ότι η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη με απειλή ποινικών κυρώσεων την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε, και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Και στην περίπτωση όμως αυτή η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένους, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας αλλά με τη συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το Εφετείο δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι η απόλυση της αναιρεσίβλητης έγινε για λόγους εκδικήσεως της αναιρεσείουσας στην άρνησή της να μη διεκδικήσει τις αξιώσεις της που είχε από την εργασίας της και έτσι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας ασκήθηκε καταχρηστικά και καθιστά άκυρη και μη γενόμενη την καταγγελία αυτή κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, με αποτέλεσμα την περιέλευση της αναιρεσείουσας σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας της. Έτσι η τελευταία έχει υποχρέωση να αποδέχεται τις υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν.1264/1982 με την απειλή χρηματικής ποινής υπέρ αυτής πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπικής κρατήσεως διαρκείας τριάντα (30) ημερών. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, καθόσον την εφήρμοσε με ελλιπείς αιτιολογίες. Συνεπώς ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι δυνατό να πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί στερείται νομίμου βάσεως, δηλαδή είτε γιατί δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς. Αν αντιθέτως υπό την επίκληση του παραπάνω λόγου πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Εφετείου που προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων ο λόγος είναι απαράδεκτος.
Επομένως ο πέμπτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι στον αναγραφόμενο αριθμό 16 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα του ύψους των αγωγικών αξιώσεων της αναιρεσίβλητης που την επιδικάσθησαν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με το λόγο αυτόν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων. Ο έκτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται πράγματι στον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι στον αναγραφόμενο αριθμό 16 του ίδιου άρθρου, είναι αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται συγκεκριμένο σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο και μόνο θα δικαιολογούσε το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας στην άσκηση της αναιρέσεως, αλλά απλώς και μόνο επικαλείται "ασάφεια" αιτιολογίας και ότι "το ύψος των αναγνωρισθέντων ημερομισθίων είναι υπερδιπλάσια των αντιστοίχων νομίμων" και όχι των πράγματι οφειλομένων και επιπλέον δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, η διάταξη που παραβιάστηκε εκ πλαγίου και οι πραγματικές παραδοχές του Εφετείου, οι οποίες μνημονεύονται εντελώς αποσπασματικά. Περαιτέρω, ο αυτός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, και με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, "τις με ουσιαστικό περιεχόμενο διατάξεις των άρθρων 648, 655 ΑΚ, καθώς και το άρθρο 1 της από 2-6-1998 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας αρτοποιών-αρτεργατών"...,άρθρο 1 της από 2-3-1999 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των αρτοποιών-αρτεργατών"......και άρθρο 1 της από 31-7-2000 συλλογικής σύμβασης εργασίας "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των αρτοποιών-αρτεργατών", είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρει το νομικό σφάλμα της αποφάσεως, δηλαδή που βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου.
Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και κατά το μέρος αυτό.Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνο καθόσον αφορά την επιβολή στην αναιρεσείουσα της υποχρεώσεως να αποδέχεται τις υπηρεσίες της αναιρεσίβλητης με την απειλή χρηματικής ποινής υπέρ αυτής και προσωπικής κρατήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί εν μέρει την 1245/2006 απόφαση του Εφετείου Πατρών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

ΑΕΔ - Οριστικά αντισυνταγματική η προσωποκράτηση για χρέη προς το Δημόσιο

Κατά τη χθεσινή διάσκεψη, το ΑΕΔ, ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε το ζήτημα για οριστική επίλυση μετά τις αντιφατικές αποφάσεις που έχουν εκδώσει τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Αρειος Πάγος, υιοθέτησε την άποψη υπέρ της αντισυνταγματικότητας του επαχθούς μέτρου που διατύπωσε το 2008 η Ολομέλεια του ΣτΕ. Σύμφωνα με τους δικαστές, η προσωποκράτηση ως μέτρο στερητικό της ελευθερίας είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη και αντίθετη στα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος που επιτάσσουν ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Κατά την άποψη που πλειοψήφησε, είναι διαφορετικό το θέμα της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας ως ποινή για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά και άλλο ως διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην άσκηση πίεσης για την εξόφληση χρηματικού χρέους. Και αυτό διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού, όχι πάνω στην περιουσία του οφειλέτη αλλά επί του ιδίου του προσώπου του οφειλέτη. Ανάλογη εισήγηση είχε κάνει στο ΑΕΔ και ο σύμβουλος Επικρατείας Ι. Μαντζουράνης. Η απόφαση του ΑΕΔ (συνεδρίασε υπό την προεδρία του προέδρου του Αρείου Πάγου Γ. Καλαμίδα και τη συμμετοχή του προέδρου του ΣτΕ Π. Πικραμμένου), που αναμένεται να δημοσιευτεί τις προσεχείς ημέρες, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την, έστω και περιορισμένη, εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής διάταξης (ν.2717/99) και λύνει τον νομικό γόρδιο δεσμό υπέρ του ΣτΕ. Σημειώνεται ότι ο Αρειος Πάγος με μεγάλη πλειοψηφία είχε ταχθεί υπέρ της συνταγματικότητας του θεσμού για λόγους δημόσιου συμφέροντος, κάνοντας δεκτή την εισήγηση του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά ότι η προσωποκράτηση συμβάλλει ουσιαστικά στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων, χωρίς τα οποία «το κράτος θα είναι αδύνατον να ανταποκριθεί στον σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο». (Πηγή: enet.gr)

ΣτΕ Ολ. 3690/2009 - Απαγόρευση θέσπισης ορίου ηλικίας για την αποχώρηση δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στο Δήμο Αθηναίων. Έλλειψη νομοθετικής εξουσιοδότησης.

Με την Σ.τ.Ε. 3690/2009 (Ολομ.) ακυρώθηκε η 44728/19.12.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, κατά το μέρος που θεσπίζει όριο ηλικίας για την αποχώρηση των δικηγόρων, οι οποίοι υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στο Δήμο Αθηναίων, ως εκδοθείσα άνευ νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.
Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων του ν. 3584/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων», του άρθρου 83 παρ. 2 του π.δ. 410/1988, του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4505/1966, των άρθρων 1 – 7 του ν.δ. 1827/1942 και των άρθρων 1, 38, 63, 63Α και 94 του ν.δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων» προκύπτει ότι με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3584/2007, οι οποίες αναφέρονται στο περιεχόμενο και την ψήφιση των Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας των Ο.Τ.Α., δεν παρέχεται εξουσιοδότηση προς το αρμόδιο κατά τις διατάξεις αυτές όργανο, ήτοι στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, να θεσπίζει εγκύρως όριο ηλικίας εξόδου από την υπηρεσία των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση εμμίσθου εντολής στους οικείους Δήμους. Τούτο δε διότι το μόνο θέμα, για το οποίο παρέχεται εξουσιοδότηση από το συγκεκριμένο νόμο και αφορά στους δικηγόρους, είναι η σύσταση των θέσεων δικηγόρων και η αντίστοιχη κατάργησή τους και όχι τα θέματα που αφορούν στην υπηρεσιακή τους κατάσταση -στην οποία περιλαμβάνεται και το θέμα εξόδου από την υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας-, για ορισμένα από τα οποία, άλλωστε, υφίστανται ρυθμίσεις ευθέως στον ίδιο το συγκεκριμένο νόμο (άρθρα 165 παρ. 5-7, 166, 167). Τυχόν αντίθετη εκδοχή θα έβαινε πέραν της εννοίας της διοικήσεως των τοπικών υποθέσεων από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, εφόσον οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται και υπηρετούν στους οργανισμούς αυτούς με σχέση εμμίσθου εντολής δεν αποτελούν διοικητικό προσωπικό των νομικών αυτών προσώπων. Περαιτέρω, υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί ότι, ακόμη και για το καθαρώς μόνιμο προσωπικό των δήμων, η πρόβλεψη για την έξοδο από την υπηρεσία, λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, ρυθμίζεται ευθέως από διατάξεις του ν. 3584/2007 (άρθρα 156 και 159). Συνεπώς, ως προς το θέμα αυτό, της θεσπίσεως δηλαδή ορίου ηλικίας για την έξοδο από την υπηρεσία των δικηγόρων των Δήμων και των Κοινοτήτων, εξακολουθούν να ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα (άρθρο 63Α). Ενόψει τούτων, η 44728/19.12.2007 απόφαση του Γ.Γ.Π. Αττικής, κατά το μέρος που θεσπίζει όριο ηλικίας για την αποχώρηση των δικηγόρων, οι οποίοι υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στο Δήμο Αθηναίων, έχει εκδοθεί άνευ νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Συνήγορος του Πολίτη - Συνταξιοδότηση πατέρα τέκνου με αναπηρία βάσει διάταξης νόμου που ισχύει αποκλειστικά για μητέρες τέκνων με αναπηρία, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας των φύλων.



Ασφαλισμένος διαμαρτυρήθηκε στο Συνήγορο του Πολίτη γιατί ο ΟΑΕΕ απέρριψε αίτημά του να λάβει σύνταξη λόγω γήρατος ως πατέρας τέκνου με αναπηρία, έχοντας πραγματοποιήσει 25 χρόνια ασφάλισης. Το αίτημα απορρίφθηκε από τον ασφαλιστικό φορέα αφενός γιατί κατά το χρόνο υποβολής του το σχετικό δικαίωμα προβλεπόταν αποκλειστικά για μητέρες τέκνων με αναπηρία, αφετέρου δεν συνέτρεχε πλέον στην περίπτωση του ασφαλισμένου η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 140 του Ν. 3655/2008, σύμφωνα με το οποίο για να ασκήσει ο πατέρας τέκνου με αναπηρία το δικαίωμα αυτό, η μητέρα θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι ασφαλισμένη.
Από την πλευρά του, ο Συνήγορος επισήμανε ότι τα τελευταία χρόνια στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι εμφανής η τάση να εξομοιώνονται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη, στην περίπτωση που αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο. Η εξομοίωση αυτή έχει ως βάση την αρχή της ισότητας των φύλων που καθιερώνεται με τα άρθρα 4 και 2 και 116 του Συντάγματος και εκφράζεται με την εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων που έχουν τεθεί από τον κοινό νομοθέτη αποκλειστικά υπέρ των γυναικών και στους άνδρες ή, αντίστροφα, με τη μη εφαρμογή δυσμενών ρυθμίσεων που ο κοινός νομοθέτης έθεσε αποκλειστικά σε βάρος των ανδρών.
Ο Συνήγορος του Πολίτη πρότεινε να ληφθούν υπόψη από την Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΟΑΕE οι παραπάνω επισημάνσεις κατά την κρίση του αιτήματος του ασφαλισμένου. Εναλλακτικά η Αρχή πρότεινε στην Επιτροπή να αναβάλει την εξέταση της ένστασης έως ότου η Ολομέλεια του ΣτΕ εκδώσει την απόφασή της για ταυτόσημο ζήτημα. Τελικώς, η Τοπική Διοικητική Επιτροπή του ΟΑΕΕ δέχθηκε ότι οι διατάξεις που ορίζουν πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση πατέρων τέκνων με αναπηρία σε σχέση με αυτές που ισχύουν για τις μητέρες τέκνων με αναπηρία αντίκεινται πράγματι στη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων. Κατά συνέπεια, αποφάσισε ότι ο συγκεκριμένος ασφαλισμένος δικαιούται να λάβει σύνταξη ως πατέρας τέκνου με αναπηρία με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις μητέρες τέκνων με αναπηρία.

ΑΠ 1407/2009 - Μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας. Άρνηση εργαζομένου να αποδεχθεί για την υπεράσπιση ποινικής του υπόθεσης τον προτεινόμενο από την εργοδότριά του εταιρία δικηγόρο. Άκυρη απόλυση.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μουστάκα (επειδή κωλύονται οι Αρεοπαγίτες Αθανάσιος Θεμέλης και Ειρήνη Αθανασίου) και Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες....
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349-351 ΑΚ, 7 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεώς του προς επίτευξη των σκοπών αυτής, δεν επιτρέπεται όμως, κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική ζημία στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα, είτε να εμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του, είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Εξάλλου, η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι' αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνει σ' αυτήν (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα περιστατικά: Η εναγομένη (και ήδη αναιρεσείουσα) εταιρεία προσέλαβε τον ενάγοντα (και ήδη αναιρεσίβλητο), την 1-12-1998, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου να τον απασχολήσει ως διευθυντή στρατηγικού σχεδιασμού έναντι των εκάστοτε συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών του. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης με τους ανωτέρω όρους και συνθήκες μέχρι το έτος 2000, οπότε η εργοδότριά του, εκτιμώντας την μέχρι τότε απόδοσή του, τον προήγαγε σε Γενικό Διευθυντή της επιχείρησής της, προσαρμόζοντας ανάλογα και τις μηνιαίες αποδοχές του. Ο ενάγων υπό τη νέα ιδιότητά του ασκούσε δικαιώματα της εργοδότριας, διατηρώντας κατά την άσκηση αυτών πρωτοβουλία και έχοντας ανεξαρτησία κατά τη λήψη των αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας, το συντονισμό και τον έλεγχο των διευθύνσεων και του προσωπικού αυτής, τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση του τελευταίου, ενώ παρίστατο στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, του οποίου ήταν μέλος, και ενημερωνόταν για τη γενική πορεία αυτής. Τα καθήκοντά του αυτά άσκησε ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 έως και 2003 επιτυχώς, εργαζόμενος στην επιχείρηση της εταιρείας με ζήλο. Προς επιβράβευσή του η εργοδότριά του, από τον Ιανουάριο του 2004, αύξησε τις μηνιαίες αποδοχές του από 8.117 ευρώ σε 9.180 ευρώ, επιπλέον των τραπεζικών πιστωτικών καρτών που του παραχώρησε κατά χρήση. Ενόψει δε των ανωτέρω καθηκόντων του κατέστη αναγκαίο στα πλαίσια της άσκησής τους, να διαμένει περισσότερο χρόνο στην ... και να συντονίζει τις δραστηριότητες της εταιρείας από το γραφείο που η τελευταία διατηρούσε εκεί. Για το λόγο αυτό η εναγομένη μίσθωσε, καταβάλλοντας εξ ιδίων το μίσθωμα, ένα διαμέρισμα στην οδό ... αρ. ... στη ..., όπου κα εγκαταστάθηκε ο ενάγων. Παράλληλα, του παραχώρησε τη χρήση του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΕΙΧ αυτοκινήτου μάρκας ΒΜW. Τις παροχές αυτές απολάμβανε ο ενάγων μέχρι την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης. Στις 13-4-2003 έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα στην περιοχή των ... μεταξύ του με αριθμό κυκλοφορίας ... Δ.Χ. τουριστικού λεωφορείου, που μετέφερε μαθητές του Λυκείου ... και του υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ΔΧ φορτηγού αυτοκινήτου (ρυμουλκού μετά ρυμουλκουμένου), που μετέφερε προϊόντα της εναγομένης. Το ατύχημα αυτό είχε ως συνέπεια το θάνατο 21 μαθητών και τον τραυματισμό άλλων 33 ατόμων. Μεταξύ αυτών κατά των οποίων απαγγέλθηκε κατηγορία και ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονίες κατά συρροή, σωματικές βλάβες κατά συρροή, αποτέλεσμα το οποίο προέβλεψαν μεν ως δυνατό αλλά πίστεψαν ότι δεν θα επερχόταν και για διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους με ενδεχόμενο δόλο, από δε την πράξη τους αυτή επήλθε θάνατος, ήταν και ο ενάγων με την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντού της εναγομένης. Προκειμένου δε η τελευταία να αντιμετωπίσει την κατηγορία που ασκήθηκε εναντίον του ενάγοντος και άλλων υπαλλήλων της, ανέθεσε με έξοδά της την υπεράσπισή τους στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Τσάκου. Ο ενάγων δεν αντέδρασε στην επιλογή αυτή της εργοδότριάς του και δέχθηκε να συνεργαστεί με τους δικηγόρους του ανωτέρω γραφείου, προσδοκώντας τη δια βουλεύματος απαλλαγή του. Παρά τις προσδοκίες του όμως αυτές ο τελευταίος παραπέμφθηκε με το 179/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας να δικαστεί για τις παραπάνω πράξεις ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε ο ενάγων κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος, κατελήφθη από αγωνία και άγχος για την έκβαση της δίκης που ανοίχθηκε σε βάρος του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην απόφαση να προσλάβει και αυτός δικηγόρο της εμπιστοσύνης του προς αποκλειστική υπεράσπιση των συμφερόντων του, επιπλέον των ανωτέρω δικηγόρων που προσέλαβε η εργοδότριά του. Την προαναφερθείσα βούλησή του ανακοίνωσε στη διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρείας, η οποία δεν ήταν αρνητική στην απόφασή του, φρόντισε δε αυτή και στις 14-1-2005 κατατέθηκε στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του το ποσό των 45.000 ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δαπάνες αμοιβής των δικηγόρων και τα έξοδα της χωριστής νομικής υποστήριξής του. Παράλληλα επιφυλάχθηκε, προκειμένου να αποφασίσουν επί του θέματος που δημιουργήθηκε και τα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, ώστε να ληφθεί σχετική απόφαση. Τα τελευταία αποφάσισαν να μη δεχθούν να προσλάβει ο ενάγων δικηγόρους της εμπιστοσύνης του. Την απόφασή τους αυτή γνωστοποίησαν στον τελευταίο, ο οποίος όμως δεν την αποδέχθηκε, ώστε στη δίκη που επακολούθησε τον Ιούλιο του 2005 ενώπιον του ΜΟΔ Βόλου παραστάθηκε μόνο με τους δικηγόρους που ο ίδιος προσέλαβε. Παρά ταύτα καταδικάστηκε για τις ανωτέρω πράξεις σε συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών. Ενόψει της αρνήσεως του ενάγοντος να αποδεχθεί την απόφαση του ΔΣ τα εταιρείας τα μέλη αυτού, προκειμένου να τον τιμωρήσουν, αποφάσισαν να μειώσουν τις αρμοδιότητές του ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης. Για το σκοπό αυτό έδωσαν εντολή στους άμεσους συνεργάτες του να αποφεύγουν να απευθύνονται σ' αυτόν προς επίλυση τυχόν προβλημάτων, ώστε οι τελευταίοι έπαψαν να συνεργάζονται μαζί του. Ακολούθως, τα αρμόδια όργανα της εταιρείας του αφαίρεσαν τη δυνατότητα πρόσβασής του στο μηχανογραφικό σύστημα αυτής, που ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του σπουδαιότερου μέρους της εργασίας του, γιατί μέσου αυτού συντόνιζε τη δράση της εταιρείας και επικοινωνούσε με τους αντιπροσώπους και τους προμηθευτές της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ακολούθησε η αφαίρεση του προσωπικού του e-mail και στη συνέχεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή που χειριζόταν αποκλειστικά, εις τρόπον ώστε να μην μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του ως εργαζόμενος. Με τον τρόπο αυτό αποψιλώθηκε των σπουδαιότερων αρμοδιοτήτων του ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης. Τελικά, στις 14-2-2005, ενημερώθηκε από την ALPHA BANK ότι η εργοδότριά του αφαίρεσε από αυτόν τη δυνατότητα χρήσης των εταιρικών πιστωτικών καρτών. Η ανωτέρω συμπεριφορά των οργάνων της εταιρείας αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, την οποία ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε. Ειδικότερα, στις 4-3-2005, επέδωσε στην εναγομένη την από 3-3-2005 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία, αφού αναφέρει τα ανωτέρω, της δήλωσε ότι εμμένει στους αρχικούς όρους της συμβάσεως εργασίας του και αξιώνει την τήρησή τους. Η εναγομένη στις 10-3-2005, επέδωσε σ' αυτόν την από 5-3-2005 εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού αρνείται τα ανωτέρω, του καταλογίζει ότι λόγω της συμπεριφοράς του, ήτοι της αδιαφορίας του κατά την άσκηση των εργασιακών του καθηκόντων και της δήλωσής του ότι δήθεν δεν τον ενδιαφέρει πλέον η τύχη της εταιρείας, έστω και αν το ανωτέρω ατύχημα επιφέρει την πτώχευση ή την ολοκληρωτική καταστροφή της φτάνει να διασωθεί ο ίδιος, διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα το κλίμα εμπιστοσύνης. Μάλιστα για το λόγο αυτό ισχυρίζεται ότι ο ενάγων παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού διευθυντή της εταιρείας, του καταβλήθηκε δε αποζημίωση 45.000 ευρώ. Τελικά επικαλούμενη η εναγομένη ότι από τη συμπεριφορά του ενάγοντος διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα το κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και τον απέλυσε προσφέροντάς του τη νόμιμη αποζημίωση. Επίσης, του δήλωσε ότι επιφυλάσσεται να διεκδικήσει το ποσό των 45.000 ευρώ ως αδικαιολογήτως καταβληθέν. Ο ενάγων αρνήθηκε να εισπράξει την αποζημίωσή του και στις 16-3-2005 επέδωσε στην εργοδότριά του την από 11-3-2005 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία δήλωσε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη ως παράνομη και καταχρηστική, διότι έγινε από εκδικητικότητα και ότι εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, καταλήγει στην κρίση ότι ουδέποτε έλαβε χώρα παραίτηση του ενάγοντος των δικαιωμάτων του από τη σύμβαση εργασίας του έναντι του ποσού των 45.000 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή θα ελάμβανε χώρα η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η μη σύνταξη της οποίας δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη φιλίας μεταξύ του ενάγοντος και της διευθύνουσας συμβούλου της εναγομένης, αφενός λόγω της σπουδαιότητας των δικαιωμάτων που διακυδεύονταν και από τις δυο πλευρές και αφετέρου διότι, λόγω της διάστασης των δυο πλευρών, δεν ήταν λογικό να ενεργήσει μόνη της η ανωτέρω και για λογαριασμό της εταιρείας και μάλιστα άτυπα, χωρίς την υποστήριξη νομικού συμβούλου. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα από λόγους που αφορούσαν την αποδοτικότητά του στον τομέα της εργασίας του ή της συμπεριφοράς του, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν του επιρρίπτει ευθύνες για το ατύχημα αλλά ισχυρίζεται αβάσιμα ότι από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2004 μέχρι την απόλυσή του δεν ασκούσε τα καθήκοντά του, συμπεριφορά που επέφερε διάρρηξη στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων και η οποία λόγω και της θέσης του ενάγοντος ως γενικού διευθυντή της επιχείρησης καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής του σχέσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγομένη έγινε κατά κατάχρηση του εργοδοτικού της δικαιώματος, καθόσον η άσκησή του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του. Και τούτο διότι έγινε από εκδίκηση των οργάνων της εναγομένης προς τον ενάγοντα, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας που του επέβαλε. Συνακόλουθα, αποδείχθηκε ότι η εκ μέρους της εργοδότριάς του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως καταχρηστική και ως άκυρη θεωρείται σαν να μην έγινε. Έτσι που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή το άρθρο 281 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτού δεν εξαιρείται από την εφαρμογή της στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος κατείχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ανωτέρω εξέχουσα θέση στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, μεταξύ των οποίων ενυπήρχε το στοιχείο της εξάρτησης έστω και σε χαλαρή μορφή, ούτε (παραβίασε) εκ πλαγίου την ίδια πιο πάνω διάταξη με ανεπάρκεια, ασάφεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της, αφού, κατά τα ανωτέρω, το αποδεικτικό υλικό εκτίθεται σ' αυτήν επαρκώς, με σαφήνεια και χωρίς ενδοιασμούς.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ελέγχεται από τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων δικαίου, δηλαδή εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, όχι, όμως και όταν χρησιμεύουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή εκτίμηση αποδείξεων ή εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων ή ερμηνεία δικαιοπραξίας, όπως στην προκείμενη περίπτωση, στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής. Επομένως, ο μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο αναφερόμενος στο κεφάλαιο που έχει προσβληθεί με το αναιρετήριο πρόσθετος λόγος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-2-2007 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 729/2006 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Και.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ